Skip to main content

Οι ροές ρωσικού πετρελαίου ζουν και συνεχίζουν να βασιλεύουν

Τι συμπεραίνει ανάλυση της Poten για τα δύο έτη από την ουκρανική κρίση

Δύο χρόνια μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, και τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν από τη Δύση, οι ροές του ρωσικού πετρελαίου παραμένουν σταθερές. Αυτό σημειώνει σε ανάλυσή της η Poten & Partners.

Η Poten & Partners τονίζει ότι, παρά τις κυρώσεις, οι ρωσικές εξαγωγές αργού πετρελαίου και διυλισμένων προϊόντων παρέμειναν αρκετά σταθερές, αν και η πελατειακή τους βάση είναι πλέον πολύ διαφορετική. Η ανάπτυξη του «σκοτεινού στόλου» έχει προστατεύσει σε μεγάλο βαθμό το Κρεμλίνο από τις χειρότερες επιπτώσεις του ανώτατου ορίου τιμών της G7, τονίζει η Poten, ενώ προσθέτει ότι οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας έχουν σίγουρα ενισχύσει τις αγορές των δεξαμενόπλοιων Aframax και Suezmax (καθώς και των MR). «Δεν αναμένουμε ότι η κατάσταση αυτή θα αλλάξει όσο η σύγκρουση συνεχίζεται και οι κυρώσεις παραμένουν σε ισχύ», σημειώνει χαρακτηριστικά.

Η ανάλυση

Ο πόλεμος στην Ουκρανία προκάλεσε επιπτώσεις στις αγορές πετρελαίου και δεξαμενόπλοιων. Αναστάτωσε τις εμπορικές ροές τόσο για το αργό πετρέλαιο όσο και για τα διυλισμένα προϊόντα, αύξησε τους ναύλους και οδήγησε σε αύξηση των συναλλαγών για παλαιότερα μεταχειρισμένα πλοία.

Η πρώτη φορά που η Poten κατέγραψε την κατάσταση στην Ουκρανία ήταν στις 21 Ιανουαρίου 2022, έναν μήνα πριν από την εισβολή. Στο άρθρο με τίτλο «Ρωσική ρουλέτα», υπογράμμισε τη σημασία του ρωσικού αργού και των ρωσικών προϊόντων για τις ευρωπαϊκές αγορές. Ειδικότερα είχε αναφέρει: «Το ρωσικό πετρέλαιο είναι ένα από τα πιο σημαντικά προϊόντα της Ρωσίας: “Οι κυρώσεις θα διαταράξουν τις εμπορικές ροές και θα δημιουργήσουν σημαντικές διαταραχές και αναποτελεσματικότητα, οι οποίες συνήθως ωφελούν την αγορά των δεξαμενόπλοιων”.

Έτσι ακριβώς εξελίχθηκαν τα πράγματα», τονίζουν οι αναλυτές. Τελικά, η Ευρώπη σταμάτησε
να εισάγει αργό πετρέλαιο και διυλισμένα προϊόντα από τη Ρωσία και αυτό αναστάτωσε πλήρως τις εμπορικές ροές, ιδίως στη λεκάνη του Ατλαντικού. Η Ευρώπη διατήρησε μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής της στη Βόρεια Θάλασσα και αύξησε τις εισαγωγές αργού πετρελαίου από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ιδίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Αρχικά, ενώ αναπτύσσονταν οι κυρώσεις, πολλοί ιδιοκτήτες δεξαμενόπλοιων συνέχισαν να διακινούν ρωσικό πετρέλαιο. Στη συνέχεια οι περισσότερες δυτικές χώρες και εταιρείες άρχισαν να σταματούν σταδιακά τα ταξίδια προς τη Ρωσία και οι εμπορικές ροές άρχισαν να μετατοπίζονται από την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική προς την Τουρκία, την Ινδία και την Κίνα.

Αυτό αντιπροσώπευε μια σημαντική ώθηση στη ζήτηση τoνoμιλίων και, δεδομένου ότι οι εξαγωγικές υποδομές της Μόσχας στη Βαλτική, τη Μαύρη Θάλασσα και τη ρωσική Άπω Ανατολή μπορούν να φιλοξενήσουν δεξαμενόπλοια μόνο μέχρι το μέγεθος Aframax/Suezmax, τα κέρδη γι’ αυτά τα τμήματα δεξαμενόπλοιων αργού αυξήθηκαν περισσότερο.

