Skip to main content

Είναι η Ταϊβάν το νέο Βερολίνο;

REUTERS/Thomas Peter (φωτ. αρχείου)

Ένα δίδαγμα του Ψυχρού Πολέμου

Μεταξύ του τέλους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και των αρχών της δεκαετίας του 1960, το Βερολίνο (και ποιος θα το ήλεγχε -οι Αμερικανοί και οι σύμμαχοί τους ή οι Σοβιετικοί-) ήταν το πιο επικίνδυνο σημείο ανάφλεξης του Ψυχρού Πολέμου, που απειλούσε να κλιμακώσει τον ανταγωνισμό ΗΠΑ-ΕΣΣΔ, οδηγώντας ακόμη και σε πυρηνικό πόλεμο.

H διχοτόμηση της πόλης με το χτίσιμο του Τείχους  ήταν μια τεράστια ανθρώπινη τραγωδία για τους κατοίκους της Ανατολικής Γερμανίας.  Αλλά, αντιπροσώπευε επίσης το τέλος της πιο επικίνδυνης φάσης του Ψυχρού Πολέμου, τονίζει το foreign affairs.

Αποφασιστικότητα και ανακούφιση

Ήταν η αποφασιστικότητά του Τζον Φ. Κένεντι να υπερασπιστεί τα αμερικανικά στρατηγικά συμφέροντα στην Ευρώπη, ακόμη και με υψηλό κόστος, που έκανε τους Σοβιετικούς να εγκαταλείψουν τις δεδηλωμένες φιλοδοξίες τους να εξαλείψουν την ελευθερία στο Δυτικό Βερολίνο.

Όταν η Ανατολική Γερμανία -υπό τις διαταγές της Σοβιετικής Ένωσης- άρχισε την τεράστια επιχείρηση για την ανέγερση του τείχους που τελικά θα χώριζε το Βερολίνο για περισσότερο από ένα τέταρτο του αιώνα ο Κένεντι εξέφρασε την ανακούφισή του.

«Γιατί ο Χρουστσόφ (σσ: ο τότε Σοβιετικός ηγέτης) να υψώσει ένα τείχος, αν πραγματικά σκοπεύει να καταλάβει το Δυτικό Βερολίνο» αναρωτήθηκε σε μια ιδιωτική συνομιλία με τους βοηθούς. Συμπέρανε ότι η ανέγερση του τείχους ήταν ο τρόπος του Σοβιετικού ηγέτη να αποκλιμακώσει τη σύγκρουση. «Δεν είναι μια ιδιαίτερα ωραία λύση», κατέληξε ο Κένεντι, «αλλά ένα τείχος είναι πολύ καλύτερο από έναν πόλεμο»

Καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες διολισθαίνουν  σε μια επικίνδυνη αντιπαλότητα με την Κίνα, οι υπεύθυνοι χάραξης εξωτερικής πολιτικής δεν πρέπει να ξεχάσουν τα μαθήματα της κρίσης του Βερολίνου – μαθήματα για το πώς δύο αντιμαχόμενες υπερδυνάμεις απομακρύνθηκαν από τον πόλεμο και τελικά κατέληξαν σε μια -δύσκολη πάντως- αποκλιμάκωση.

Ταιβάν, όπως Βερολίνο

Η  νέα μάχη για παγκόσμια ηγεμονία και επιρροή έχει ένα ανάλογο του Βερολίνου: την Ταϊβάν.

Αλλά μια εξίσου στιβαρή αποτρεπτική στρατηγική που θα πείσει την Κίνα ότι μια εισβολή στην Ταϊβάν θα προκαλούσε καταστροφικές συνέπειες είναι η καλύτερη ευκαιρία των Ηνωμένων Πολιτειών να επιτύχουν μια παρόμοια αποκλιμάκωση με την Κίνα.

Οι διαφορές

Υπάρχουν, φυσικά, βασικές διαφορές μεταξύ των δύο.

Η Ταϊβάν είναι στρατηγικά πιο σημαντική για την Κίνα απ’ ό,τι ήταν το Βερολίνο για τη Σοβιετική Ένωση, τόσο σε συμβολικό όσο και σε γεωπολιτικό επίπεδο.

Η επίσημη πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι στην άμυνα της Ταϊβάν είναι μια πολιτική στρατηγικής ασάφειας, σε αντίθεση με τη ρητή δέσμευση του Κένεντι να υπερασπιστεί το Δυτικό Βερολίνο με κάθε κόστος (αν και ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν έχει επανειλημμένα διακηρύξει την πρόθεσή του να υπερασπιστεί την Ταϊβάν.

Και οι ομοιότητες

Αλλά οι ομοιότητες είναι πιο ουσιαστικές.

Ο ανταγωνισμός των Ηνωμένων Πολιτειών με την Κίνα είναι ένας εκτεταμένος, πολύπλευρος αγώνας που παρουσιάζει αξιοσημείωτες ομοιότητες με τον Ψυχρό Πόλεμο: είναι ένας αγώνας για διπλωματική και οικονομική επιρροή, ένας αγώνας ανταγωνισμού συμβατικών και πυρηνικών όπλων, ένας διαστημικός αγώνας, ένας αγώνας για τη δημιουργία στρατιωτικών βάσεων στην Αφρική και την Ανατολική Ασία, ένας ιδεολογικός αγώνας μεταξύ αυταρχισμού και δημοκρατίας, ένας τεχνολογικός και οικονομικός πόλεμος.

