Μελέτη που έγινε δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Lancet Oncology», διαπίστωσε ότι η κατανάλωση καυτών ροφημάτων ευθύνεται για την αύξηση του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου του οισοφάγου.
Σύμφωνα με την Dr. Mariana Stern από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνια η ίδια μαζί με 22 άλλους επιστήμονες από 10 χώρες συναντήθηκαν στη Λυών της Γαλλίας, τον Μάιο του τρέχοντος έτους προκειμένου να καθορίσουν εάν η κατανάλωση καφέ, ή άλλων πολύ ζεστών ροφημάτων προκαλούν καρκίνο, διαπιστώθηκε, ότι δεν ευθύνεται ο ίδιος ο καφές αλλά η θερμοκρασία στην οποία είναι ο καφές και τα άλλα ροφήματα όταν τα καταναλώνουμε. Η ερευνητική ομάδα, επανεξέτασε περισσότερες από 1.000 μελέτες οι οποίες αφορούσαν πάνω από 20 διαφορετικούς τύπους καρκίνου, και παρατήρησε ότι η κατανάλωση οποιοδήποτε ροφήματος με θερμοκρασία άνω των 65οC είναι «πιθανώς καρκινογόνος για τον άνθρωπο».
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην ίδια ομάδα επικινδυνότητας με τα ζεστά ροφήματα έχουν ενταχθεί το DDT, τα τηγανιτά φαγητά σε υψηλές θερμοκρασίες, η κατανάλωση κόκκινου κρέατος και ο ιός των ανθρώπινων θηλωμάτων (HPV).
Με βάση αυτά τα ευρήματα ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας με ανακοίνωση του προειδοποιεί ότι τα ζεστά ροφήματα που ξεπερνούν τους 65 βαθμούς Κελσίου μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο για εμφάνιση καρκίνου στον οισοφάγο.
Επιπροσθέτως, τα ευρήματα αυτά εκδόθηκαν στις 15 Ιουνίου από το Διεθνές Κέντρο Έρευνας για τον Καρκίνο ως μονογραφία. Οι μονογραφίες χρησιμοποιούν ταξινομήσεις, που κυμαίνονται από την ομάδα 1 όπου η σύνδεση με τον καρκίνο είναι αναμφισβήτητη (όπως το κάπνισμα), ως την ομάδα 4 όπου είναι απίθανο να υπάρχει συσχέτιση.
Όπως επισημαίνει το περιοδικό Lancet Oncology η νέα μονογραφία κατατάσσει την κατανάλωση πολύ ζεστών ροφημάτων στην ομάδα 2Α, το οποίο σημαίνει ότι είναι «πιθανώς καρκινογόνος για τον άνθρωπο». Όμως, ο καφές και το ματέ (ένα καφεϊνούχο ρόφημα) όταν σερβίρονται κρύα ταξινομούνται στην ομάδα 3, που σημαίνει, ότι δεν βρέθηκαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι μπορούν να προκαλέσουν καρκίνο. Για παράδειγμα η θερμοκρασία σερβιρίσματος του καφέ και ειδικά του ματέ (που πίνεται στη Νότια Αμερική με μεταλλικό καλαμάκι) ξεπερνά κατά πολύ τη θερμοκρασία που οι ερευνητές θεωρούν ασφαλή. Όπως επεσήμανε η Dr. Stern, στις Ηνωμένες Πολιτείες η θερμοκρασία σερβιρίσματος των ζεστών ροφημάτων κυμαίνεται μεταξύ 37-88ο Κελσίου, με τη μέση θερμοκρασία να είναι περίπου 60ο Κελσίου.
Σύμφωνα με τα ευρήματα λοιπόν, δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη όπου οι άνθρωποι απολαμβάνουν τον καφέ, το τσάι ή τη σοκολάτα τους κάτω από τους 60˚C, προσθέτοντας συχνά γάλα που μειώνει τη θερμοκρασία του ροφήματος. Ενώ, η Dr. Stern συμλήρωσε ότι αξιολόγησαν πιο προσεκτικά την επίδραση του ίδιου του ματέ αλλά και την επίδραση της θερμοκρασίας στην οποία καταναλώνεται και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η σχέση μεταξύ της κατανάλωσης ματέ και καρκίνου του οισοφάγου οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη θερμοκρασία την οποία πίνεται το ρόφημα. Παρόμοιες σχέσεις παρατηρήθηκαν και σε άλλα πολύ ζεστά ροφήματα, όπως το τσάι , η σοκολάτα κ.λπ. όπως τόνισε.
Όπως λένε οι επιστήμονες, ο θερμικός τραυματισμός του οισοφαγικού βλεννογόνου είναι η αιτία που τα καυτά ροφήματα μπορεί να προκαλέσουν την εμφάνιση της νόσου.
Μάλιστα παλαιότερες μελέτες είχαν εστιάσει στο ίδιο πρόβλημα και είχαν αναδείξει τη συσχέτιση που υπήρχε μεταξύ της κατανάλωσης στερεάς τροφής και υγρών υψηλής θερμοκρασίας με τον καρκίνο του οισοφάγου.
Ωστόσο, μέσα σε όλα υπήρξε και μια θετική ανακοίνωση της επιστημονικής ομάδας, ότι ένα φλιτζάνι καφέ ημερησίως μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του ήπατος κατά 15%, γεγονός που χαροποίησε όλους καθώς η συγκεκριμένη μορφή καρκίνου είχε πολύ χαμηλά ποσοστά επιβίωσης
Αναλύοντας τη μελέτη ο Δρ. Εμμανουήλ Ζαχαράκης, Διευθυντής Χειρουργικής του Ανωτέρου Πεπτικού της Κλινική ΙΑΣΩ General στην Αθήνα & Συνεργάτης της Κλινικής ‘Άγιος Λουκάς’ στη Θεσ/νίκη και Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Imperial College London, είπε ότι ο καρκίνος εμφανίζεται όταν τα κύτταρα του οργανισμού μας αναπτύσσονται ανεξέλεγκτα. Ο καρκίνος του οισοφάγου ξεκινάει από τον βλεννογόνο και αναπτύσσεται προς τα έξω. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία, οι άνδρες έχουν έως 4 φορές περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν τη νόσο, με το αδενοκαρκίνωμα να είναι η πιο συχνή μορφή της στους Καυκάσιους. Αν και η νόσος συνοδεύεται παραδοσιακά από υψηλή θνητότητα, τις τελευταίες δεκαετίες οι βελτιωμένες συνδυαστικές θεραπείες, η αντιμετώπιση των ασθενών από εξειδικευμένους χειρουργούς, και η ριζική εκτομή των όγκων αυτών με εκτεταμένο λεμφαδενικό καθαρισμό τόσο στην κοιλιά όσο και στο θώρακα, έχουν οδηγήσει σε αύξηση του ποσοστού των ανθρώπων που επιβιώνουν για μια πενταετία σε πάνω από το 50%, ανεξαρτήτως σταδίου, ενώ σε περιπτώσεις έγκαιρης διάγνωσης το ποσοστό αυτό αγγίζει το 70%.