Της Ανθής Αγγελοπούλου
Η γρίπη είναι μια μεταδοτική νόσος του αναπνευστικού συστήματος που προκαλείται από τον ιό της γρίπης. Υπάρχουν τρεις τύποι ιών γρίπης, οι A, B και C. Οι ιοί τύπου Α και Β αποτελούν τα κύρια αίτια γρίπης στον άνθρωπο, ενώ οι περιπτώσεις γρίπης από ιούς τύπου C είναι πολύ σπάνιες. Οι ιοί της γρίπης προσβάλλουν το ανώτερο ή και το κατώτερο τμήμα του αναπνευστικού συστήματος (μύτη, φάρυγγας, λάρυγγας, βρόγχοι). Στην καθημερινή γλώσσα, ο όρος «γρίπη» χρησιμοποιείται συχνά ως συνώνυμο του «κρύωμα» ή «ίωση», αλλά με την αυστηρή ιατρική έννοια του όρου, «γρίπη» είναι η νόσος που οφείλεται στους παραπάνω συγκεκριμένους ιούς.
Η γρίπη, σύμφωνα με τους ειδικούς, μπορεί να προκαλέσει ήπια έως σοβαρή νόσο και κάποιες φορές να οδηγήσει ακόμα και στο θάνατο. Οι ηλικιωμένοι, τα μικρά παιδιά και άτομα που πάσχουν από ορισμένα χρόνια νοσήματα κινδυνεύουν περισσότερο από σοβαρές επιπλοκές της γρίπης.
Η μόλυνση από έναν ιό γρίπης μία χρονιά μπορεί, σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ, να προσφέρει στο άτομο κάποιου βαθμού ανοσία σε παρόμοια στελέχη του ιού της γρίπης για ένα ή περισσότερα έτη. Ο βαθμός προστασίας εξαρτάται από την κατάσταση υγείας του κάθε ατόμου. Νέα, υγιή άτομα, με φυσιολογικό ανοσοποιητικό σύστημα, προστατεύονται σε υψηλότερο βαθμό σε σχέση με άτομα με πιο εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα.
Ωστόσο, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι ο ιός της γρίπης αλλάζει τόσο συχνά που τα αντισώματα που παράγονται έναντι ενός στελέχους γρίπης μπορεί να είναι λιγότερο αποτελεσματικά έναντι άλλων στελεχών. Επιπλέον, δεν επικρατεί κάθε χρόνο το ίδιο στέλεχος γρίπης.
Πώς γίνεται η μετάδοση της γρίπης
Σύμφωνα με την Άννα Τζώρτζη, πνευμονολόγο και αναπληρώτρια διευθύντρια του Ινστιτούτου Δημόσιας Υγείας, ACG, η μετάδοση της γρίπης μπορεί να ξεκινήσει ακόμα και μία ημέρα πριν την εμφάνιση συμπτωμάτων, δυσκολεύοντας την προφύλαξη των οικείων του ασθενούς από τόσο νωρίς. Παρ’ όλο που συνεχίζεται μέχρι και 7 ημέρες αργότερα, η υψηλότερη μεταδικότητα παρατηρείται τις πρώτες 3-4 ημέρες από την έναρξη των συμπτωμάτων. Η προστασία μετάδοσης θα πρέπει να συνεχιστεί μέχρι και 24 ώρες μετά τη λύση του τελευταίου συμπτώματος, είτε είναι πυρετός είτε κάποιο άλλο.
Οι συνηθέστεροι τρόποι μετάδοσης είναι με τα μικροσωματίδια τα οποία εκπέμπονται με την ομιλία, τον βήχα, το γέλιο, το φτέρνισμα και την άμεση επαφή από άτομο σε άτομο. Οι ιοί της γρίπης επίσης μεταδίδονται μέσω των χεριών, όταν κάποιος αγγίζει αντικείμενα και επιφάνειες που έχουν μολυνθεί και στη συνέχεια πιάνει τα μάτια του, τη μύτη ή το στόμα του.
Παράγοντες όπως ο ψυχρός καιρός και ο συγχρωτισμός (συγκέντρωση πολλών ατόμων σε κλειστούς χώρους) αυξάνουν τη μετάδοση της γρίπης. Για την αποφυγή της μετάδοσης, τα άτομα θα πρέπει να καλύπτουν το στόμα και τη μύτη τους με χαρτομάντιλο όταν βήχουν ή φτερνίζονται και να πλένουν τακτικά τα χέρια τους.
