Από την έντυπη έκδοση
Του Γεωργίου Στ. Αληφαντή*
Πολλές φορές οι ανώνυμες εταιρείες προβαίνουν σε αύξηση με μετρητά του μετοχικού κεφαλαίου τους το οποίο καλύπτεται είτε από παλαιούς είτε από νέους μετόχους, όπου οι εταιρείες προβαίνουν σε έκδοση νέων μετοχών, για την απόκτηση των οποίων οι μέτοχοι καταβάλλουν αντίτιμο μεγαλύτερο από την ονομαστική αξία των μετοχών. Στην περίπτωση των νέων μετόχων, ο λόγος για τον οποίο οι μέτοχοι καταβάλλουν μεγαλύτερο τίμημα από την ονομαστική αξία της μετοχής είναι για να επέλθει εξίσωση των δικαιωμάτων στην υπεραξία της επιχείρησης των νέων μετόχων προς τα δικαιώματα των παλαιών (ΝΣΚ 824/1986) Η διαφορά αυτή, η οποία ονομάζεται «Διαφορά από έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο», καταβάλλεται από τους νέους μετόχους και όπως αναφέρει ο αείμνηστος Ν. Τότσης αποτελεί το λεγόμενο «κέρδος εκδόσεως (Φορολογία Εισοδήματος Ν. και Χ. Τότση, Πάμισος 1975, σελ. 372). Το Εθνικό Συμβούλιο Λογιστικής, όπως αναφέρουμε και στη συνέχεια, τη διαφορά από έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο δεν τη χαρακτηρίζει κέρδος, αλλά συμπληρωματικό κεφάλαιο, που αντιπροσωπεύει συμπληρωματική εισφορά των μετόχων.
Διαφορά από έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο είναι η διαφορά μεταξύ της ονομαστικής αξίας μιας μετοχής και της μεγαλύτερης τιμής έκδοσής της. Στην περίπτωση αυτή αναφέρεται ότι η τιμή έκδοσης της μετοχής είναι υπέρ το άρτιο. Η διαφορά αυτή εμφανίζεται σε ιδιαίτερο λογαριασμό της καθαρής θέσης της ανώνυμης εταιρείας στο σκέλος του παθητικού του ισολογισμού.
1. Ονομαστική αξία μετοχής
Όταν στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, οι μέτοχοι καταβάλλουν μόνο την ονομαστική αξία της μετοχής, η αύξηση αυτή χαρακτηρίζεται ως «αύξηση κεφαλαίου με τιμή έκδοση μετοχής στο άρτιο». Ονομαστική αξία είναι η αξία η αναγραφόμενη επί του τίτλου της μετοχής και βάσει του οποίου υπολογίζεται η πρόσοδος ή το διανεμόμενο μέρισμα. Η ονομαστική αξία κάθε μετοχής δεν μπορεί να οριστεί σε ποσό κατώτερο των τεσσάρων λεπτών του ευρώ (0,04 ευρώ) ούτε ανώτερο των εκατό (100) ευρώ. Η ονομαστική αξία των μετοχών πρέπει να είναι η ίδια για όλες τις μετοχές. Κατ’ εξαίρεση, μετοχές που ανήκουν σε μια σειρά ή κατηγορία μπορούν να έχουν διαφορετική ονομαστική αξία από τις άλλες. Απαγορεύεται η έκδοση μετοχών σε τιμή κατώτερη του αρτίου (άρθρο 35, παρ. 1 και 2, Ν. 4548/2018).
2. Εσωτερική ή πραγματική αξία μετοχής – Διαφορά από την τρέχουσα ή αγοραία αξία
Πέρα από την ονομαστική αξία της μετοχής, που αποτελεί τμήμα του μετοχικού κεφαλαίου, υφίσταται και η εσωτερική αξία ή πραγματική αξία αυτής που προσδιορίζεται με βάση την (πραγματική) αξία της εταιρικής περιουσίας σε ορισμένη χρονική στιγμή, αντικατοπτρίζεται δε ως τμήμα της τελευταίας. Η εσωτερική αξία μπορεί να είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη από την ονομαστική αξία για τον ίδιο λόγο, για τον οποίο η εταιρική περιουσία μπορεί να είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη από το μετοχικό κεφάλαιο. Η εσωτερική αξία δεν συμπίπτει πάντα με την τρέχουσα ή αγοραία αξία, δηλαδή με αυτήν που διαμορφώνεται στην αγορά, διότι η διαμόρφωση της τρέχουσας αξίας εξαρτάται και από άλλους εξωγενείς παράγοντες. (βλ. Ν. Ρόκα, Εμπορικές Εταιρίες, 7η έκδοση, σελ. 385-386, ΝΣΚ 80/2013).
