Skip to main content

Επιστρέφει ο αδύναμος κρίκος της οικονομίας

Από την έντυπη έκδοση

Του Δημήτρη Τζάνα

Τον Ιούλιο 2007 η Τράπεζα Πειραιώς αποφάσιζε τη διενέργεια μεγάλης αύξησης στο μετοχικό της κεφάλαιο. Ήταν ύψους 1,35 δισ. ευρώ, υπέρ των παλαιών μετόχων με αναλογία 1 νέα μετοχή προς 4 παλαιές, με τιμή διάθεσης 20 ευρώ ανά μετοχή. Λίγες μέρες αργότερα, η διοίκησή της παρουσίαζε προς τους αναλυτές τις ευοίωνες προοπτικές της τράπεζας για τα επόμενα έτη. Μεταξύ άλλων, εκτιμούσε ότι θα επιτευχθεί σημαντική αύξηση των χορηγήσεων τόσο στην Ελλάδα όσο και στις χώρες όπου τότε είχε επεκταθεί ο όμιλος, στα Βαλκάνια και στην Αίγυπτο. Με τη σύγκριση των σχέσεων των χορηγήσεων του ελληνικού τραπεζικού συστήματος ως προς το ΑΕΠ σε όλες τις κατηγορίες (επιχειρηματικά δάνεια, δάνεια προς νοικοκυριά, στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια) να υπολείπονται ακόμη σε σύγκριση με τους αντίστοιχους δείκτες στην Ευρωζώνη.

Ο ελληνικός τραπεζικός τομέας ήταν λιγότερο ανεπτυγμένος σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης και θα συνέκλινε προς αυτές. Η αύξηση ολοκληρώθηκε επιτυχώς, καθώς η επενδυτική κοινότητα στο σύνολό της συνομολογούσε για τις ευοίωνες αναπτυξιακές προοπτικές της τράπεζας, θεωρώντας ότι αυτές θα αποτυπωθούν τελικά σε αύξηση της κερδοφορίας της και της τιμής της μετοχής στο χρηματιστήριο.

Οι εξελίξεις που ακολούθησαν στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα διέψευσαν την αισιοδοξία που έως το 2009 επικρατούσε για το μέλλον του. Την επόμενη δεκαετία η χρηματοοικονομική κρίση και η πολυετής ύφεση που ακολούθησε είχαν ως αποτέλεσμα τη δραματική απομείωση της αξίας του ενεργητικού των τραπεζών με την κατάρρευση της αξίας των ελληνικών ομολόγων και την εκτόξευση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα οδηγήθηκε σε συγκέντρωση με τη διαμόρφωση του αριθμού των συστημικών τραπεζών σε τέσσερις. Ακολούθησαν οι ανακεφαλαιοποιήσεις του: η πρώτη έγινε το 2013 και ήταν ύψους 28,5 δισ., με τα 3 δισ. να καλύπτονται από ιδιώτες. Η δεύτερη, ύψους 8,3 δισ., έγινε το 2014, με παραίτηση των παλαιών μετόχων και είσοδο νέων ιδιωτών επενδυτών. Ακολούθησε άλλη μία, το 2015, σε συνέχεια των τότε δυσμενών μακροοικονομικών εξελίξεων και ήταν ύψους 10,7 δισ. ευρώ, με τα 5,3 δισ. ευρώ να καλύπτονται πάλι από ιδιώτες. Στη συνέχεια σημειώθηκε μια μακρόσυρτη περίοδος κατά την οποία το τραπεζικό σύστημα βρέθηκε υπό ομηρία, με δεδομένη την αδυναμία του να δρομολογήσει την εξυγίανση του ενεργητικού του από τα παλιά ΜΕΔ.

Την τελευταία διετία όμως, με τη συμβολή των τιτλοποιήσεων η διαδικασία επιταχύνθηκε, αφού οι εποπτικές αρχές και η Κομισιόν ενέκριναν τις αναγκαίες κρατικές εγγυήσεις. Κατά το τρέχον έτος δρομολογήθηκαν δύο ακόμη ΑΜΚ ύψους 1,38 δισ. ευρώ για την Τράπεζα Πειραιώς και 800 εκατ. ευρώ για την Alpha Bank με την είσοδο νέων ιδιωτών επενδυτών, ώστε να επιταχυνθεί η μείωση του ποσοστού των ΜΕΔ στο σύνολο των δανείων κάτω από 10%. Η Eurobank, μέσω της απορρόφησης του τομέα ακινήτων, είχε ήδη δρομολογήσει την ίδια πολιτική, ενώ η Εθνική Τράπεζα, παρά την υψηλή συμμετοχή του αναβαλλόμενου φόρου στα ίδια κεφάλαιά της, δηλώνει επισήμως ότι δεν θα απαιτηθεί νέα ΑΜΚ στο εγγύς μέλλον κατά τη διαδικασία μείωσης των δικών της κόκκινων δανείων.

