Της Ανθής Αγγελοπούλου
Η δυσκολία πρόσβασης σε υπηρεσίες Υγείας, το υψηλό κόστος προγεννητικού ελέγχου, το υψηλό κόστος τοκετού και ελέγχου της κύησης είναι βασικοί παράγοντες υπογεννητικότητας στη χώρα μας σύμφωνα με μελέτη με τίτλο «Διερεύνηση των παραγόντων που δημιουργούν το πρόβλημα της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα», που έγινε από την HOPEgenesis, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Πειραιώς και την υποστήριξη του Ομίλου Eurolife ERB, με στόχο την διαμόρφωση μιας αποτελεσματικής δημογραφικής πολιτικής.
Η δειγματοληψία της έρευνας πραγματοποιήθηκε την περίοδο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2019 σε δείγμα 121 ενήλικων ατόμων προερχόμενων από το αρχείο της αστικής μη κερδοσκοπικής οργάνωσης HOPEgenesis, και πρόκειται για ζευγάρια τα οποία συμμετείχαν σε προγράμματα επιδότησης για την διαδικασία γεννήσεως τέκνου ή για ζευγάρια που ενδιαφέρονται για να ενταχθούν μελλοντικά στα εν λόγω προγράμματα.
Σύμφωνα με τους, Μιλτιάδη Νεκτάριο, καθηγητή Ασφαλιστικής Επιστήμης στο πανεπιστήμιο Πειραιώς, Παναγιώτη Ξένο διδάσκων στο πανεπιστήμιο Πειραιώς και Αθανάσιο Κυριαζή, καθηγητή Χρηματοοικονομικών Μαθηματικών, στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα το πρόβλημα της υπογεννητικότητας εκτείνεται σε όλη τη χώρα και αποτυπώνεται ανάλογα με τις διαμορφωμένες ανάγκες σε τρεις γεωγραφικές ζώνες-περιοχές: (α) στις ακριτικές, ηπειρωτικές και νησιωτικές περιοχές, (β) στις ημιαστικές περιοχές, και (γ) στις αστικές περιοχές.
Η δυσκολία πρόσβασης σε υπηρεσίες Υγείας, το υψηλό κόστος προγεννητικού ελέγχου, το υψηλό κόστος τοκετού και ελέγχου της κύησης είναι βασικοί λόγοι που απαντώνται στην έρευνα στις ακριτικές ηπειρωτικές και νησιωτικές περιοχές, ενώ π.χ. η δυσκολία πρόσβασης σε βρεφονηπιακό σταθμό στις ημιαστικές περιοχές. Είναι βέβαιο, ότι απαιτούνται μέτρα οικονομικής υποστήριξης στις μητέρες και αποτελεί αξιοσημείωτη αναφορά το στοιχείο ότι, «…όσο αυξάνονται οι οικονομικές απολαβές μιας γυναίκας, μειώνεται ο αριθμός των βρεφών που γεννάει. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται και στις δυτικές χώρες με την αύξηση των εργασιακών επιλογών των γυναικών» (Chabé-Ferret, 2019).
Οι παράγοντες που συντελούν στην αποδόμηση κάθε επιθυμίας για τεκνοποίηση, επηρεάζοντας ένα ζευγάρι να μην αποκτήσει παιδιά, ποικίλουν, αλλά κυρίως συνοψίζονται στα εξής:
- Αβεβαιότητα στην εργασία,
- Διαθεσιμότητα, πρόσβαση και ποιότητα των υπηρεσιών υγείας,
- Οικονομικοί λόγοι και οικογενειακό εισόδημα.
Σύμφωνα με τα ευρήματα το 86% των ενδιαφερομένων θα προχωρούσε άμεσα σε διαδικασία τεκνοποίησης, εφόσον καλύπτονταν οι ιατρικές δαπάνες κύησης και τοκετού.
Ενώ, διαπιστώθηκε ότι η μεγαλύτερη προτεραιότητα, για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας «έγκειται στην αναστροφή των πτωτικών τάσεων στη γονιμότητα του γηγενούς πληθυσμού. Για να επιτευχθεί αυτό, πρώτη προϋπόθεση είναι η βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη της χώρας, σε μακροχρόνια βάση, έτσι ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στις προοπτικές των ιδίων και των οικογενειών τους. Στη συνέχεια, πρέπει να εκπονηθεί μια εθνική πολιτική οικονομικής ενίσχυσης των οικογενειών για τις δαπάνες εγκυμοσύνης και, κυρίως, τοκετού, καθώς και των δαπανών για βρεφονηπιακούς σταθμούς».
