Από την έντυπη έκδοση
Tου Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Η ξαιρετικά σημαντική η μελέτη του ΙΟΒΕ (που στήριξε η πρωτοβουλία «Ελληνική Παραγωγή – Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη») με αντικείμενο μια θεματική που συχνά προσεγγίζεται τα τελευταία χρόνια – όχι δε μόνον στην Ελλάδα μετά τη βύθιση της κρίσης, αλλά και στην Ευρωπαϊκή Ένωση: την ανάγκη «παρεμβάσεων με ισχυρό αναπτυξιακό αποτύπωμα», ώστε η μεταποιητική βιομηχανία να ξαναβρεθεί στο προσκήνιο. Στην πράξη, όχι στις προθέσεις/στους σχεδιασμούς/στα λόγια.
Ήδη το ΙΟΒΕ, με τη στήριξη της «Ελληνικής Παραγωγής» είχε καταθέσει το μεν 2017 μια μελέτη που έδειχνε την πολλαπλασιαστική συνεισφορά της μεταποίησης στην οικονομία, ενώ πέρυσι με μια άλλη μελέτη (που μιλούσε για «Στρατηγικές παρεμβάσεις») ουσιαστικά είχε σταθεί στα κρίσιμα εμπόδια που συνεχίζει να αντιμετωπίζει η μεταποίηση.
Όμως η τωρινή μελέτη ΙΟΒΕ / «Ελληνικής Παραγωγής», που τιτλοφορείται «Στρατηγικές Παρεμβάσεις για την ανάπτυξη της Βιομηχανίας: Ανάλυση Επιδράσεων και Πολιτικών», παίρνοντας υπόψη μερικά βασικά στοιχεία της εποχής – σε υψηλό 10ετίας το οικονομικό κλίμα, σε καταβύθιση οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων (κι ας υπήρξε μια ελαφρά ανακοπή της αισιοδοξίας σε αμφότερα τα πεδία), αλλά και προβληματικά χαμηλό το επίπεδο των επενδύσεων με εμμονή της ανεργίας – «βλέπει» τη μεταποίηση να μένει το 2017 σε μόλις 9,4% του ΑΕΠ, έναντι 14,7% της Ε.Ε., σε μια από τις χαμηλότερες θέσεις της Ευρώπης.
Γι’ αυτόν τον λόγο προχωρεί σε ανάλυση 5 θεσμικών παρεμβάσεων, που θα μπορούσαν να γίνουν για τη στήριξη της ελληνικής βιομηχανίας, με ποσοτική αποτίμηση του αντικτύπου καθεμιάς απ’ αυτές. Εδώ βρίσκεται η ιδιαιτερότητα αυτής της μελέτης: ζυγιάζει τι κοστίζει και τι αποδίδει κάθε βασική πρόταση πολιτικής. Έχει πρόσθετο ενδιαφέρον το ότι, ενώ η πλήρης μελέτη θα είναι έτοιμη στις αρχές του ερχόμενου χρόνου, τα βασικά πορίσματά της παρουσιάστηκαν τώρα – με την αίσθηση ότι ακριβώς τώρα γίνονται οι βασικές επιλογές πολιτικής…
Τα μέτρα/θεσμικές παρεμβάσεις που εξέτασε διεξοδικά το ΙΟΒΕ είναι (α) η εφαρμογή ταχύτερων αποσβέσεων, (β) η μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας, (γ) η μείωση του κόστους της ενέργειας, (δ) η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων και (ε) η ενίσχυση της χρηματοδότησης επενδύσεων στη μεταποίηση (λέγε με ΕΣΠΑ). Δύο ερωτήσεις, για μας, συνόψισαν την πολιτική διάσταση αυτής της δουλειάς: Η πρώτη ήταν αν η σημερινή κυβέρνηση έχει παραλάβει τις σκέψεις/αναζητήσεις/προτάσεις της μεταποιητικής βιομηχανίας.