3. Είσοδος νέων μετόχων στην ανώνυμη εταιρεία
Στην περίπτωση αύξησης μετοχικού κεφαλαίου την οποία καλύπτουν νέοι μέτοχοι, εκδίδονται νέες μετοχές όπου οι νέοι μέτοχοι για την απόκτησή τους καταβάλλουν ποσό μεγαλύτερο από την ονομαστική αξία των παλαιών μετοχών ώστε να υπάρξει εξίσωση των δικαιωμάτων στην υπεραξία της επιχείρησης των νέων μετόχων με εκείνα των παλαιών μετόχων (Ερμηνεία Φορολογίας Εισοδήματος Φυσικών και Νομικών Προσώπων, Τόμος Δ, Χ. Τότσης, Πάμισος 2008, σελ. 151, και ΝΣΚ 824/1986).
4. Παράδειγμα
Η ανώνυμη εταιρεία Α, της οποίας το 100% των μετοχών το κατέχει η Α1 ομάδα μετόχων, την 31η.12.2017 συνέταξε τον εξής ισολογισμό: ενεργητικό 700.000 ευρώ και παθητικό 700.000 ευρώ το οποίο αναλύεται: μετοχικό κεφάλαιο 50.000 ευρώ, αποθεματικά 340.000 ευρώ και υποχρεώσεις σε τρίτους 310.000 ευρώ. Τη 10η.4.2018 η γενική συνέλευση των μετόχων της ανώνυμης εταιρείας Α αποφάσισε αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με καταβολή μετρητών από τους μετόχους κατά το ποσό 50.000 ευρώ. Εάν υποθέσουμε ότι την αύξηση αυτή δεν μπόρεσαν να την καλύψουν οι παλαιοί μέτοχοι Α1, αλλά τελικά την κάλυψαν οι νέοι μέτοχοι Α2, οπότε, μετά την αύξηση το νέο μ/κ είναι 100.000 ευρώ τις μετοχές του οποίου κατά 50% κατέχουν οι παλαιοί μέτοχοι Α1 και κατά 50% οι νέοι μέτοχοι Α2. Σε μεταγενέστερη γ.σ. οι μέτοχοι αποφάσισαν να κεφαλαιοποιήσουν τα σχηματισθέντα μέχρι 31.12.2017 αποθεματικά 340.000 ευρώ κατανέμοντας τις μετοχές, οι οποίες προέκυψαν λόγω της αύξησης με κεφαλαιοποίηση αποθεματικών: 50% των μετοχών της αύξησης αξίας 170.000 ευρώ στους παλαιούς μετόχους Α1 και το υπόλοιπο 50% των μετοχών της αύξησης αξίας 170.000 ευρώ στους νέους μετόχους Α2. Από την κατανομή αυτή των μετοχών της αύξησης, οι νέοι μέτοχοι είναι ωφελημένοι σε βάρος των παλαιών αφού κατέβαλαν λόγω της αρχικής αύξησης μ/κ 50.000 ευρώ και, στη συνέχεια, λόγω της μεταγενέστερης κεφαλαιοποίησης αποθεματικών, έλαβαν μετοχές αξίας 170.000 ευρώ. Το ορθό στην περίπτωση αυτή είναι ότι την 10η.4.2018 όπου αποφασίστηκε η αμκ με καταβολή μετρητών από τους νέους μετόχους Α2, αυτοί έπρεπε να καταβάλουν: 50.000 ευρώ για την αμκ και 340.000 ευρώ τουλάχιστον για τα αποθεματικά τα οποία σχηματίστηκαν μέχρι την ημέρα της αύξησης και τα οποία δικαιούντο οι παλαιοί μέτοχοι Α1, ήτοι οι νέοι μέτοχοι Α2 να καταβάλουν συνολικά 390.000 ευρώ τουλάχιστον, ποσό το οποίο αποτελεί και την τιμή έκδοσης των μετοχών, ενώ η ονομαστική αξία των ίδιων μετοχών είναι 50.000 ευρώ. Ως εκ τούτου, ο ισολογισμός τη 10η.4.2018 μετά την αύξηση κατά το ποσό 390.000 ευρώ είναι ο εξής: ενεργητικό 1.090.000 ευρώ και παθητικό 1.090.000 ευρώ, το οποίο αναλύεται: μετοχικό κεφάλαιο 100.000 ευρώ, αποθεματικά 340.000 ευρώ, διαφορά υπέρ το άρτιο 340.000 ευρώ και υποχρεώσεις σε τρίτους 310.000 ευρώ. Οποιαδήποτε κεφαλαιοποίηση πραγματοποιηθεί μετά την ανωτέρω αύξηση είτε του αποθεματικού είτε της διαφοράς υπέρ το άρτιο το σύνολο των μετοχών, οι οποίες θα εκδοθούν λόγω της αμκ, θα το λάβουν όλοι οι μέτοχοι (Α1 και Α2) της εταιρείας με αποτέλεσμα καμιά ομάδα μετόχων να μην είναι ωφελημένη σε βάρος της άλλης.
