Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
«Έχουμε πόλεμο», μέχρι να βρεθεί το εμβόλιο, ήταν το μήνυμα του πρωθυπουργού. Στρατιώτης δεν είμαι, και δεν γνωρίζω την ψυχή του στρατιώτη, μα φοβάμαι ότι «όταν αρχίσει ο πόλεμος, γίνεσαι αιχμάλωτός του». Όσοι μεγάλωσαν στα πεδία των μαχών θα υποστήριζαν σαν τον στρατηγό Μπλύχερ ότι «η αλήθεια είναι ότι δεν γίνεται, αλλά πρέπει να γίνει». Δεν γίνεται ακόμα. Είμαστε σε απόσταση μηνών (;) από το εμβόλιο.
Όσοι βιάστηκαν να πανηγυρίσουν, προσγειώθηκαν στις καραντίνες. Προφανώς, έτσι όπως πήγε η κατάσταση, ήταν αναγκαία. Δεν έχω λόγο να μην πιστέψω ότι το σύστημα υγείας είναι στα όριά του. Τουναντίον. Δεν έχω λόγο επίσης να μην πιστέψω ότι γίνεται μεγάλη και σοβαρή εργασία στο πεδίο των εμβολίων. Δεν αμφισβητώ τους ειδικούς, άλλων ο εφησυχασμός ήταν προβληματικός. Ποιο ήταν το μοτίβο στην Ευρώπη; Δεν θα αυξηθούν τόσο γρήγορα τα κρούσματα, θα πάρουμε κάποια μέτρα, έρχονται και οι θεραπείες, θα τελειώσουμε με αυτές τις κορονοϊστορίες.
Οι επιστήμονες διατηρούν αμφιβολίες. «Τα δεδομένα αλλάζουν συχνά. Και για τα σχολεία έχουν αλλάξει πολλές φορές. Οι μελέτες έχουν γίνει σε σύντομο χρόνο και έτσι υπάρχει ένας σκεπτικισμός γύρω από τα δεδομένα. Η επιστημονική θέση ότι τα παιδιά δεν μεταδίδουν τόσο πολύ τον ιό είναι ακόμη υπό συζήτηση, διότι δεν υπάρχουν ακόμη αρκετά στοιχεία».
Στα πολεμικά πεδία, όμως, δεν επιχειρούν να συμφιλιώσουν την ανάγκη με την επιθυμία. Βάζουν στόχο -όχι χρόνο- και με βάση αυτόν καθορίζουν την πορεία. Ο δικός μας ποιος είναι; Τα 300 κρούσματα, που δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, τα 400-500, τα επίπεδα που είχαμε τον Μάιο ή μήπως η άρση της καραντίνας δεν κρίνεται σε αριθμούς, αλλά σε σαφή μείωση μολύνσεων και διασωληνωμένων και αποσυμπίεση του συστήματος υγείας;
Έχει σημασία σ’ αυτήν την «πολεμική» προετοιμασία; Πάντως, περισσότερο από την επικοινωνία, που δεν θα «γεννήσει λεωφορεία».
Και δεν είναι πόλεμος. Είναι δοκιμασία. Είναι παραπλανητική η αναλογία. Δεν εξιδανικεύει μόνο την πανδημία, αλλά κυρίως τον πόλεμο.