Όπως λέει η κ. Τζώρτζη, ο ιός της γρίπης επιβιώνει στον αέρα έως 24 ώρες, ενώ σε μη πορώδεις επιφάνειες μέχρι και 48 ώρες.
Τα μικρά παιδιά συμβάλλουν σημαντικά στην εξάπλωση της νόσου, καθώς αποβάλλουν ιό για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα συγκριτικά με τις νεαρές ηλικίες και άλλους ενήλικες, ενώ και στην περίπτωση ανοσοκαταστολής παρατείνεται η αποβολή του ιού.
Ποια συμπτώματα πρέπει να προσεχθούν
Όπως μας εξηγεί ο κ. Γεώργιος Σαρόγλου, ομότιμος καθηγητής Παθολογίας-Λοιμώξεων του ΕΚΠΑ, τα κλινικά συμπτώματα της είναι πυρετός, κεφαλαλγία, συνάχι, μυαλγίες, ρίγη κ.α. και κάποιες φορές μόνο διάρροια, ναυτία και έμετοι που παραπέμπουν σε γαστρεντερικές λοιμώξεις.
Η εμφάνιση των συμπτωμάτων γίνεται 1-4 ημέρες από την είσοδο του ιού στον οργανισμό, αλλά κάποια άτομα μολύνονται και είναι μεταδοτικά, χωρίς να εμφανίσουν τα ίδια κάποιο σύμπτωμα. Η συχνότητα μόλυνσης από τον ιό εξαρτάται από την ηλικία, με τα παιδιά να εμφανίζουν την υψηλότερη συχνότητα μόλυνσης και αυξημένο κίνδυνο εισαγωγής σε νοσοκομείο, κυρίως στις ηλικίες κάτω των 2 ετών.
Για το λόγο αυτό, αν παρουσιάσουμε ξαφνικά πυρετό, συμπτώματα από το αναπνευστικό (καταρροή, βήχα), έντονους μυϊκούς πόνους καλό είναι να επισκεφθούμε ένα γιατρό.
Συνήθως οι γιατροί θέτουν τη διάγνωση με βάση τα συμπτώματα
Επειδή όμως είναι δύσκολο να ξεχωρίσουμε τη γρίπη από άλλες ιώσεις του αναπνευστικού σε μερικές περιπτώσεις γίνονται και ειδικές εργαστηριακές εξετάσεις για είναι ακριβής η διάγνωση. Οι εξετάσεις αυτές είναι η απομόνωση, η καλλιέργεια του ιού στις ρινοφαρυγγικές εκκρίσεις ή ο έλεγχος για αντισώματα κατά του ιού στο αίμα.
Παρ’ όλα αυτά, στις περισσότερες των περιπτώσεων ατόμων με γρίπη που θα επισκεφθούν τον γιατρό δεν είναι απαραίτητο να γίνονται τέτοιες εξετάσεις, καθώς τα αποτελέσματά τους δεν πρόκειται να επηρεάσουν τον τρόπο αντιμετώπισης του ασθενούς.
Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στις ευάλωτες ομάδες πληθυσμού όπως σε:
- άτομα που αντιμετωπίζουν χρόνια νοσήματα
- ενήλικες άνω των 65 ετών
- παιδιά κάτω των 2 ετών
- ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη
- άτομα με χρόνιες νευρολογικές παθήσεις, συγγενείς ή επίκτητες
- ασθενείς με ανοσοκαταστολή
- άτομα με παχυσαρκία
- τροφίμους οίκων ευγηρίας
- γυναίκες κατά την κύηση
Ο κύριος τρόπος για να προστατευθεί κανείς από τη γρίπη είναι ο έγκαιρος εμβολιασμός
Κανένα φάρμακο δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον αντιγριπικό εμβολιασμό, που είναι το κύριο μέτρο πρόληψης για την γρίπη.
Ο εμβολιασμός πρέπει να γίνεται κάθε χρόνο κατά το χρονικό διάστημα Οκτωβρίου-Νοεμβρίου. Χρειάζονται περίπου 2 εβδομάδες από τον εμβολιασμό ώστε ο οργανισμός να δημιουργήσει προστατευτικά αντισώματα για τη γρίπη. Παρόλο που ο καλύτερος χρόνος για εμβολιασμό είναι η περίοδος Οκτωβρίου-Νοεμβρίου, μπορεί κάποιος να εμβολιαστεί και αργότερα, εάν ανήκει στις ευπαθείς ομάδες και για κάποιο λόγο δεν εμβολιάστηκε έγκαιρα.
