Της Μάρως Βακαλοπούλου
[email protected]
Στα κίτρινα γιλέκα αρέσουν οι συμβολισμοί. Εξ ου και αυτό το – πέμπτο – Σάββατο έδωσαν «ραντεβού» μπροστά από την Αίθουσα του Σφαιριστηρίου, στις Βερσαλλίες, εκεί όπου στις 20 Ιουνίου του 1789 οι εκπρόσωποι της Τρίτης Τάξης ορκίστηκαν να παραμείνουν ενωμένοι έως την ψήφιση του νέου συντάγματος που θα παραχωρούσε περισσότερες εξουσίες στον λαό. Το μήνυμα που θέλουν να περάσουν στη γαλλική κυβέρνηση είναι σαφές.
Ήδη από την Πέμπτη, ένας σημαντικό μέρος του κινήματος των «κίτρινων γιλέκων» αψηφούσε τις εκκλήσεις τις γαλλικής κυβέρνησης να πρυτανεύσει η λογική και προετοιμαζόταν για την «πέμπτη πράξη». Ούτε το πένθος στο Στρασβούργο ούτε το γεγονός ότι οι δυνάμεις ασφαλείας αναζητούσαν ακόμη τον δράστη ούτε βεβαίως τα μέτρα τα οποία ανακοίνωσε ο Μακρόν ήταν αρκετά για να καταλαγιάσουν την οργή.
Ο Εμανουέλ Μακρόν ωστόσο θεωρεί ότι έχει απαντήσει. Ανέλαβε το μέρος της ευθύνης που εκτιμά ότι του αναλογεί, δικαιολόγησε τον συσσωρευμένο θυμό και ανακοίνωσε αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 100 ευρώ, φοροελαφρύνσεις και μία σειρά από άλλα μέτρα ανακούφισης για τα χαμηλότερα εισοδήματα.
Το διάγγελμα του Μακρόν βρήκε παγερή αντίδραση από τα «κίτρινα γιλέκα». Πρώτον διότι ζητούν πολύ πιο ριζοσπαστικές δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις – από τον λεγόμενο «φόρο πλούτου» έως τον ανώτατο μισθό για τους πλουσίους, περιλαμβανομένων των κυβερνητικών αξιωματούχων και των βουλευτών. Αφετέρου διότι το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων», όπως διατείνονται τα μέλη του, δεν αφορά μόνο την οικονομική δικαιοσύνη.
Οι απαντήσεις που ζητούν μετ’ επιτάσεως αφορούν τη δημοκρατική κρίση. Και το νούμερο ένα αίτημά τους επικεντρώνεται στη μεγαλύτερη συμμετοχή του λαού στη λήψη αποφάσεων. Η πιο άβολη αλήθεια για το κίνημα είναι ότι ο Μακρόν δεν μπορεί σίγουρα να τους προσφέρει αυτά που ζητούν. Οι πιο μετριοπαθείς το γνωρίζουν. Είναι αυτοί που θα απόσχουν αύριο. Αυτοί που εκτιμούν ότι «έχει έρθει η ώρα του διαλόγου».