Έτσι, έχοντας εξυγιάνει τα χαρτοφυλάκιά τους από τα ΜΕΔ του παρελθόντος και προσδοκώντας ότι η πανδημία θα φέρει ελεγχόμενο ύψος νέων, οι τράπεζες θα δρομολογήσουν από το 2022 «άλλους» ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης. Με δεδομένη όμως τη δραστική αλλαγή της τραπεζικής κουλτούρας όλα πλέον είναι διαφορετικά. Αν μέχρι το 2010 οι Διευθύνσεις Πιστοδοτήσεων και Λιανικής Τραπεζικής διαμόρφωναν τους στόχους της τράπεζας, τώρα είναι οι Διευθύνσεις Εσωτερικού Ελέγχου, Διαχείρισης Κινδύνων, Κανονιστικής Συμμόρφωσης και Εταιρικής Διακυβέρνησης που έχουν αυξημένο ειδικό βάρος στη διαμόρφωση της στρατηγικής λόγω του αυστηρού πλαισίου εποπτείας από τις ευρωπαϊκές και τις ελληνικές αρχές. Την ίδια ώρα, οι δραστικές τεχνολογικές αλλαγές που συντελούνται διεθνώς στο χρηματοπιστωτικό σύστημα (digital banking κοκ) έχουν αναβαθμίσει τη Διεύθυνση Εταιρικού Μετασχηματισμού στο οργανόγραμμα.

Με τα δεδομένα αυτά, η πιστωτική επέκταση που αναμένεται για τα επόμενα έτη θα είναι προσεκτικά προσδιορισμένη. Ήδη, η Eurobank αναγγέλλει στόχο νέων εκταμιεύσεων ύψους 5,5 δισ. ευρώ για την τριετία 2022- 2024, διαμορφώνοντας το συνολικό ύψος χορηγήσεων από τα 41 δισ. ευρώ στα 46,5 δισ. ευρώ (μέση ετήσια αύξηση 4%-4,5%). Σύντομα αναμένονται οι σχετικές αναγγελίες και από τις άλλες συστημικές τράπεζες. Ταυτόχρονα, προκύπτει ο προβληματισμός για τη δυνατότητα επίτευξης των υψηλών αναπτυξιακών στόχων που έχουν τεθεί για τα επόμενα έτη, σε συνάφεια με την ανάγκη μόχλευσης των ευρωπαϊκών κονδυλίων (δάνεια Ταμείου Ανάκαμψης ύψους 13 δισ., πόροι 26 δισ. από το ΕΣΠΑ 2021-2027) που έχουν σχεδιαστεί. Το τραπεζικό σύστημα με την παρούσα μορφή είναι ιδιαίτερα συντηρητικό και απρόθυμο να αναλάβει αυξημένους κινδύνους, περιοριζόμενο στη χρηματοδότηση μόνο αξιόχρεων επιχειρήσεων.

Στα πλαίσια αυτά, τα χρηματοδοτικά αιτήματα της συντριπτικής πλειονότητας των περίπου 700 χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων, με τις περισσότερες να απασχολούν μέχρι 10 άτομα, δύσκολα θα ικανοποιηθούν. Ζητείται λοιπόν άμεσα η εξεύρεση ευρηματικών τρόπων πέραν των συνήθων κρατικών εγγυήσεων, ώστε να μπορούν να ικανοποιούνται είτε από τις τράπεζες είτε από άλλους φορείς τα αιτήματα μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων με αξιόπιστο business plan και ελπιδοφόρα προοπτική, αλλά που αδυνατούν να προσφέρουν επαρκείς εξασφαλίσεις. [SID:14799896]

* Ο κ. Δημήτρης Τζάνας είναι οικονομολόγος