Skip to main content

Το εργασιακό στρες δεν αυξάνει την αρτηριακή πίεση

Καταρρίφθηκε ο μύθος ότι το στρες που βιώνουμε στους χώρους της εργασίας μας, μας ανεβάζει την πίεση

Η πρώτη μελέτη για το θέμα έγινε το 2003 από Γάλλους ερευνητές οι οποίοι παρατήρησαν ότι δεν υπάρχει άρρηκτη σχέση μεταξύ των δύο. Αυτή η έρευνα και όλες οι προηγούμενες οδήγησαν του επιστήμονες από το πανεπιστήμιο Cornell της Νέας Υόρκης, να εξετάσουν τα επιστημονικά ερευνητικά στοιχεία που δημοσιεύτηκαν.

Στόχος τους ήταν να διαπιστώσουν κατά πόσο το στρες επηρεάζει την πίεση μας.

Οι Αμερικάνοι ερευνητές ανέλυσαν τα δεδομένα 48 προηγούμενων ερευνών που είχαν γίνει επί 22 έτη και είχαν συμπεριληφθεί 100.000 άτομα και διαπίστωσαν ότι τελικά, δεν υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ του εργασιακού στρες και της υψηλής πίεσης.

Σε κάποιες μελέτες όπου αναφέρεται σχέση μεταξύ πίεσης και εργασιακού στρες, διατυπώνεται ότι αφορά τη διαστολική πίεσης και όχι τη συστολική.

Και είναι περίεργο για τους επιστήμονες, να επηρεάζεται μόνο η διαστολική πίεση, καθώς όπως λένε, συνήθως η συστολική παρουσιάζει μεγαλύτερες διακυμάνσεις, ενώ επίσης, σε σύγκριση με τη διαστολική είναι καλύτερος δείκτης του κινδύνου για το καρδιαγγειακό σύστημα.

Ένα επιπλέον στοιχείο που αποδεικνύει ότι δεν συνδέονται πίεση και εργασιακό στρες, είναι το γεγονός ότι στις έρευνες τις οποίες οι συμμετέχοντες είχαν υψηλή πίεση, οι θεραπευτικές επεμβάσεις που δόθηκαν για να μειώσουν το στρες, δεν κατάφερναν να μειώνουν την ψηλή πίεση. 

Αυτό, όπως σημειώνουν οι ερευνητές δείχνει ότι το εργασιακό στρες, δεν ήταν αιτία πρόκλησης ψηλής πίεσης. Κι αν υπάρχει κάποια πιθανότητα σύνδεσης αυτή είναι αρκετά μικρή.

Τονίζουν ωστόσο, ότι μπορεί το στρες να μην επηρεάζει την πίεση αλλά δεν σημαίνει ότι δεν προκαλεί άλλα προβλήματα υγείας, όπως είναι οι πονοκέφαλοι, οι ημικρανίες, η κατάθλιψη, οι αϋπνίες κ.α.

Σύμφωνα με τους επιστήμονες το 40% των περιπτώσεων υψηλής πίεσης οφείλονται σε γενετικούς παράγοντες, άλλο ένα 40% στην παχυσαρκία, το υπερκατανάλωση αλατιού, την κακή διατροφή και την απουσία σωματικής άσκησης, ενώ ένα 20% σε παράγοντες αγνώστου αιτιολογίας.