Εδώ, η απάντηση ήταν ότι η μελέτη «Στρατηγικές Παρεμβάσεις κ.λπ.» τώρα μόλις παρουσιάζεται. Πολιτικότερα, ο Μιχάλης Στασινόπουλος/ΒΙΟΧΑΛΚΟ-«Ελληνική Παραγωγή» συμπλήρωσε ότι η σημερινή κυβέρνηση έχει λίγους μήνες με την ευθύνη των πραγμάτων, οπότε συνολικά έχει την τάση να ακούει. προσέθεσε όμως, με μια γεύση πρακτικής σοφίας, ότι τώρα γενικότερα στήνεται η προοπτική του αύριο, καθώς έχει βγει πλέον η Ελλάδα από την εποχή των Μνημονίων.
Η δεύτερη ερώτηση ήταν, αν δινόταν η δυνατότητα στη μεταποιητική βιομηχανία να διαλέξει/να προτάξει ποια ή ποιες από τις θεσμικές παρεμβάσεις που αναλύθηκαν θα προτιμούσε: εδώ την απάντηση έδωσε με πολιτικά ευαίσθητη τεχνοκρατικότητα ο Νίκος Βέττας/ΙΟΒΕ. Σημείωσε ότι δυο από τις παρεμβάσεις, η μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας και η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων, έχουν ούτως ή άλλως οριζόντια λειτουργία – θα ίσχυαν για όλες τις επιχειρήσεις.
Μάλιστα η δεύτερη (η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων) έχει ήδη προκριθεί και προχωρά για το 2020. Έτσι, μένουν να προτάσσονται η εφαρμογή ταχύτερων αποσβέσεων και η μείωση του κόστους ενέργειας – η ενίσχυση μέσω ΠΔΕ/ΕΣΠΑ των επενδύσεων, όταν το μερίδιο της βιομηχανίας έχει πάει από 32,6% το 2010 σε 8,8% σήμερα, δεν αφήνει ιδιαίτερα περιθώρια αισιοδοξίας.
Μένοντας στην προσέγγιση των ταχύτερων αποσβέσεων, που «εχθρό» έχουν το ότι σημαίνουν αρχική απώλεια φορολογικών εσόδων (που όμως αντισταθμίζονται στη συνέχεια), το ΙΟΒΕ μιλά για πρόσθετες νέες επενδύσεις της τάξεως των 500 εκατ. ευρώ, με ενίσχυση του ΑΕΠ κατά 840 εκατ. (με πρόσθετες 20.200 θέσεις εργασίας) και δημοσιονομικό όφελος 222 εκατ. ευρώ. Στο μέτωπο του κόστους ενέργειας, το ΙΟΒΕ θεωρεί μια κατά 10% μείωση στους κλάδους υψηλής ενεργειακής έντασης θα κόστιζε 115 εκατ. ευρώ. Όμως η βελτίωση ανταγωνιστικότητας θα αύξανε το ΑΕΠ κατά 600 εκατ. με 12.000 θέσεις εργασίας και θα έφερνε σε φόρους-εισφορές 140 εκατ. ευρώ.
Τι θα επιλέξει/κατορθώσει η μεταποιητική βιομηχανία να διεκδικήσει; Κριτήριο δικό της -και της κυβέρνησης, που θα το αντιμετωπίσει- η συγγραμμικότητα. Δηλαδή το τι ισχύει στις ανταγωνιστικές χώρες. Συν μια κάποια λογική, αν μη σοφία, στη στάθμιση των επιλογών. Να το δούμε.
Έχει πρόσθετο ενδιαφέρον το ότι, ενώ η πλήρης μελέτη θα είναι έτοιμη στις αρχές του ερχόμενου χρόνου, τα βασικά πορίσματά της παρουσιάστηκαν τώρα – με την αίσθηση ότι ακριβώς τώρα γίνονται οι βασικές επιλογές πολιτικής…