Skip to main content

Ρύθμιση κατά καινοτομίας;

Από την έντυπη έκδοση

Tου Ιωάννη Παπαδόπουλου*

* Ο Ιωάννης Παπαδόπουλος είναι αναπληρωτής 
καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.

Ο τομέας της οικονομίας όπου οι διαφορές μεταξύ της Αμερικής και της Ευρώπης φαίνονται πιο ανάγλυφα απ’ οπουδήποτε αλλού είναι ασφαλώς αυτός της ψηφιακής μετάβασης. Υπάρχει μια διάχυτη ιδέα ότι η βασική διχοτομία σήμερα είναι αυτή μεταξύ μιας Αμερικής που καινοτομεί μη ρυθμίζοντας την αγορά ψηφιακών υπηρεσιών και μιας Ευρώπης που ρυθμίζει αλλά δεν καινοτομεί.

Με όρους οικονομικού φιλελευθερισμού, οι Αμερικανοί είναι makers, δηλαδή δημιουργικές δυνάμεις οι οποίες δεν επιθυμούν εμπόδια στην επινοητικότητα και στο επιχειρηματικό τους πνεύμα, ενώ οι Ευρωπαίοι είναι rulers, δηλαδή δαμαστές των πιο καταστροφικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν τις δημιουργικές δυνάμεις της αγοράς. Η διχοτομία αυτή αποδεικνύει τη δύναμη της διάσημης περιγραφής του καπιταλισμού ως ενός μηχανισμού «δημιουργικής καταστροφής» απ’ τον μεγάλο οικονομολόγο Joseph Schumpeter: με δύο λόγια, οι Αμερικανοί υποτίθεται ότι δημιουργούν και καταστρέφουν, ενώ οι Ευρωπαίοι διστάζουν να δημιουργήσουν γιατί φοβούνται τις καταστροφές.

Οι πολυεθνικοί κολοσσοί της ψηφιακής οικονομίας, γνωστοί και ως GAFA (Google, Amazon, Facebook, Apple) είναι όλοι αμερικανικές εταιρείες. Καμία από αυτές δεν είναι ευρωπαϊκή. Όμως ξεχνάμε συνήθως ότι παρόλο που, για παράδειγμα, η Facebook έχει την έδρα της στις ΗΠΑ, η μεγαλύτερη αγορά της δεν είναι άλλη από την ευρωπαϊκή, καθώς οι περισσότεροι χρήστες βρίσκονται στην Ε.Ε. Αυτός είναι ο κύριος λόγος που η Ε.Ε. έχει σταθεί ικανή να επιβάλει ρυθμίσεις τόσο στη Facebook όσο και στις υπόλοιπες GAFA.

Εδώ συμβαίνει κάτι αξιοσημείωτο, το οποίο θεωρώ ότι χαρακτηρίζει τη φάση της παγκοσμιοποίησης την οποία διερχόμαστε: λόγω του μεγέθους της ενιαίας αγοράς της Ε.Ε. και της συνειδητής αδράνειας των ΗΠΑ, οι Βρυξέλλες έχουν μετεξελιχθεί ανεπαισθήτως τα δέκα τελευταία χρόνια σε παγκόσμιο ρυθμιστή της ψηφιακής μετάβασης. Όμως οι Αμερικανοί φαίνεται να έχουν ενσωματώσει αυτόν τον παγκόσμιο ρυθμιστικό ρόλο των Ευρωπαίων. Έτσι αδρανούν, όχι πλέον αναγκαστικά διότι πιστεύουν στην πλήρη απορρύθμιση αυτού του τομέα δραστηριότητας, αλλά γιατί γνωρίζουν ήδη ότι οι Ευρωπαίοι θα κινηθούν για να θέσουν ρυθμίσεις, οι οποίες κατόπιν θα εξαχθούν εξ αντανακλάσεως και στην αμερικανική αγορά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι Αμερικανοί θα διατηρήσουν το ευνοϊκό τους μικροκλίμα για τις ψηφιακές επιχειρήσεις που καινοτομούν και ταυτόχρονα θα εξωτερικεύσουν στους Ευρωπαίους το διοικητικό κόστος που φέρει η ρύθμιση, επωφελούμενοι όμως εμμέσως από όλα τα οφέλη της.

Δύο παραδείγματα είναι πολύ χαρακτηριστικά εδώ. Το πρώτο είναι ο διάσημος κανονισμός GDPR της Ε.Ε., ήτοι ο Γενικός Κανονισμός για την Προστασία των Δεδομένων, ο οποίος θέτει μια σειρά από όρια στη συλλογή, αποθήκευση και επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων των χρηστών ψηφιακών υπηρεσιών. Αυτός ο κανονισμός εφαρμόζεται σε όλες τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε ευρωπαϊκό έδαφος, συνεπώς ενσωματώνεται στον επιχειρηματικό σχεδιασμό και στη δράση και των μεγάλων αμερικανικών εταιρειών. Το δεύτερο παράδειγμα είναι η περίφημη συμφωνία Ε.Ε. – ΗΠΑ για την προστασία της ιδιωτικότητας των Ευρωπαίων που ταξιδεύουν στις ΗΠΑ, γνωστή ως Privacy Shield.