Στους ενήλικες αρκεί να γίνεται μόνο μία δόση εμβολίου κάθε χρόνο. Μελέτες έχουν δείξει ότι επαναληπτική δόση του εμβολίου γρίπης δεν προσφέρει στην βελτίωση της ανοσίας. Στα παιδιά ηλικίας μικρότερης των 9 ετών που εμβολιάζονται για πρώτη φορά κατά της γρίπης, πρέπει να γίνονται δύο δόσεις εμβολίου, σε διάστημα τουλάχιστον ενός μήνα η μία από την άλλη.
Αξίζει να σημειωθεί, όπως κάθε χρόνο και επειδή ο ιός της γρίπης μεταλλάσσεται σε διαφορετικούς υπο-ορότυπους, έτσι και για την περίοδο 2019-2020 η σύνθεση του αντιγριπικού εμβολίου περιέχει τα εγκεκριμένα στελέχη του ιού, σύμφωνα με τις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ).
Για τη φετινή περίοδο συνταγογραφείται σύμφωνα με το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών οποιοδήποτε αντιγριπικό εμβόλιο (που διαθέτει άδεια κυκλοφορίας), του οποίου η σύνθεση περιέχει τα εγκεκριμένα στελέχη από τον Ελληνικό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΟΦ).
Υπάρχουν όμως και κάποιοι βασικοί κανόνες υγιεινής που πρέπει να τηρούν όλοι
Οι κανόνες υγιεινής είναι ένας αρκετά αποτελεσματικός τρόπος για να προστατεύσουμε τον εαυτό μας και τους γύρω μας, από την γρίπη. Για το λόγο αυτό:
- Αποφύγετε στενή επαφή με άλλα άτομα.
- Αποφύγετε να έρχεστε σε επαφή με άτομα που είναι άρρωστα.
- Κρατήστε απόσταση από τους άλλους όταν είστε εσείς άρρωστοι για να τους προφυλάξετε και να μην αρρωστήσουν.
- Μείνετε στο σπίτι σας όταν είστε άρρωστοι. Αποφύγετε, εφ’όσον βέβαια αυτό είναι δυνατόν, να πηγαίνετε στη δουλειά σας, στο σχολείο, σε συναθροίσεις οικογενειακές ή κοινωνικές, σε πολυσύχναστα μέρη και να κυκλοφορείτε με μέσα μαζικής μεταφοράς. Με αυτό τον τρόπο θα βοηθήσετε να μην αρρωστήσουν και άλλοι άνθρωποι.
- Καλύψτε με χαρτομάντιλο το στόμα και τη μύτη σας όταν βήχετε ή φταρνίζεστε. Με αυτό τον τρόπο προστατεύετε αυτούς που είναι γύρω σας και μειώνεται σημαντικά η πιθανότητα να αρρωστήσουν και αυτοί.
- Πλένετε συχνά τα χέρια σας. Το συχνό πλύσιμο των χεριών μειώνει σημαντικά την διασπορά των ιών. Με αυτό τον τρόπο προστατεύετε τον εαυτό σας και τους γύρω σας.
- Αποφύγετε να πιάνετε τα μάτια σας, τη μύτη σας ή το στόμα σας. Οι ιοί της γρίπης συχνά μεταδίδονται όταν κάποιος αγγίζει αντικείμενα και επιφάνειες που έχουν μολυνθεί και στη συνέχεια πιάνει τα μάτια του, τη μύτη ή το στόμα του.
Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες ιώσεις, έτσι και η γρίπη συνήθως «θα κάνει τον κύκλο της»
Χρειάζεται ξεκούραση, πολλά υγρά, αποφυγή του καπνίσματος, λήψη αντιπυρετικών για την αντιμετώπιση του πυρετού και παυσίπονων για την αντιμετώπιση του πόνου των μυών. Οι περισσότεροι υγιείς άνθρωποι ξεπερνούν τη γρίπη χωρίς να παρουσιάσουν επιπλοκές, ωστόσο, τα άτομα που ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου (χρόνια καρδιολογικά, αναπνευστικά προβλήματα, ανοσοκαταστολή κ.λπ.), διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για σοβαρές επιπλοκές, οι οποίες πάντως μπορούν να εμφανιστούν και σ’ ένα μικρό ποσοστό υγιών ατόμων.
