Skip to main content

Περιμένοντας τη «φούσκα» να σκάσει

Από την έντυπη έκδοση

Της Έφης Τριήρη
[email protected]

Δεν είναι μόνο οι φθηνές πιστώσεις που έχουν πυροδοτήσει «φούσκες» στην αγορά στέγης της Ευρωζώνης. Η Ευρωζώνη φιλοξενεί μερικές από τις πιο «καυτές» αγορές ακινήτων στον κόσμο, από πλευράς αύξησης τιμών. Τα φθηνά επιτόκια, το Brexit, η μείωση της ανεργίας, αλλά και οι εταιρείες διαχείρισης ακινήτων και βραχυχρόνιας μίσθωσης, όπως Airbnb, έφεραν νέο χρήμα στις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις. Άμστερνταμ, Βερολίνο και Δουβλίνο έχουν «δει» τις τιμές στέγης να αυξάνονται 39%, 38% και 22% αντίστοιχα από τον Ιούνιο του 2016, σύμφωνα με την Knight Frank. Λαμβάνοντας, δε, υπόψη το γεγονός ότι ο ρυθμός αύξησης των μισθών στην Ευρωζώνη είναι μονοψήφιος, οι αυξήσεις αυτές φαίνονται εξωφρενικές.

Η UBS κατέταξε πρόσφατα το Παρίσι ως την πιο ακριβή πόλη στον κόσμο, στην ίδια θέση με το Χονγκ Κονγκ, εκτιμώντας ότι ένας εξειδικευμένος εργαζόμενος θα πρέπει να εργαστεί 15 χρόνια για να αγοράσει διαμέρισμα 60 τ.μ. στο κέντρο της πόλης. Οι τιμές στέγης στις καλύτερες περιοχές του Παρισιού αυξήθηκαν πέρυσι πάνω από 6%, με αντίστοιχη άνοδο να αναμένεται και φέτος, σύμφωνα με τη Savills. Οι τιμές ακινήτων στο Παρίσι έχουν υπερδιπλασιαστεί στη 15ετία, ενώ η μέση τιμή ανά τ.μ. έχει αυξηθεί 19% από το 2016, σύμφωνα με τη Century 21.

Το ίδιο όμως συμβαίνει και στο Λονδίνο: την περίοδο 2010 – 2018 η τιμή της μέσης κατοικίας εκτοξεύθηκε 72%, σύμφωνα με κυβερνητικά στοιχεία, τη στιγμή που το ποσοστό των ατόμων που δεν διέθεταν κατοικία αυξήθηκε περισσότερο από 200%. Και εδώ γεννάται το εξής ερώτημα; Τι κάνουν οι πολιτικοί για την κατάσταση; Λίγο πριν σκάσει η περίφημη «φούσκα» ακινήτων στην ισπανική αγορά, που έφθασε στο απόγειό της το 2012 με πακέτο χορήγησης δανείων από την Ε.Ε., οι πολιτικοί καθησύχαζαν ότι η κατάσταση τελούσε υπό έλεγχο. Οι ψηφοφόροι δικαίως εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους απέναντι στους πολιτικούς, οι οποίοι εμφανίζονται απρόθυμοι να σταματήσουν το «πάρτι» απότομα. Δεσμεύσεις, του τύπου αύξηση της προσφοράς κατοικιών, δεν κατάφεραν να ανταποκριθούν στις πραγματικές ανάγκες της ζήτησης, με κερδισμένες τις «τσέπες» των μεγαλοκατασκευαστών.

Είδαμε το «πάγωμα» των ενοικίων σε Γερμανία και Ιρλανδία, ενώ εάν κρίνουμε από την εμπειρία του Παρισιού στον έλεγχο των ενοικίων, δεν είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα στη μείωση τιμών. Η τιθάσευση της «φούσκας» είναι πιο εύκολο να λέγεται παρά να αντιμετωπίζεται. Η αύξηση της προσφοράς μέσω νέων κατασκευών και η μείωση της ζήτησης μέσω περιορισμών στις πιστώσεις, ρυθμιστικού πλαισίου και φορολογικής πολιτικής έχει αναμφισβήτητα πολιτικό κόστος. Άμεσα, όμως, οι πολιτικοί θα πρέπει να μεριμνήσουν και για τον μη προνομιούχο πολίτη.