Του Γιάννη Καμπουράκη
[email protected]
Τα επεισόδια έξω από την πρώην ΑΣΟΕΕ γίνονται επίκεντρο της γενικευμένης αντιπαράθεσης ανάμεσα στη Ν.Δ. και τον ΣΥΡΙΖΑ και χρησιμοποιούνται από τα δύο επιτελεία στην προσπάθειά τους να επιβάλουν το νέο δίπολο στην πολιτική σκηνή της χώρας.
Η Ν.Δ. επιχειρεί να εκμεταλλευτεί την προβληματική εικόνα της προηγούμενης κυβέρνησης στον ευαίσθητο τομέα της ασφάλειας και προωθώντας το δόγμα «νόμος και τάξη» να ενισχύσει το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών, πιάνοντας – σε αυτή τη φάση – τον παλμό της πλειονότητας των πολιτών. Κυρίως όμως προσπαθεί να στείλει το μήνυμα ότι σήμερα υπάρχει κράτος που μπορεί να διασφαλίσει την κανονικότητα στη χώρα, ακολουθώντας σε αυτήν την επιδίωξη, τις συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις στην Ε.Ε..
Ο ΣΥΡΙΖΑ – που δεν έχει βρει ακόμα τη στρατηγική του ως αξιωματική αντιπολίτευση – επιχειρεί να εκμεταλλευτεί τα επεισόδια ανάμεσα στα ΜΑΤ και τους φοιτητές που έγιναν έξω από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο, να «ξυπνήσει» τα αντιδεξιά αντανακλαστικά των πολιτών που κινούνται στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας και της αριστεράς του κέντρου, να πείσει ότι έχουμε μπροστά μας «την παλινόρθωση του κράτους της Δεξιάς», να συγκεντρώσει γύρω του ως αντιπολιτευτικό κέντρο ετερόκλητες δυνάμεις κατά της Ν.Δ. και του Κυριάκου Μητσοτάκη. Έχουν δε ενδιαφέρον οι αναφορές του κ. Τσίπρα – κατά τη συνάντησή του με το προεδρείο της ΓΕΝΟΠ – ΔΕΗ – στην περίοδο 90-93 και την πολιτική κόντρα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη με τον Ανδρέα Παπανδρέου, επιχειρώντας να στείλει με έναν εντελώς αυθαίρετο και πρόχειρο τρόπο το μήνυμα στην ελληνική κοινή γνώμη ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης του σήμερα και ο ίδιος είναι ο Ανδρέας Παπανδρέου του σήμερα.
Επί της ουσίας και πέραν των επιδιώξεων που στηρίζονται περισσότερο στις εντυπώσεις, οι οποίες όμως πάντα παίζουν το ρόλο τους για τη δημιουργία κλίματος και επηρεασμού της κοινής γνώμης, Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ εγκαταλείπουν κάθε προσπάθεια για ουσιαστική συναίνεση ενώπιον της αντιμετώπισης μεγάλων και χρόνιων προβλημάτων και «στήνουν» στη βάση της εφ΄ όλης της ύλης σύγκρουσής τους το νέο πολιτικό σκηνικό. Στον τομέα της ασφάλειας, της οικονομίας, της αντιμετώπισης της διαφθοράς, παντού, στόχος είναι να επικρατήσουν δύο βασικές προτάσεις, αυτή της Ν.Δ. και αυτή του ΣΥΡΙΖΑ, να μην υπάρξει χώρος για την «τρίτη πρόταση», το πολιτικό σύστημα να ξαναλειτουργήσει όπως παλιά με δύο πρωταγωνιστές και πολλούς κομπάρσους και εφόσον αυτό διασφαλιστεί, τότε ο «καβγάς» να γίνεται για την εναλλαγή τους στην εξουσία.
Το ερώτημα που υπάρχει είναι αν αυτή η παλιά συνταγή, μπορεί να υλοποιηθεί στην Ελλάδα του σήμερα. Αν απαντά στα σύγχρονα προβλήματα, αν θα κινητοποιήσει τους πολίτες προς τη μία ή την άλλη πλευρά ή θα τους καταστήσει περισσότερο αδιάφορους και αμέτοχους από ότι είναι. Ο πρόσκαιρος φανατισμός, δεν είναι σαφής ένδειξη για το τι θα συμβεί, ενώ είναι σαφές ότι οι εικόνες των συγκρούσεων, οι ακραίες φράσεις και οι φωνές των δύο αντίπαλων στρατοπέδων, λίγους επηρεάζουν και πολλούς τους αφήνουν αδιάφορους. Αν η οικονομία δεν ήταν, δεν είναι και δεν υπήρχε η βέβαιη πρόβλεψη ότι θα παραμείνει το μεγάλο θέμα για τη χώρα, το νέο δίπολο Ν.Δ. – ΣΥΡΙΖΑ είναι βέβαιο ότι δεν θα προσεγγίσει τα νούμερα του παλαιού δικομματισμού ΠΑΣΟΚ – Ν.Δ. και σίγουρα δεν θα λειτουργήσει ως εμπόδιο στην αύξηση του κύματος των ανένταχτων που έχουν σταματήσει να ψηφίζουν. Η οικονομία όμως θα είναι το μεγάλο θέμα στη χώρα και τα επόμενα χρόνια και θα συγκρατεί το ενδιαφέρον αλλά και το πάθος για τις πολιτικές εξελίξεις, λειτουργώντας ως σταθερό και ακλόνητο πολιτικό υπόβαθρο στις απολίτικες και ρηχές – κατ΄ ουσίαν – επιδιώξεις των επιτελείων των δύο μεγάλων κομμάτων.