Του Γιώργου Πλειού
Καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ και Επισκέπτης Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Ο κόσμος όπως διαμορφώθηκε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και μέχρι τη «Μαύρη Τρίτη» του 2007-8 είχε γνωρίσματα που τον έκαναν να διαφέρει λιγότερο ή περισσότερο τόσο από το κόσμο του Ψυχρού Πολέμου όσο και από αυτόν που ανατέλλει πλέον ορατά εδώ και πάνω από μια δεκαετία. Κατά την ψυχροπολεμική περίοδο δέσποζε η παρέμβαση του κράτους στην οικονομία, η έμφαση στη μαζική παραγωγή και τη βιομηχανική ανάπτυξη, η εθνική εσωστρέφεια και η μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων που εκφράστηκε με τη μαζική παιδεία και τη μαζική κατανάλωση, το κοινωνικό εν γένει κράτος, την προτεραιότητα της πολιτικής έναντι της οικονομίας, την έμφαση στην ιδιότητα του πολίτη έναντι άλλων ταυτοτήτων, την ιδεολογική αντιπαράθεση, που δικαιολογούνταν και δικαιολογούσε τον διπολισμό και τον ανταγωνισμό ΕΣΣΔ – ΗΠΑ, κ.ά.
Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου κατίσχυσαν διεθνώς τάσεις που είχαν διαφανεί από τη δεκαετία ’70 τόσο στον υπαρκτό καπιταλισμό όσο και, λίγο αργότερα, στον υπαρκτό σοσιαλισμό. Μετατόπιση σε έναν διαφοροποιημένο, αγοραίο και εμπορευματοποιημένο ατομο-κεντρικό καταναλωτικό καπιταλισμό (McDoalds, Hut, Burger King, KFC & Coca Cola κ.ά.) και διασκέδαση (Multiplex, Hollywood, σαπουνόπερα κ.λπ.), διαφοροποιημένη για τα επιμέρους γούστα βιομηχανική παραγωγή και τογιοτισμός, malls, βιομηχανία της μόδας, πασαρέλα, οίκοι μόδας, ιδιωτική εκπαίδευση και ιδιωτική υγεία, πολιτική απάθεια και κυνισμός, ηδονισμός και αφέλεια.
Ήταν ένας καινούργιος, τότε, καπιταλισμός, βασισμένος στην ψευδαίσθηση της κοινωνικής καταξίωσης μέσω της εξεζητημένης κατανάλωσης, της οποίας η υπερτίμηση βασιζόταν στις υποσχέσεις των εικόνων που έχτιζε η βιομηχανία της προβολής (διαφήμιση, χορηγίες σε πολιτιστικές δράσεις, δημόσιες σχέσεις, κ.ά.) . Συνοδευόταν ακόμα από τη μετατόπιση μεγάλου μέρους της βαριάς βιομηχανικής παραγωγής σε χώρες φτηνού εργατικού δυναμικού της Ασίας και των χωρών του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού (όπως λ.χ. η Ουγγαρία και η Τσεχία) και κατά συνέπεια από μια νέα διάσταση της παγκοσμιοποίησης, αλλά και κυριαρχία του εμπορίου, του χρηματιστηρίου και του γρήγορου κέρδους, κοντολογίς της οικονομίας της φούσκας μια ζωή σαν «9 ½ βδομάδες».
Η κρίση του 2007-8 δεν ήταν απλή, αλλά μαχαίρι στην καρδιά του καπιταλισμού της φούσκας. Άλλες κρίσεις που ακολούθησαν, η τραπεζική στην Ιρλανδία, η δημοσιονομική στον ευρωπαϊκό Νότο, η εμπορική στην Ιταλία κ.ά. ήταν διαφορετικές γεω-πολιτικές όψεις της ίδιας κρίσης. Ο καπιταλισμός της φούσκας φαίνεται σε πολλά αλλά το μέγεθός του διακρίνεται ευκρινώς λ.χ. στη διαφορά μεταξύ παγκόσμιου εισοδήματος και παγκόσμιου χρέους, στην απίστευτη ψαλίδα ανάμεσα στο κόστος παραγωγής και τα τεχνηέντως επαυξημένα κέρδη, που υπονόμευε τη διαδικασία ανάπτυξης προς όφελος του παρασιτισμού, της επιδεικτικής κατανάλωσης και του εγωιστικού lifestyle.