Οι περιοχές με μικρό πληθυσμό, ακριτικές ηπειρωτικές με δύσκολη πρόσβαση σε δομές υγείας και ακριτικά νησιά, αλλά και ορεινές ημιαστικές περιοχές παρουσιάζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα υπογεννητικότητας.
Ο λόγος είναι ότι οι κεντρικές δομές υγείας, λόγω της γεωγραφικής τους ιδιαιτερότητας, αδυνατούν να προσφέρουν ικανοποιητικές υπηρεσίες υγείας σε αυτές τις περιοχές. Η τοπική παρουσία γυναικολόγου ή μαίας, ακόμα και υποτυπώδους κέντρου υγείας είναι αδύνατη, ενώ η παρουσία του αγροτικού ιατρού δεν δημιουργεί αίσθημα ασφάλειας και ηρεμίας στις γυναίκες, προκειμένου να πάρουν τη δύσκολη απόφαση για εγκυμοσύνη.
Το συγκεκριμένο πρόβλημα δεν αφορά τις γυναίκες κατοίκους ημιαστικών και αστικών περιοχών, όπου οι δομές υγείας είναι ικανοποιητικές όσον αφορά τόσο στην απόσταση, όσο και στην ποιότητα της υπηρεσίας. Τα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζουν είναι διαφορετικά, οικονομικού περιεχομένου, αλλά και κυρίως στοιχείων που έχουν να κάνουν με τη σύνδεση της μητρότητας με τις συνθήκες και το κανονιστικό πλαίσιο της εργασίας, κάτι που φαίνεται και από τη συγκεκριμένη μελέτη.
Στις ακριτικές ηπειρωτικές και νησιωτικές περιοχές υπάρχει πρόβλημα επάρκειας ιατρικών υπηρεσιών κατά την φάση της εγκυμοσύνης καθώς και του τοκετού. Σε αυτές τις περιοχές χρειάζεται σαφέστατη ενίσχυση των ιατρικών υπηρεσιών, είτε μέσω κεντρικών δομών υγείας, είτε μέσω οργανισμών-φορέων που υποστηρίζουν ιατρικά τις περιοχές αυτές. Απαιτείται οικονομική υποστήριξη για τα σχετικά ιατρικά έξοδα κατά την εγκυμοσύνη και τον τοκετό, αλλά δεν είναι έντονο το πρόβλημα της έλλειψης βρεφονηπιακών σταθμών.
Στις ημιαστικές περιοχές υπάρχει διαθεσιμότητα κατάλληλων ιατρικών υποδομών, αλλά επιζητείται οικονομική ενίσχυση για ιατρικές δαπάνες κύησης και τοκετού, και, κατά περίπτωση, για δαπάνες βρεφονηπιακών σταθμών, προκειμένου να πάρουν τη δύσκολη απόφαση να δημιουργήσουν οικογένεια.
Στις αστικές περιοχές το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι τα πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας καθώς και οι περιορισμοί που επιβάλλει το εργασιακό περιβάλλον στις γυναίκες που θα επιθυμούσαν να τεκνοποιήσουν. Απαραίτητη προϋπόθεση για τεκνοποίηση είναι η κάλυψη των ιατρικών δαπανών κύησης και τοκετού καθώς και οι δαπάνες βρεφονηπιακών σταθμών. Επίσης, πρέπει να επανεξεταστεί το πλαίσιο που διασυνδέει την μητρότητα με την εργασία στις ημιαστικές και αστικές περιοχές, ακολουθώντας διαδικασίες και δομές δοκιμασμένες από άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, προκειμένου να υποστηριχτεί η μητρότητα παράλληλα με την εργασία. Στον τομέα αυτόν, η χώρα μας υστερεί σημαντικά σε σχέση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες .
Δεν υπάρχουν γενικές λύσεις για όλες τις περιπτώσεις σε σχέση με το γηγενή πληθυσμό
Σύμφωνα με τους ειδικούς, λύσεις δεν υπάρχουν και πρέπει να σχεδιαστούν επιμέρους πολιτικές για την βελτίωση του δείκτη γεννήσεων ανάλογα με το επίπεδο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης των περιφερειών της χώρας. όπως λένε, οι πολιτικές υγείας οφείλουν να στοχεύουν στο να αυξάνουν το σχετικό εισόδημα, το οποίο αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της γεννητικότητας και να κάνουν τέτοιες προσαρμογές ώστε να μειώσουν το οικονομικό φορτίο των νοικοκυριών.
Για την ανατροπή της υπογεννητικότητας του πληθυσμού στη χώρα, θα πρέπει να εκπονηθεί μια συνολική στρατηγική που θα βασίζεται στο γεγονός της υπερεπάρκειας πόρων από την πλευρά της «προσφοράς υπηρεσιών υγείας» με μία πολιτική οικονομικής υποστήριξης και υποδομών.