Από την έντυπη έκδοση
Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Μια περίεργη, ενδιαφέρουσα υπό όρους, ατμόσφαιρα διαχέεται στις διάφορες εκθέσεις φορέων που αφορούν την κατάσταση, τις εξελίξεις αλλά και τις διαγραφόμενες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, τη στιγμή που πάλι μαζεύονται σύννεφα πάνω από τη δεύτερη αξιολόγηση του Μνημονίου-3.
Είχαμε δει από τη θέση αυτή προ εβδομάδων (13 και 17 Οκτωβρίου) την προσέγγιση του ΙΟΒΕ, που στην 3μηνιαία έκθεσή του είχε κυρίως επικεντρωθεί στο πώς εμφανίζεται σήμερα η ανεργία και συνακόλουθα η απασχόληση, γιατί οι εξαγωγές είναι απογοητευτικές, ιδίως στην αξία τους, συν ποιοι παράγοντες επικαθορίζουν την ανταγωνιστικότητα. Να σημειωθεί ότι στον πιο πρόσφατο Δείκτη Εμπιστοσύνης του ΙΟΒΕ, στην καταναλωτική εμπιστοσύνη καταγραφόταν βελτίωση, όπως και στις υπηρεσίες – ενώ στο λιανικό εμπόριο κυριαρχεί δυσθυμία, στις δε κατασκευές συνεχίζεται ο ζόφος.
Πιο πρόσφατα, έχουμε την έκθεση του ΣΕΒ, που πήρε την πρωτοβουλία να σταθεί περισσότερο στο τουριστικό προϊόν (και μάλιστα στην επίπτωση της φορολογικής μεταχείρισης επί της ανταγωνιστικότητάς του) καθώς και τη διερεύνηση των παραγόντων που συνδιαμορφώνουν την παραγωγικότητα των εργαζομένων (με την έμφαση στην άμβλυνση των διαφόρων μέσων ενίσχυσης της παραγωγικότητας των συντελεστών, ιδίως λόγω μέσω της φορολογικής -πάλι- προσέγγισης).
Παράλληλα, οι Οικονομικές Εξελίξεις του ΚΕΠΕ, αφού κι αυτές προσεγγίζουν τη συγκυρία και τις διαφαινόμενες προοπτικές διαμόρφωσής της, επιχειρούν μια «βουτιά» σε περισσότερο διαρθρωτικούς παράγοντες: εικόνα και προβληματική του δημοσίου χρέους (αναμενόμενο), αλλά και παράγοντες διαμόρφωσης της εικόνας που προκύπτει στα «κόκκινα δάνεια», ακόμη και επιπτώσεις των μεταναστευτικών/προσφυγικών ροών στην αγορά εργασίας (ή: σε ό,τι απομένει απ’ αυτήν).
Στο πιο πρόσφατο Δελτίο της Alpha Bank, η έμφαση δινόταν στις εξελίξεις του ισοζυγίου πληρωμών, με το μετέωρο βήμα των εξαγωγών αλλά και την υποχώρηση των τουριστικών εισπράξεων, παρά την άνοδο των αυξήσεων στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος. Ενώ στις αντίστοιχες 7 ημέρες ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ της Eurobank, η προσέγγιση επιλέγεται προς την ίδια κατεύθυνση, με αναλυτικότερη ανατομία των εξαγωγών και της σε πραγματικούς όρους επιδείνωσης της πορείας τους.
Μπορεί να αδικούμε κάπως τον όγκο αυτό προσφερόμενου πληροφοριακού υλικού και αναλυτικών προσπαθειών. Όμως κάναμε αυτήν τη σταχυολόγηση – γιατί; Επειδή σε όλες αυτές τις δουλειές, εκείνο που προκύπτει είναι μια πρώτη θετική (πάντως… μη-αρνητική!) αποτίμηση του πώς η εικόνα της ελληνικής οικονομίας δείχνει -τέλος 2016- μια σταθεροποίηση. Πώς οι έως τώρα δείκτες και οι προοπτικές του ΑΕΠ «τσιμπάνε», αν και για το 2017 δεν μπορεί να δοθεί μια πρόβλεψη με πειστικότητα. Πώς η υποχώρηση της ανεργίας (από τα υπερυψηλά επίπεδα που βρίσκεται) έχει σημασία, αν και η εξήγηση δεν είναι ιδιαίτερα ενθουσιώδης (αύξηση μερικής απασχόλησης, ή πάλι εποχικότητα στα τουριστικά). Όμως, λες και όλοι κρατούν μιαν επιφύλαξη. Θεωρούν ότι χρειάζεται να πάνε βαθύτερα σε κάποιο ζήτημα ή σε κάποιους τομείς· ότι, εκεί, στο πιο διαρθρωτικό επίπεδο, συνεχίζουν να λειτουργούν αδυναμίες – ή και να αναδεικνύονται οι γνωστές μας, άλλωστε (η φορολογία «ξεπετιέται» σε κάθε στροφή).
Εκεί ακριβώς «ξαναχτύπησε», λοιπόν, για να χρησιμοποιήσουμε τη ρηχή δημοσιογραφική έκφραση, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. Το Γραφείο καταγράφει τη σχετική βελτίωση της συνολικής κατεύθυνσης στην οικονομία -μιλώντας, πάντως, για «αντιφατικές εξελίξεις, με τα στοιχεία να δείχνουν αλληλοσυγκρουόμενες τάσεις», π.χ. με την υποχώρηση της ανεργίας- αλλά δεν παραλείπει να σημειώσει ότι η εξέλιξη το 2016 (μιλά για μείωση 0,3% του ΑΕΠ: θα δούμε) σημειώνεται σε μια περίοδο όπου η υπόλοιπη Ευρώπη «πετυχαίνει ρυθμούς μεγέθυνσης όχι εντυπωσιακούς, αλλά πάντως θετικούς».
Όμως η πραγματικά σημαντικότερη παρέμβαση, που ήταν καιρός να ακουστεί επίσημα και ηχηρά, ήταν το καμπανάκι -ή μάλλον η βαριά καμπάνα!- για το χρέος των ιδιωτών προς κάθε κατεύθυνση: προς τις τράπεζες, με τα «κόκκινα δάνεια» που διευρύνονται και γενικεύονται. Προς Εφορία και όλο και περισσότερο προς Ταμεία, ακόμη και προς ΔΕΗ/ΕΥΔΑΠ. Για να δείξει το μέγεθος του κινδύνου, το Γραφείο Προϋπολογισμού λέει ότι το ανεξέλεγκτα αυξανόμενο ιδιωτικό χρέος κινδυνεύει να φθάσει το ύψος του δημόσιου χρέους, που βρίσκεται ήδη στα 328 δισ. ευρώ.
Μπορεί να ακούγεται υπερβολικό, αφού τα έως τώρα αθροίσματα φθάνουν συνήθως στα 2/3 αυτού του ποσού. Χωρίς να το λέει, το Γραφείο Προϋπολογισμού μάλλον συμπεριλαμβάνει τα «υπόλοιπα» ανοίγματα ιδιωτών προς ιδιώτες, που η περίπτωση Μαρινόπουλου έδειξε πόσο ακραία μπορεί να λειτουργήσουν.
Αληθινά περίεργη η ατμόσφαιρα.