5. Νομική φύση της διαφοράς από έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο
Για τη νομική αυτή φύση και τον χαρακτήρα του περιουσιακού αυτού στοιχείου (της διαφοράς από έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο), το οποίο απεικονίζεται στο σκέλος του παθητικού στην καθαρή θέση των επιχειρήσεων, δεν υπάρχει ομοφωνία. Ορισμένοι χαρακτηρίζουν τη διαφορά αυτή ως αποθεματικό και μάλιστα νόμιμο. Άλλοι, όμως, αναφέρουν ότι η διαφορά αυτή εξομοιώνεται με μετοχικό κεφάλαιο και κάνουν διαχωρισμό αυτής από το αποθεματικό. Κατά τη γνώμη του Εθνικού Συμβουλίου Λογιστικής, η διαφορά που προκύπτει από την έκδοση μετοχών σε τιμή μεγαλύτερη της ονομαστικής τους αξίας, ως προερχόμενη από καταβολές των μετόχων, δεν θεωρείται αποθεματικό, αλλά συμπληρωματικό κεφάλαιο που αντιπροσωπεύει συμπληρωματική εισφορά των μετόχων (ΕΣΥΛ γνωμ. 215/2169/1994).
Επίσης, η φορολογία εισοδήματος χαρακτηρίζει τη διαφορά υπέρ το άρτιο ως συμπληρωματικό ή καταβεβλημένο κεφάλαιο (άρθρο 57, Ν. 4172/2013, υπ. Οικονομικών 1059/2015).
6. Σκοπός της διαφοράς υπέρ το άρτιο
Ο σκοπός της διαφοράς υπέρ το άρτιο είναι η χρηματοδότηση από τους μετόχους του ενεργητικού της ανώνυμης εταιρείας. Για το λόγο αυτόν, ο Ν. 4548/2018 (άρθρο 35, παρ. 3) αναφέρει ότι η διαφορά που προκύπτει από την έκδοση μετοχών σε τιμή ανώτερη του αρτίου δεν μπορεί να διατεθεί για πληρωμή μερισμάτων ή ποσοστών, μπορεί όμως να κεφαλαιοποιηθεί. Τα ίδια ανέφερε και ο ισχύων μέχρι 31.12.2018 κωδ. Ν. 2190/1920 (άρθρο 14, παρ. 3). Επομένως, η διαφορά υπέρ το άρτιο δεν μπορεί να διανεμηθεί στους μετόχους υπό μορφή μερισμάτων ή στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου υπό μορφή ποσοστών. Επίσης, δεν επιτρέπεται να διατεθεί για σχηματισμό κάποιου αποθεματικού (να μετονομαστεί σε αποθεματικό) γιατί, έτσι, ανοίγει ο δρόμος για καταστρατήγηση της απαγορευτικής διάταξης (πραγματοποίηση μελλοντικής διανομής με τη μορφή διανομής αποθεματικού κλπ, ΝΣΚ γνωμάτευση 43/2012).
7. Μερική καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου
Επίσης, σε περίπτωση μερικής καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου εάν προβλέπεται έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, η υπέρ το άρτιο διαφορά δεν ακολουθεί την τυχόν τμηματική καταβολή, αλλά καταβάλλεται ολόκληρη εφάπαξ κατά την καταβολή της πρώτης δόσης του κεφαλαίου (άρθρο 21, παρ. 2, περ. β, δεύτερο εδάφιο, Ν. 4548/2018) όπως ανέφερε και ο ισχύων μέχρι 31.12.2018 κωδ. Ν. 2190/1920 στο άρθρο 12 παρ. 2, περ. β, δεύτερο εδάφιο).
8. Κάλυψη ζημιών με το ποσό της διαφοράς από έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο
Έχει αναφερθεί, επίσης, ότι σκοπός της διαφοράς υπέρ το άρτιο είναι, εκτός από τη χρηματοδότηση από τους μετόχους του ενεργητικού, και η κάλυψη ζημιών της ανώνυμης εταιρείας και ειδικότερα ότι μπορεί να διατεθεί (και συνεπώς μειωθεί ή εξαλειφθεί) για την κάλυψη ζημιών, αφού όμως προηγουμένως διατεθούν για το σκοπό αυτό (και δεν επαρκέσουν) κατά σειρά τα κέρδη, τα ελεύθερα αποθεματικά και τα νόμιμα αποθεματικά. Υποστηρίζεται, όμως, και η άποψη ότι η ζητούμενη διαφορά που εξομοιώνεται πλήρως με μετοχικό κεφάλαιο και ο λογαριασμός της είναι συμπληρωματικός λογαριασμός μετοχικού κεφαλαίου δεν μπορεί να διατεθεί ούτε για κάλυψη ζημιών ούτε για σχηματισμό άλλων αποθεματικών (γνωμοδότηση 824/1986, ΝΣΚ). Η χρησιμοποίηση της διαφοράς από έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο για κάλυψη ζημιών αποτελεί έμμεση διανομή και ως εκ τούτου απαγορεύεται (γνωμοδότηση 43/2012, ΝΣΚ).