Αυτή η διαφορά σε μεγάλο βαθμό κατασκευαζόταν δια των πολιτιστικών βιομηχανιών και των χρηματιστηριακών παιγνίων. Ήταν και είναι μια διαφορά μεταξύ της πραγματικής αξίας των παραγόμενων αγαθών και της χρηματι(στηρια)κής τους αποτίμησης στις καταναλωτικές αγορές. Ήταν (και ακόμα είναι) μια διαφορά που την «έχτιζε» η βιομηχανία της διαφήμισης και των ΜΜΕ προσθέτοντας, αυθαίρετη, συμβολική αξία των καταναλωτικών αγαθών που δεν απαιτούσε τόσο πραγματική εργασία αλλά καθώς γεννούσε φαντασιώσεις κοινωνικής καταξίωσης απαιτούσε πραγματικά χρήματα, δηλαδή πραγματική εργασία. Και βεβαίως και ήταν μια τρομαχτική πηγή παρασιτικού τρόπου ζωής και παρασιτικού τρόπου σκέψης.
Ο κόσμος αυτός άρχισε να καταρρέει σταδιακά από τα πλήγματα που επέφεραν στην οικονομική δομή, την κοινωνική συνοχή και την πολιτική ειρήνη οι οικονομικές κρίσεις και λίγο πιο μετά η πανδημία. Ο κόσμος που έκτοτε αναδύεται συνεπάγεται λιγότερο ή περισσότερο την επιστροφή σε έναν πρωτόγονο καπιταλισμό της σκληρής και χωρίς μέλλον εργασίας ή της μη εργασίας, του περιορισμού της κατανάλωσης υλικής αλλά και πολιτιστικής, του περιορισμού της ψυχαγωγίας και της ενημέρωσης στα παλιά Μέσα, κυρίως όμως στα νέα και στο ίντερνετ. Με ανάπηρη ή καθόλου υγειονομική περίθαλψη και το προσδόκιμο ζωής/επιβίωσης να πέφτει, με άθλιες και πανάκριβες συνθήκες κατοικίας, με όλο και πιο τοξικό φυσικό περιβάλλον, με υποβαθμισμένη ποιότητα εκπαίδευσης, με συρρίκνωση εργασιακών, συνταξιοδοτικών κ.ά. δικαιωμάτων. Εν γένει ο κόσμος που έκτοτε αναδύεται παραπέμπει σε ένα σκοτεινό και μολυσμένο μέλλον ταινιών επιστημονικής φαντασίας του παρελθόντος.
Ο καπιταλισμός της φούσκας που κορυφώνεται κατά την μεταψυχροπολεμική περίοδο, συνεπάγεται ακόμα πλήθος περιορισμών: εμπόδια στη μετακίνηση από και προς κάποιες χώρες, άσκηση λογοκριτικών πρακτικών με διάφορες αφορμές (πιο πρόσφατα τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία) κ.ά. Περιορισμοί που κάποτε ήταν αδιανόητοι ή μάλλον ήταν νοητοί μόνο σε αυταρχικά και δικτατορικά καθεστώτα. Έτσι, ο καπιταλισμός μετά το τέλος της μεταψυχροπολεμικής του περιόδου συνεπάγεται την επιστροφή σε εποχές μακαρθισμού, έντονης εσωτερικής πόλωσης και αναγόρευσης του κομματικού αντιπάλου σε σύμμαχο του εξωτερικού εχθρού αν όχι σε εχθρό μεγαλύτερο από τον εξωτερικό. Συνεπάγεται ακόμα πολιτισμικές, πολιτικές, θρησκευτικές κ.ά. διακρίσεις. Τη θέση της τρομοκρατίας που πήρε τη θέση του κομμουνισμού στη δυτική και ιδιαίτερα στην αμερικανική προπαγάνδα την παίρνει τώρα η ρωσοφοβία και σε λίγο η κινεζοφοβία κ.ά. εξωτερικές φοβίες. Το τελευταίο ήδη έγινε δια στόματος Τραμπ με αφορμή τον κορονοϊό. Ο καπιταλισμός μετά το τέλος της μεταψυχροπολεμικής του περιόδου σημαίνει μεταξύ άλλων την επιστροφή σε ψυχροπολεμικά μοτίβα με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Ο κόσμος που αναδύεται σημαίνει ακόμα την οικοδόμηση τειχών και τον έλεγχο των ροών των αγαθών όπως και ανθρώπων από και προς το εξωτερικό, την αναγόρευση της μετανάστευσης σε μορφή εξωτερικής πολιτικής εχθρικών δυνάμεων. Συνεπάγεται την ένταση της επιτήρησης, και του αστυνομικού κράτους. Με δυο λόγια, ο νέος καπιταλισμός συνεπάγεται στην στρατοπεδοποίηση της δημόσιας ή ακόμα και ιδιωτικής ζωής – τουλάχιστον για κάποιους όπως οι πρόσφυγες και μετανάστες. Ο νέος καπιταλισμός μοιάζει περισσότερο με Άουσβιτς χωρίς κρεματόρια παρά με τις άθλιες γειτονιές του Λονδίνου στο «Παιδί και το χαμίνι» (The Kid). Φτωχή πλέον υλικά αλλά και πολιτιστικά ζωή κι ας μην είναι τόσο εξαθλιωμένη. Ο κόσμος που αναδύεται συνεπάγεται εν συντομία την περιστολή των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, μετά τη συρρίκνωση των κοινωνικών. Κι αυτό δείχνει ότι στο σύγχρονο πλέον κόσμο τα κοινωνικά δικαιώματα είναι προϋπόθεση των πολιτικών και ατομικών.