Από την πλευρά των προϊόντων, τα MR ήταν οι κύριοι ωφελημένοι. Τον Δεκέμβριο του 2022 η Ε.Ε. σταμάτησε εντελώς τις εισαγωγές αργού πετρελαίου από τη Ρωσία, ενώ τον Φεβρουάριο του 2023 ακολούθησε η απαγόρευση των εισαγωγών προϊόντων.

Το πλαφόν τιμών

Ταυτόχρονα με αυτές τις απαγορεύσεις, οι χώρες της G7 (Ε.Ε., ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Καναδάς και Ιαπωνία) εφάρμοσαν ένα σύστημα ανώτατων τιμών που θα επέτρεπε στις δυτικές εταιρείες δεξαμενόπλοιων και στους παρόχους υπηρεσιών (όπως οι ασφαλιστικές εταιρείες) να συμμετέχουν στη μεταφορά ρωσικού πετρελαίου μόνο εάν το προϊόν πωλούνταν κάτω από μια συγκεκριμένη τιμή.

Το ανώτατο όριο τιμής είναι 60 δολάρια/βαρέλι για το αργό πετρέλαιο. Για τα καθαρά προϊόντα ορίζεται στα 100 δολάρια/βαρέλι που εμπορεύονται με premium σε σχέση με το αργό, όπως το ντίζελ, και στα 45 δολάρια/βαρέλι για προϊόντα που εμπορεύονται με discount σε σχέση με το αργό, όπως το μαζούτ. Λόγω των κυρώσεων της G7 και του ανώτατου ορίου τιμών, οι πελάτες του ρωσικού πετρελαίου και των προϊόντων πετρελαίου δεν μπορούσαν πλέον να βασίζονται στον μεγάλο διεθνή στόλο δεξαμενόπλοιων, πολλά από τα οποία φέρουν δυτική ασφάλιση ή/και έχουν δυτικά συμφέροντα ιδιοκτησίας.

Η… ανάδυση του «σκοτεινού στόλου»

Οι αναλυτές της Poten & Partners επισημαίνουν την ταχεία επέκταση του λεγόμενου «σκοτεινού στόλου», μιας ομάδας δεξαμενόπλοιων που εμπλέκονται σε δραστηριότητες για τη διακίνηση πετρελαίου που έχει κυρώσεις, όπως το Ιράν, τη Βενεζουέλα και τη Ρωσία.

Αυτά τα δεξαμενόπλοια είναι συχνά παλιά, δεν συντηρούνται καλά, χρησιμοποιούνται από άπειρα πληρώματα και ως εκ τούτου θεωρούνται μη ασφαλή. Έχουν επίσης σκοτεινές δομές ιδιοκτησίας και ασαφείς ασφαλιστές.

Τα πλοία αυτά χρησιμοποιούν συχνά τακτικές για να αποκρύψουν τη θέση τους, την προέλευση του αργού πετρελαίου που μεταφέρουν και την ιδιοκτησία τους.

Το ακριβές μέγεθος του «σκοτεινού στόλου» είναι αδύνατον να προσδιοριστεί, υπογραμμίζουν οι αναλυτές, αλλά εκτιμάται ευρέως ότι έχει τουλάχιστον διπλασιαστεί και πιθανώς τριπλασιαστεί σε μέγεθος από τότε που εφαρμόστηκαν οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας.

Η αύξηση του «σκοτεινού στόλου» διευκολύνθηκε από μια ενεργή αγορά μεταχειρισμένων πλοίων, ιδίως κατά τη διάρκεια του 2022.

Μια ανάλυση των στοιχείων της second hand από την Poten δείχνει ότι οι συναλλαγές για τα Aframaxes και τα Suezmaxes αυξήθηκαν κατά 50% και 25% αντίστοιχα από το 2021 έως το 2022.

Τα παλαιότερα σε ηλικία πλοία αποτέλεσαν τον πρωταρχικό στόχο: Όχι λιγότερο από το 75%
των συναλλαγών αφορούσε πλοία ηλικίας άνω των 15 ετών.

Οι νέοι αγοραστές κατέβαλαν μεγάλα ποσά γι’ αυτά τα δεξαμενόπλοια: οι τιμές για τα Aframaxes και τα Suezmaxes 15 ετών υπερδιπλασιάστηκαν μετά την εισβολή στην Ουκρανία.