Η νεκροφάνεια είναι η κατάσταση ανθρώπου η οποία χαρακτηρίζεται από προσωρινή παύση ή επιβράδυνση των βιολογικών λειτουργειών του ώστε να δίνει την εντύπωση ότι είναι νεκρός. Είναι πράγματι πιθανό κάποιες παθολογίες ή βίαιες αιτίες να οδηγήσουν σε τέτοια κατάσταση, επισημαίνει ο Ιατροδικαστής- Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών και Πρόεδρος της Ελληνικής Ιατροδικαστικής Εταιρίας, Γρηγόρης Λέων .
Σύμφωνα με τον κ. Λέων, τα παλαιότερα χρόνια που η ιατρική δεν είχε αναπτυχθεί και η πιστοποίηση του θανάτου δεν ακολουθούσε τους κανόνες της επιστήμης, είναι πιθανό και στην πατρίδα μας άνθρωποι που βρίσκονταν σε κατάσταση νεκροφάνειας να είχαν ταφεί. Αυτό συνέβαινε είτε γιατί δεν υπήρχε πάντα η φυσική παρουσία ιατρού κατά την εξέταση του θανόντα, είτε γιατί τα μέσα που χρησιμοποιούταν ήταν κυρίως εμπειρικά (ακρόαση, ψηλάφηση) και όχι εξέταση με ηλεκτροκαρδιογράφημα. Ωστόσο, δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα περιστατικά νεκροφάνειας παρά μόνο αφηγήσεις.
Ένα φαινόμενο ανάλογο της νεκροφάνειας που καταγράφεται επίσημα στην πρόσφατη ιατρική βιβλιογραφία είναι το «φαινόμενο του Λαζάρου» (Lazarus phenomenon), το οποίο συνδέεται συνήθως με πρότερη προσπάθεια καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης.
Συγκεκριμένα, αναφέρονται περιστατικά όπου ενώ μετά από την προσπάθεια αναζωογόνησης διαπιστώνεται αναστολή της αναπνοής και της κυκλοφορίας και το ηλεκτροκαρδιογράφημα δίνει ισοηλεκτρική γραμμή (θάνατος), μετά από χρονικό διάστημα συνήθως κάποιων λεπτών η κυκλοφορία επανέρχεται. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα το χρονικό διάστημα επαναφοράς είναι αρκετά μεγάλο. Χαρακτηριστικά αναφέρεται πρόσφατη περίπτωση «θανόντα» στην Μαλαισία όπου επανήρθε στη ζωή 40 λεπτά μετά την πιστοποίηση του θανάτου του, ενώ άλλες περιπτώσεις (Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ κα) καταγράφουν την επαναφορά ακόμα και ώρες μετά τον θάνατο.
Στην Ελλάδα υπάρχει ένα καταγεγραμμένο περιστατικό ενός 53χρονου άνδρα όπου δύο λεπτά μετά την παύση της καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης επανήλθε στη ζωή. Συνολικά από το 1982, περίπου 40 τέτοια περιστατικά καταγράφονται στην διεθνή ιατρική βιβλιογραφία. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό πάντως το φαινόμενο να μελετηθεί περισσότερο και στην χώρα μας και κυρίως να υπάρξει παρακολούθηση των ασθενών που έχουν δεχτεί αναζωογόνηση για τουλάχιστον 10 επιπλέον λεπτά μετά την διαπίστωση του θανάτου.
Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να εφαρμόζονται πλήρως οι κανόνες της ιατρικής σε περιπτώσεις θανάτων ενώ, είναι ιδιαίτερα σημαντικό η επιβεβαίωση της αναστολής αναπνοής και κυκλοφορίας να γίνεται από τον ίδιο τον ιατρό και μάλιστα όχι μόνο με εμπειρικές μεθόδους αλλά και με χρήση ηλεκτροκαρδιογραφήματος.
Τέλος, όπως τονίζει ο κ. Λεών, αναφορικά με την ταφή θα πρέπει να τηρείται από τους υπεύθυνους ο νόμος Α.Ν. 445/68 (ΦΕΚ-130 Α’) : Περί Νεκροταφείων και ενταφιασμού νεκρών. Σύμφωνα με το άρθρο 2 αυτού ορίζεται σαφώς: «η ταφή παντός νεκρού επιτρέπεται μετά πάροδον 12 ωρών από του νομίμως πιστοποιουμένου θανάτου, και επί περιπτώσεων νεκροτομής του πτώματος, αμέσως μετ’ αυτήν».
Έτσι, θα είναι βέβαιο ότι η νεκροφάνεια ή ανάλογα φαινόμενα θα διαπιστώνονται και δεν θα προβληματίζεται κανείς για το εάν ο άνθρωπος που οδηγήθηκε σε ταφή, είχε όντως καταλήξει.