Ο καπιταλισμός αυτός μοιάζει πολιτικά όλο και πιο πολύ με φασισμό παρά με δημοκρατία, μόνο που πρόκειται για έναν φασισμό με κοστούμι κι όχι πλέον με στολή. Ο καπιταλισμός αυτός θεωρεί ότι η κοινωνία πρέπει να λειτουργεί όχι ως στρατόπεδο, όπως φρονούσε ο παλιός φασισμός, αλλά ως εταιρεία, και πλέον με στρατιωτική αποστολή. Αυτόν τον καπιταλο-φασισμό δεν μπορεί να τον αναχαιτίσει η σοσιαλδημοκρατία, άλλωστε πολλοί απολογητές του από τον σοσιαλ-φιλελευθερισμό προήλθαν. Αντίθετα, η σοσιαλδημοκρατία είναι καταδικασμένη να διολισθαίνει διαρκώς στις θέσεις της ακροδεξιάς μήπως και αποκτήσει ή διατηρήσει την πολιτική ηγεμονία κι έτσι η ακροδεξιά να έχει το κίνητρο να γίνεται ακόμα πιο μαύρη. Αλλά φεύ, κανένα φασιστικό ρεύμα δεν ανακόπηκε από κυβερνήσεις και τα υψηλά επαγγελματικά στρώματα της πολιτικής σφαίρας, ιδιαίτερα τις σοσιαλδημοκρατικές. Το ακριβώς αντίθετο γίνεται, μάλλον τον ενισχύουν, καθώς μετακινούνται και καταλαμβάνουν το χώρο του κέντρου σπρώχνοντας τη δεξιά και τους πολιτικούς και ιδεολογικούς ακολούθους της όλο και πιο δεξιά.
Η κρίση του καπιταλισμού της φούσκας ήταν σημαντικό χτύπημα και στην οικονομική κυριαρχία της μητρόπολης του καπιταλισμού, των ΗΠΑ, αλλά και στα σχέδιά της για παγκόσμια πολιτική κ.ά. ηγεμονία. Η μεταψυχροπολεμική περίοδος ήταν περίοδος μονοκρατορίας των ΗΠΑ, ή άλλως περίοδος υλοποίησης του σχεδίου για τον «Νέο Αμερικανικό Αιώνα», που μετά την ήττα της ΕΣΣΔ έβαλε στο στόχαστρο χώρες που συνεργάστηκαν μαζί της αλλά δεν γονάτισαν, και ταυτόχρονα με αρκετές πλουτοπαραγωγικές πηγές. Χωρίς αυτό, η Αμερική δεν μπορούσε να εξασφαλίσει την ηγεμονία στην πολιτική παγκοσμιοποίηση και κατά προέκταση σε άλλες περιοχές της παγκοσμιοποίησης. Χώρες στις οποίες οι ΗΠΑ εισέβαλαν από τότε περιγράφονται στη «Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας» (NSS) των ΗΠΑ στην έκδοση του 1991 (Ιράκ, Λιβύη), του 2006 (Β. Κορέα, Ιράν, Κούβα, Λευκορωσία, Μπούρμα και Ζιμπάμπουε) και του 2015 (Λιβύη, Συρία), αλλά ομολογήθηκαν λίγο αργότερα και δημόσια από τον Westley Clarck. Υπολείπονται βέβαια ακόμα το Ιράν και η Β. Κορέα – η οποία ενδεχομένως να παρακαμφθεί λόγω της διαθέσιμης Ινδίας από τη μια και των πυρηνικών της Β. Κορέας από την άλλη.
