Της Ιωάννας Βαρδαλαχάκη
[email protected]
Η δεξιά συμμαχία που αποτελείται από τα ακροδεξιά κόμματα Αδέλφια της Ιταλίας και Λέγκα και τη δεξιά παράταξη Φόρτσα Ιτάλια κέρδισε περίπου το 44% των ψήφων στις εκλογές στην Ιταλία, σύμφωνα με τα προσωρινά αποτελέσματα. Ο συνασπισμός των τριών κομμάτων είναι έτοιμος να σχηματίσει την πρώτη κυβέρνηση στη μεταπολεμική Ιταλία που «στέκεται» τόσο κοντά στον Μπενίτο Μουσολίνι, και η επικεφαλής του κόμματος Αδέλφια της Ιταλίας, Τζόρτζια Μελόνι, της οποίας η παράταξη κέρδισε τις περισσότερες ψήφους, αναμένεται να γίνει η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της χώρας.
Η επιτυχία της μπορεί να σοκάρει, αλλά δεν πρέπει να εκπλήσσει, σύμφωνα με τους αναλυτές. Η Μελόνι λείανε τη ρητορική της για τις ακραίες θέσεις της και τις φασιστικές της ιδέες, διαβεβαίωσε ότι κανείς δεν πρέπει να φοβάται και ότι θα συνεχίσει σύμφωνα με το «φύλλο πορείας» του Μάριο Ντράγκι στην οικονομία, και τελικά νίκησε.
Τα μέχρι τώρα αποτελέσματα δείχνουν ένα θεαματικό άλμα για το ακροδεξιό κόμμα της, που «πήδηξε» από το 4% στις εκλογές του 2018 στο 26,26% το 2022. Τι μεσολάβησε και πώς βρήκε χώρο για να γίνει mainstream ένα ακραίο κόμμα;
- Η προσωπικότητα της Μελόνι φαίνεται να γοητεύει τους Ιταλούς. «Μιλάει -συχνά με κραυγαλέους τόνους- στους βαθιά ριζωμένους φόβους των Ιταλών: αυξανόμενο ενεργειακό κόστος, ανασφάλειες εργασίας, ανεξέλεγκτη μετανάστευση και μια αίσθηση ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά στην ΕΕ για την Ιταλία, σε σύγκριση με τους γίγαντες Γερμανία και Γαλλία», εξηγεί το BBC.
- Η Μελόνι βρήκε πρόσφορο έδαφος σε μια ιταλική κοινωνία με πολλά προβλήματα, η οποία είχε παράλληλα κουραστεί από τις συνεχείς αλλαγές στην διοίκηση και το μόνο σταθερό στοιχείο να είναι η αστάθεια. Από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ιταλία διέρχεται από τις κυβερνήσεις κάθε 400 περίπου ημέρες.
- Επομένως, στα ρεπορτάζ των μεγάλων ξένων μέσων οι πολίτες της Ιταλίας ήταν ξεκάθαρο πως δεν ανησυχούσαν για το εάν η νέα κυβέρνηση θα έχει πάνω της το στίγμα της ακροδεξιάς. Αυτό που τους ενδιέφερε είναι εάν η νέα κυβέρνηση θα μπορεί να αντιμετωπίσει την κρίση του κόστους ζωής, να διασφαλίσει τις θέσεις εργασίας, να βάλει τέλος στην κόπωση από τις αλλεπάλληλες κρίσεις που έχουμε όλοι βιώσει στην Ευρώπη τα τελευταία σχεδόν 15 χρόνια.
- Στην πραγματικότητα, η ύπαρξη μιας ακροδεξιάς κυβέρνησης στην Ιταλία δεν έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία στη μεταπολεμική εποχή. Μεταξύ του 1994 και του 2011, μια συμμαχία με την ονομασία «κεντροδεξιά» συμμαχία- υπό τη Φόρτσα Ιτάλια του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, τη Λέγκα του Ουμπέρτο Μπόσι και την Εθνική Συμμαχία του Τζιανφράνκο Φίνι- κυβέρνησε την Ιταλία τέσσερις φορές. Η Εθνική Συμμαχία ήταν το κόμμα που προηγήθηκε του κόμματος της Μελόνι.
- Ο Μπερλουσκόνι είχει δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες εκφράζοντας μια αναθεωρητική άποψη για τον ρόλο του Μουσολίνι στην ιταλική ιστορία. Πίστευε ότι ήταν ένας από τους «μεγαλύτερους πολιτικούς» της Ιταλίας και ένας ουσιαστικά «καλοήθης δικτάτορας» που «είχε κάνει καλά πράγματα για την Ιταλία». Αυτό παρείχε μια αντί-αφήγηση που έρχεται σε αντίθεση με την πραγματικότητα των αντιφασιστικών ιδρυμάτων της ιταλικής δημοκρατίας. Και αυτό, με τη σειρά του, εκμεταλλεύτηκε η ακροδεξιά, εξηγεί ο λέκτορας στην Ιταλική Πολιτική Τζορτζ Νιουθ.
- Η πρότερη ιταλική πολιτική σκηνή βοήθησε τη Μελόνι με δύο τρόπους, σύμφωνα με τον Νιουθ:
- Μπορεί να παρουσιάζει ακραίες απόψεις με το περιτύλιγμα της «κοινής λογικής»: Ο Σαλβίνι ξεκίνησε να φέρει το ακραίο στη σφαίρα του mainstream και η Μελόνι κεφαλοποιεί τη στρατηγική του περί «κοινής λογικής», στόχος της οποίας ήταν η υποβάθμιση της απειλής του φασισμού και το επιχείρημα ότι η έκκληση για νόμο και τάξη ή τα ισχυρότερα σύνορα δεν είναι φασιστική. Αυτό έχει δημιουργήσει τις τέλειες συνθήκες για να ευδοκιμήσουν οι νεοφασίστες.
- Εκμεταλλεύεται τις αποτυχίες του Σαλβίνι: Με τον Σαλβίνι να έχει προσφέρει τα δύο τελευταία χρόνια κοινοβουλευτική του υποστήριξη στην κυβέρνηση, η Μελόνι μπόρεσε να τοποθετηθεί ως «μόνη προσωπικότητα στην αντιπολίτευση» – και ως εκ τούτου ότι είχε μεγαλύτερη επαφή με «πραγματικούς Ιταλούς».
- Η διάσπαση της Κεντροαριστεράς δεν μπόρεσε να δώσει μια εναλλακτική επιλογή στους πολίτες. Η αδυναμία στα αριστερά μεταφράζεται σε δύναμη στα δεξιά – και η αριστεροί βρίσκονταν σε ασταθές έδαφος. Αν όλα τα αριστερά κόμματα είχαν καταφέρει να συγκεντρωθούν, θα μπορούσαν να είχαν κάνει «χτίσει» ένα αξιόλογο τείχος. Αλλά δεδομένου του πόσο διασπασμένα είναι, δεν είχαν καμία πιθανότητα.