H διμερής αυτή συμφωνία λειτουργεί ως φορέας εξωχωρικής εφαρμογής των αυστηρών ευρωπαϊκών κανόνων προστασίας των προσωπικών δεδομένων μέσω του μηχανισμού της συμμόρφωσης (compliance) των ΗΠΑ τον οποίον προβλέπει. Έτσι οι αμερικανικές εταιρείες υποχρεώνονται να προστατεύουν τα προσωπικά δεδομένα που ανήκουν σε πολίτες της Ε.Ε. σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές νόρμες και το δίκαιο της Ε.Ε. για την προστασία των καταναλωτών, παρά την ουσιαστική ανυπαρξία τέτοιας προστασίας των προσωπικών δεδομένων σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Επίσης, η συμφωνία έχει θεσπίσει ένα πλαίσιο που επιτρέπει την ασφαλή μεταβίβαση δεδομένων πέραν του Ατλαντικού Ωκεανού για εμπορικούς λόγους.

Παρά τη θεμιτή κριτική που ασκείται, ιδίως από μη κυβερνητικές οργανώσεις, τόσο ο Κανονισμός GDPR όσο και η συμφωνία Privacy Shield θεωρούνται μέχρι στιγμής success stories. Αναφορικά με την εφαρμογή της συμφωνίας, περίπου 5.000 αμερικανικές εταιρείες συμμετέχουν ήδη οικειοθελώς στις ευρωπαϊκές ρυθμίσεις, ολοένα και περισσότεροι Ευρωπαίοι πολίτες κάνουν χρήση των δικαιωμάτων τους στην ιδιωτικότητα των δεδομένων τους και οι αμερικανικές αρχές έχουν βελτιώσει αισθητά τους μηχανισμούς εποπτείας και κυρώσεων. Τι πιο χαρακτηριστικό για την παγκόσμια πλέον δύναμη των ευρωπαϊκών ρυθμίσεων απ’ το πρόσφατο πρόστιμο των 5 δισ. δολαρίων της αμερικανικής ανεξάρτητης αρχής Federal Trade Commission κατά της Facebook για τις πρακτικές της που πλήττουν την ιδιωτικότητα;

Το βαρύ ρυθμιστικό χέρι της Ευρώπης δεν είναι από μόνο του πρόβλημα, όπως θεωρούν οι υπερφιλελεύθεροι. Απόδειξη αυτού είναι η έμμεση και σταδιακή διείσδυση της κουλτούρας της προστασίας της ιδιωτικότητας και των προσωπικών δεδομένων ακόμα και εκεί όπου λείπει, δηλαδή στην Αμερική. Ωστόσο, το ζητούμενο στην Ευρώπη παραμένει η χαμηλή αποτελεσματικότητά της στην παραγωγή ψηφιακής καινοτομίας, για μια σειρά από παράγοντες, οι κυριότεροι εκ των οποίων θεωρώ ότι είναι δύο: ο ακόμα μεγάλος κατακερματισμός της αγοράς, κάτι που δεν ευνοεί τις οικονομίες κλίμακος, και η χαμηλή ανάπτυξη του κεφαλαίου ρίσκου, όπως το venture capital, που είναι πρόθυμο και έχει την τεχνογνωσία να χρηματοδοτήσει τις εκκολαπτόμενες επιχειρήσεις πολύ υψηλού ρίσκου, αλλά και πολύ υψηλού δυναμικού καινοτομίας και παραγωγής προστιθέμενης αξίας.

Το στοίχημα για την Ευρώπη θεωρώ ότι είναι η ρύθμιση της ψηφιακής μετάβασης, όχι με μια φιλοσοφία δυσπιστίας και προστατευτικού τείχους, αλλά με κανόνες που προωθούν το δημόσιο συμφέρον και που υιοθετούν διαφοροποιημένα επίπεδα κανονιστικότητας, από το «ήπιο δίκαιο» και την αυτορρύθμιση μέχρι τον άμεσης ισχύος έναντι όλων κανονισμό. Χρειαζόμαστε μια ρύθμιση που να αγκαλιάζει καλύτερα τις πραγματικότητες της αγοράς, δεν βλέπει τους παίκτες της σαν εσωτερικούς εχθρούς, αλλά ούτε και τους δίνει λευκή επιταγή στο όνομα της οικονομικής ανάπτυξης, αντιθέτως τους θέτει ενώπιον των ευθυνών τους απέναντι στους καταναλωτές, στους χρήστες και -σε τελική ανάλυση- στους πολίτες.