Η κρίση του μεταψυχροπολεμικού καπιταλισμού πέρα από το πλήγμα στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών επέφερε σημαντικό πλήγμα στη μητρόπολή του και τους συμμάχους της και για έναν άλλο λόγο. Επειδή στο περιβάλλον της κρίσης οι αναδυόμενες οικονομικές δυνάμεις, όπως η πλούσια σε υπέδαφος Ρωσία (η οποία ήδη από τα τέλη του ’90 με το δόγμα Primakov, διεκδίκησε το δικό της ιδιαίτερο παγκόσμιο ρόλο), η ανταγωνίστρια και βιομηχανική αποικία της ΕΕ, Κίνα (η οποία παρεμπιπτόντως κρατά στα χέρια της σημαντικό μέρος του εξωτερικού χρέους των ΗΠΑ), η Ινδία κ.ά. διεκδίκησαν διαρκώς μεγαλύτερο μερίδιο στη διανομή των κερδών, αλλά και της παγκόσμιας δύναμης.
Το γεγονός αυτό ώθησε τις ΗΠΑ να βάλουν στο στόχαστρο κατ’ αρχήν τη Ρωσία και την Κίνα με πολλές μεθόδους, αλλά, πολιτικά, κυρίως με την τακτική της περικύκλωσης. Μέσω της επέκτασης του ΝΑΤΟ στην περίπτωση της Ρωσίας, ή δημιουργώντας νέες συμμαχίες στην Ασία, λ.χ. με την Ινδία στην περίπτωση της Κίνας, κάνοντας “στην άκρη” τον παραδοσιακό τους σύμμαχο, το Πακιστάν, με το πρόσχημα της τρομοκρατίας (την οποία εν τω μεταξύ οι ίδιες οι ΗΠΑ είχαν εκθρέψει), το οποίο προσέγγισε τον άλλοτε «διάβολο» τη Ρωσία, ή επιχειρώντας να καταστήσουν δούρειους ίππους το Χονγκ Κονγκ, την Ταιβάν κ.ά. χώρες. Επιπλέον, προκειμένου ο αμερικανικός, αλλά σε ένα βαθμό και ο γερμανικός καπιταλισμός να διατηρήσει τη θέση και τη δύναμή του ξεκίνησε να απορροφά την οικονομική και γεωπολιτική ισχύ των συμμάχων τους, τουλάχιστον αυτούς που επηρεάζουν ή ελέγχουν πολιτικά και πολιτισμικά, όπως την ΕΕ ή κάποια μέλη της. Ο καπιταλισμός μετά τη φούσκα μοιάζει πιο πολύ με την ακρίδα που εξαντλεί τους πόρους όποιας γης επικαθήσει για να μετακινηθεί στην επόμενη. Μοιάζει πιο πολύ με τους Αρειανούς στην ταινία “Mars attacks!” παρά με τον «Χριστόφορο Κολόμβο» ή ακόμα με τους στρατιώτες του «αποτρελαμένου» συνταγματάρχη Kurtz.
Το πρόβλημα είναι ότι ο καπιταλισμός μερικών εκ των αναδυόμενων βιομηχανικών χωρών που προαναφέραμε, ιδιαίτερα οι ολιγάρχες τους, όπως ο «Νονός» αντλούν δύναμη από τη χρήση εξω-οικονομικής ισχύος, λ.χ. από τη διαπλοκή με διεφθαρμένους πολιτικούς, από το οργανωμένο έγκλημα, από τον μικρο-προστατευτισμό, από το ροκάνισμα της δημοκρατίας με τους μηχανισμούς που διαθέτουν στις τρεις εξουσίες κ.ά. σε συνδυασμό με την τεράστια οικονομική τους δύναμη, που την οφείλουν ακριβώς σ’ αυτούς τους εξω-οικονομικούς μηχανισμούς. Μοιάζουν πιο πολύ με φεουδάρχες επί καπιταλισμού παρά με επιχειρηματίες του.