Η Ταϊβάν, όπως και το Δυτικό Βερολίνο, είναι μικρή, αλλά είναι το μόνο μέρος στον κόσμο όπου ο ανταγωνισμός ΗΠΑ-Κίνας ενέχει τον κίνδυνο να πυροδοτήσει μια θερμή σύγκρουση. 

Η Ταϊβάν, όπως και το Βερολίνο, έχει επίσης μια ισχυρή συμβολική αξία – ως ζωτικής σημασίας «εργοστάσιο» παραγωγής ημιαγωγών και, γενικότερα, ως πρότυπο μιας δημοκρατικής και ελεύθερης χώρας δίπλα στην Κίνα.

Είναι επίσης ένα γεωπολιτικά κρίσιμο μέρος το οποίο ο Αμερικανός στρατηγός Ντάγκλας ΜακΆρθουρ, τη δεκαετία του 1950, αποκαλούσε “αβύθιστο αεροπλανοφόρο”.

 Οι συνέπειες από την κινεζική κατάκτηση και γιατί οι ΗΠΑ δεν μπορούν να αδιαφορήσουν

Η αλήθεια είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να αδιαφορήσουν για την Ταϊβάν, όπως δεν θα μπορούσαν να εγκαταλείψουν το Δυτικό Βερολίνο.

Μια κατάκτηση της χώρας από την Κίνα, θα εγκαθίδρυε κινεζική σφαίρα επιρροής στην Ανατολική Ασία. Η ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να φυλάσσουν τους εμπορικούς δρόμους για τη διασφάλιση της οικονομικής τους ανάπτυξης, να προστατεύουν τους συμμάχους από τον κινεζικό στρατιωτικό και οικονομικό εξαναγκασμό και να προβάλλουν την ισχύ τους σε ολόκληρη την Ασία θα μειωνόταν δραστικά, διότι μια Ταϊβάν που θα ελέγχεται από την Κίνα θα γινόταν μια στρατηγικής σημασίας ναυτική, πυραυλική βάση και βάση ραντάρ σε όλη την Ασία και τον Ειρηνικό. Αλλά και πέραν αυτής.

Παράλληλα πολλές χώρες σε ολόκληρη την Ασία και τον Ινδο-Ειρηνικό, ακόμη και παγκοσμίως, θα έχαναν την πίστη τους στις εγγυήσεις ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών.

Παράλληλα, ενθαρρυμένη από την κατάληψη της Ταϊβάν και την αύξηση της επιρροής της στην Ανατολική Ασία, η πολεμική διάθεση της Κίνας πιθανότατα θα αυξανόταν δραματικά.

Ανάγκη για «Τείχος»

Τελικά, δεν μπορεί να υπάρξει ύφεση με την Κίνα χωρίς τη δημιουργία ενός «εικονικού τείχους» στα στενά της Ταϊβάν, τονίζει το foreign affairs

Αυτό θα απαιτούσε από τις Ηνωμένες Πολιτείες να τοποθετήσουν σημαντικά όπλα – πυραύλους κατά πλοίων, νάρκες, παράκτιες και αντιαεροπορικές συστοιχίες σε όλη την περιοχή και στην ίδια την Ταϊβάν – αρκετά ώστε να πείσουν την Κίνα ότι οποιαδήποτε προσπάθεια κατάληψης του νησιού θα αποδεικνυόταν μάταιη.

Επιπλέον, ζωτική θα ήταν η αύξηση της οικονομικής τους επιρροής έναντι της Κίνας σε βασικούς τομείς όπως είναι οι ημιαγωγοί, τα ζωτικής σημασίας ορυκτά, η τεχνητή νοημοσύνη, η βιοτεχνολογία και τα συνθετικά βιολογικά προϊόντα, η διαστημική τεχνολογία και η πράσινη ενέργεια.

Το Πεκίνο στο τέλος της ημέρας θα έπρεπε  να κατανοήσει ότι ακόμη και αν μπορούσε με κάποιο τρόπο να επιτύχει μια στρατιωτική νίκη επί της Ταϊβάν, μια τέτοια κατάληψη θα είχε καταστροφικό κόστος για την οικονομία και την ευημερία της χώρας.

Για άλλη μια φορά, η στρατηγική που θα πρέπει να ακολουθήσουν οι ΗΠΑ σε αυτόν τον νέο ψυχρό πόλεμο είναι να πείσουν την άλλη πλευρά ότι ένα μη ικανοποιητικό status quo στην περιοχή -στο οποίο η τύχη της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν είναι μεν απροσδιόριστη, αλλά συμβάλλει στην ειρήνη και τη συνύπαρξη- είναι προτιμότερο από μια δυνητικά υπαρξιακή σύγκρουση.

«Σήμερα δεν είναι η μέρα για να εισβάλουμε στην Ταϊβάν», αλλά ούτε και αύριο…

Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει  να περπατήσουν σε μια απίστευτα λεπτή και εύθραυστη γραμμή. Επενδύοντας στη στρατιωτική και οικονομική αποτροπή χωρίς να προκαλέσουν πλήρη αποξένωση από την Κίνα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ πρέπει να διασφαλίσουν ότι οι Κινέζοι ηγέτες θα ξυπνήσουν και θα σκεφτούν: «Σήμερα δεν είναι η μέρα για να εισβάλουμε στην Ταϊβάν» -αλλά επίσης να πειστούν ότι ούτε αύριο θα μπορούσε να είναι, έτσι ώστε να καταλήξουν στο ίδιο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο Χρουστσόφ τον Αύγουστο του 1961 για το Βερολίνο: το παράθυρο για εισβολή έχει κλείσει εντελώς.