9. Κεφαλαιοποίηση της διαφοράς υπέρ το άρτιο
Η διαφορά υπέρ το άρτιο μπορεί να κεφαλαιοποιηθεί (άρθρο 35, παρ. 3, Ν. 4548/2018). Η διαφορά υπέρ το άρτιο θα κεφαλαιοποιηθεί όταν το διοικητικό συμβούλιο κρίνει ότι πρέπει να κεφαλαιοποιήσει τη διαφορά υπέρ το άρτιο και υποβάλει σχετική πρόταση στη γενική συνέλευση των μετόχων, η οποία με τις διατάξεις περί απλής απαρτίας και πλειοψηφίας θα προβεί στην κεφαλαιοποίησή της (άρθρο 130, Ν. 4548/2018). Στην περίπτωση της κεφαλαιοποίησης της διαφοράς χορηγούνται σε όλους τους μετόχους, δηλαδή και σε αυτούς οι οποίοι κατέβαλαν τη διαφορά υπέρ το άρτιο, μετοχές στις οποίες είναι ενσωματωμένα τα δικαιώματα ψήφου και τα λοιπά ενσωματωμένα στις μετοχές πρόσθετα δικαιώματα (πέραν αυτών που αντιστοιχούν στην ονομαστική αξία της εισφοράς τους), (ΣτΕ 3015/2009 και 1774/2018).
10. Φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίου
Στην περίπτωση έκδοσης μετοχών υπέρ το άρτιο ο φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίου, ο οποίος αναλογεί στη διαφορά αυτή, θα καταβληθεί στο Δημόσιο κατά τον χρόνο της κεφαλαιοποίησης της διαφοράς αυτής όπου σε όλους τους μετόχους, δηλαδή και σε αυτούς οι οποίοι κατέβαλαν τη διαφορά από έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, χορηγούνται μετοχές στις οποίες είναι ενσωματωμένα τα ανωτέρω δικαιώματα ψήφου και τα λοιπά ενσωματωμένα στις μετοχές πρόσθετα δικαιώματα (ΣτΕ 3015/2009 και 1774/2018).
Το Συμβούλιο της Επικρατείας με τις άνω αποφάσεις έκρινε ότι «στην περίπτωση έκδοσης μετοχών υπέρ το άρτιο, η καταβολή της διαφοράς μεταξύ της τιμής διάθεσης της μετοχής και της ονομαστικής αξίας αυτής, αποτελούσα εισφορά που αυξάνει το ενεργητικό της εταιρείας, δεν υπάγεται σε φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίου κατά την περ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 18 του ν. 1676/1986, αφού, κατά τον χρόνο της καταβολής, ο εισφέρων, από την εισφορά αυτή (για την οποία δεν του χορηγούνται μετοχές), δεν αποκτά δικαιώματα ψήφου κ.λπ., δηλαδή δεν αποκτά οποιοδήποτε πρόσθετο δικαίωμα (πέραν αυτών) που αντιστοιχούν στην ονομαστική αξία της εισφοράς του) σε σχέση με άλλους μετόχους που δεν έχουν εισφέρει κεφάλαια υπέρ το άρτιο, όπως βάσιμα υποστηρίζει και η προσφεύγουσα. Συνεπώς, μη νόμιμα η φορολογική αρχή, ερμηνεύοντας διαφορετικά την ως άνω διάταξη, θεώρησε ότι για την υπαγωγή στον ένδικο φόρο της επίμαχης διαφοράς, αρκεί η, εκ της καταβολής, προσδοκία απόκτησης των προαναφερόμενων δικαιωμάτων (σε περίπτωση μελλοντικής κεφαλαιοποίησης της διαφοράς) και όχι ο πραγματικός χρόνος απόκτησης αυτών (κατά την κεφαλαιοποίηση αυτής, οπότε χορηγούνται μετοχές στις οποίες είναι ενσωματωμένα τα εν λόγω δικαιώματα) και με το σκεπτικό αυτό υπήγαγε σε φόρο τη διαφορά του ποσού που προέκυψε στην ένδικη περίπτωση από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, ύψους 42.867.276,55 ευρώ».
*Ο κ. Αληφαντής είναι διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, τ. Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής, σύμβουλος στην εταιρεία δικηγόρων POTAMITISVEKRIS