Γι’ αυτό το λόγο επιπλέον, πέρα από τα οικονομικά μεγέθη, οι ΗΠΑ και ιδιαίτερα η ΕΕ είναι ανίσχυρες να τις αντιμετωπίσουν, χωρίς να τους μοιάσουν, αν θέλουν να διατηρήσουν τη δύναμή τους διεθνώς, ή έστω να προσπαθήσουν. Έτσι κι αλλιώς παρόμοιες μεθόδους ακολουθούν λ.χ. οι ΗΠΑ ανά τον κόσμο εδώ και δεκαετίες, κυρίως στο εξωτερικό, από τη Σαουδική Αραβία μέχρι την Ουκρανία και από το Αφγανιστάν μέχρι την Κεντρική Αμερική. Πλέον, αντιμετωπίζουν το δίλημμα να στρέψουν αυτές τις μεθόδους και εναντίον των ίδιων τους των λαών στη Δύση, που δεν μπορεί να συντελεστεί χωρίς το στραγγαλισμό της Δημοκρατίας και την ενίσχυση του φασισμού.
Η πανδημία ήρθε να αποτελειώσει μάλλον δια παντός τον καπιταλισμό της φούσκας, καθώς διέλυσε τη σχέση ανάμεσα στην παραγωγή και την εμπορική της αισχροκέρδεια, αφενός διότι λόγω του τρόπου ζωής στην καραντίνα κατέρρευσε το χτισμένο μεθοδικά για δεκαετίες lifestyle, αλλά και περιορίστηκαν αρκετοί συντελεστές στην πλευρά της ζήτησης, κυρίως όμως στην πλευρά της παραγωγής. Η διοχέτευση κεφαλαιουχικών αποθεμάτων για να αντιμετωπιστεί το ισοζύγιο που έχει μεταξύ άλλων ως συνέπεια τον πληθωρισμό, επιδεινώνει έτι περαιτέρω αυτή την κρίση. Κυρίως όμως καθιστά ακόμα πιο ισχυρές τις νέες βιομηχανικές χώρες, τις οποίες η πολιτικής της πιο φτηνής ενέργειας σε «φιλικές χώρες» της Ρωσίας μετά τις κυρώσεις που της επέβαλε η Δύση, τις καθιστά ακόμα πιο ανταγωνιστικές εσωτερικά και διεθνώς. Πλέον, το σχέδιο για τον «Νέο Αμερικανικό Αιώνα» ναυάγησε οριστικά και δεν αξίζει περισσότερο απ’ όσο το χαρτί στο οποίο γράφτηκε. Ο πόλεμος της Ουκρανίας καθιστά ντε φάκτο τον κόσμο πολύ-πολικό, ό,τι χαρακτηριστικά κι αν πάρει αυτός. ΟΙ ΗΠΑ μάλλον έπεσαν στην παγίδα που έστησαν για να τον διατηρήσουν μονοπολικό.
Συμπερασματικά, ο μεταψυχροπολεμικός δυτικός κόσμος τελειώνει καθώς υφίσταται μια διπλή μεταμόρφωση. Στο εσωτερικό του στρατιωτικοποιείται χωρίς στολή και ο εργαζόμενος πολίτης αρχίζει να ζει τη ζωή του φαντάρου, αλλά εκτός στρατοπέδου. Στο εξωτερικό εισέρχεται σε μακρά φάση στρατιωτικής αντιπαράθεσης με τους οικονομικούς και γεω-πολιτικούς του ανταγωνιστές. Στην πραγματικότητα ΝΑΤΟποιείται γι’ αυτό και απο-ευρωπαϊκοποιείται. Δεν αποκλείεται καθόλου να εμπλακεί άμεσα και η ίδια η Δύση σ’ αυτήν την αντιπαράθεση εκτός από τους μισθοφόρους της – χώρες, οργανισμού ή άτομα. Το σημαντικότερο είναι ότι η μια πτυχή της μεταμόρφωσης είναι προϋπόθεση για την άλλη. Με άλλα λόγια, αν η μια όψη αυτής της μεταμόρφωσης είναι ο Ρωσο-ΝΑΤΟ/Ουκρανικός πόλεμος, η άλλη είναι η επικράτηση της του λαϊκιστικού νεοσυντηρητισμού στην Ουγγαρία, στην Πολωνία, στη Σουηδία, στην Ιταλία, την Ελλάδα και βεβαίως στην ίδια τη Ρωσία, και κανείς ακόμα δεν ξέρει που στο άμεσο μέλλον.