Βαρύ παραμένει το κλίμα στην αγορά χρήματος λόγω των υψηλών επιτοκίων, που καθιστούν, πλέον, το κόστος δανεισμού από εξαιρετικά ακριβό έως απαγορευτικό.
Η νομισματική πολιτική στην οποία επιμένουν οι κεντρικές τράπεζες (σε ΗΠΑ και Ευρώπη), με αυξήσεις επιτοκίων επιθετικές ή και κάπως πιο συντηρητικές, αναμένεται να επιβαρύνει περαιτέρω το κλίμα στην αγορά, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τις επενδύσεις, την επιχειρηματικότητα και την κατανάλωση.
Ήδη, χθες, η Εθνική Τράπεζα ανακοίνωσε επιτόκιο 7,5% για τον νέο ομολογιακό της τίτλο, ενώ προχθές ο ΟΔΔΗΧ προχώρησε στην έκδοση ομολόγου 200 εκατ. ευρώ με επιτόκιο 4,44%.
Τα επιτόκια δανείων μέσω τραπεζικών χορηγήσεων επίσης τραβούν την ανηφόρα, έχοντας ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Πιέσεις ασκούνται στους κατόχους στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενα επιτόκια, όπως και στους έχοντες λάβει επιχειρηματικά δάνεια. Όσο για νέα δάνεια, ούτε λόγος να γίνεται.
Την ίδια στιγμή, τα επιτόκια καταθέσεων παραμένουν στην πλειονότητά τους «παγωμένα» οριακά πάνω από το απόλυτο μηδέν, στερώντας από τους καταθέτες έστω και κάποιες μικρές αποδόσεις.
Προβληματική είναι η εικόνα και στα επιτόκια των εταιρικών ομολόγων, τα οποία κατέστησαν τους σχετικούς τίτλους απαγορευτικούς για νέες εκδόσεις, ωστόσο ο τομέας προσφέρει επενδυτικές ευκαιρίες λόγω των υψηλών επιτοκιακών αποδόσεων.
Το νέο χρήμα είναι πια ακριβό. Απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή στην άντλησή του: Χρειάζεται καλό ζύγισμα δανειακού κόστους, κεφαλαιακών αναγκών, επιχειρηματικού ρίσκου και μελλοντικών προβλέψεων. Γιατί όποιος πιαστεί… άστοχος, θα την πληρώσει… ακριβά.