Τα αντιβιοτικά δεν έχουν καμία θέση στη θεραπεία της γρίπης, διότι τα αντιβιοτικά δεν καταπολεμούν τους ιούς
Μη δίνετε ασπιρίνη σε παιδιά και εφήβους, ιδίως όταν έχουν πυρετό, αν δεν συμβουλευθείτε πρώτα γιατρό. Στα άτομα αυτής της ηλικίας που έχουν αρρωστήσει με γρίπη, η ασπιρίνη μπορεί, σπάνια, να προκαλέσει ένα σοβαρό νόσημα που λέγεται σύνδρομο Reye.
Υπάρχουν δύο κύριες κατηγορίες αντιιικών φαρμάκων
Οι αναστολείς της νευραμινιδάσης (μιας βασικής πρωτεΐνης του ιού της γρίπης), κυρίως η ζαναμιβίρη και η οσελταμιβίρη, που είναι δραστικοί έναντι και των δύο τύπων ιού γρίπης Α και Β καθώς και τα παλαιότερα φάρμακα, αμανταδίνη και ριμανταδίνη, που είναι όμως δραστικά έναντι μόνο του ιού της γρίπης τύπου Α.
Πολλά στελέχη ιού γρίπης, περιλαμβανομένου του ιού γρίπης Α(Η1Ν1)ρ^09, έχουν αναπτύξει αντοχή σε αυτά τα δύο φάρμακα. Για αυτό το λόγο, η αμανταδίνη και η ριμανταδίνη δε χρησιμοποιούνται, εκτός επιλεγμένων περιπτώσεων, ούτε για την προφύλαξη ούτε για τη θεραπεία της γρίπης.
Τα φάρμακα αυτά χορηγούνται από του στόματος, εκτός από την ζαναμιβίρη, η οποία είναι εισπνεόμενο φάρμακο και χορηγείται υπό την μορφή εισπνοών, με ειδική συσκευή.
Τόσο η ζαναμιβίρη όσο και η οσελταμιβίρη μπορεί να ελαττώσουν τη διάρκεια της ανεπίπλεκτης γρίπης κατά περίπου μία ημέρα, εάν χορηγηθούν εγκαίρως, δηλαδή μέσα στις δύο πρώτες ημέρες από την έναρξη των συμπτωμάτων. Μπορούν επίσης να προλάβουν σοβαρές επιπλοκές της γρίπης,όπως την πνευμονία. Για ασθενείς υψηλού κινδύνου, η θεραπεία με αντιιικά μπορεί να αποτρέψει βαρύτερη νόσηση και ανάγκη για νοσηλεία.
Οι περισσότεροι πάντως ασθενείς με ήπια συμπτώματα βελτιώνονται μέσα σε 3-4 ημέρες και δε χρειάζεται να πάρουν αντιϊικά φάρμακα. Ο γιατρός μπορεί να χορηγήσει αντιϊικά σε ασθενείς που ανήκουν σε ομάδα υψηλού κινδύνου ή που παρουσιάζουν σοβαρά συμπτώματα.
Ωστόσο, όπως αναφέρει ο ΕΟΔΥ, πολλά στελέχη ιού γρίπης, περιλαμβανομένου του ιού γρίπης Α(Η1Ν1)2009, έχουν αναπτύξει αντοχή στην αμανταδίνη και ριμανταδίνη. Αντοχή σπανίως αναφέρεται και για τους αναστολείς νευραμινιδάσης όπως η οσελταμιβίρη. Είναι λοιπόν απαραίτητο τα φάρμακα αυτά να λαμβάνονται μόνο με ιατρική συνταγή.
Να σημειωθεί επίσης, ότι η ζαναμιβίρη καλό είναι να αποφεύγεται σε ασθενείς με ιστορικό παθήσεων του αναπνευστικού συστήματος. Η χορήγηση αμανταδίνης σε εγκύους αντενδείκνυται. Το φάρμακο πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε αλκοολικούς και σε άτομα με ψυχιατρικό ιστορικό ή ιστορικό επιληπτικών κρίσεων.
Τέλος, τα αντιϊικά φάρμακα, όπως όλα τα φάρμακα, έχουν παρενέργειες, οι οποίες μπορεί να είναι σημαντικές. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να λαμβάνονται με συνταγή γιατρού και υπό προσεκτική παρακολούθηση.