Μελέτη που έγινε στα σπίτια 1.300 οικογενειών, από τους επιστήμονες του πανεπιστημίου King’s College στο Λονδίνο και η οποία δημοσιεύεται στο επιστημονικό περιοδικό «Journal of Allergy and Clinical Immunology», έδειξε ότι στα σπίτια όπου το νερό είχε υψηλή σκληρότητα αυξανόταν πάνω από 80% ο κίνδυνος να παρουσιάσει ένα μωρό δερματικό έκζεμα.
Οι επιστήμονες ανέλυσαν δείγματα νερού από τα συγκεκριμένα σπίτια καθώς είχαν μωρά ηλικίας τριών μηνών, και κατέγραψαν την περιεκτικότητα των νερών σε άλατα και σε χλώριο.
Οι ερευνητές, εξέτασαν τα μωρά για να ατοπική δερματίτιδα, δηλαδή παιδικό έκζεμα και αξιολόγησαν τη λειτουργία του δερματικού φραγμού τους, μετρώντας την απώλεια νερού μέσω της επιδερμίδας (TEWL) στο υγιές (μη ατοπικό) δέρμα του μπράτσου τους. Επιπλέον, τα υπέβαλλαν σε εξετάσεις για μεταλλάξεις του γονιδίου FLG το οποίο κωδικοποιεί μία σημαντική πρωτεΐνη του δερματικού φραγμού.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι μεταλλάξεις αυτές οδηγούν σε διαταραχή του δερματικού φραγμού, η οποία πιστεύεται ότι επιτρέπει στα αλλεργιογόνα να εισβάλλουν στο δέρμα και να προδιαθέσουν το σώμα προς μία αλλεργική αντίδραση.
Επιπροσθέτως, υπέβαλαν σε ερωτήσεις τους γονείς αναφορικά με το πώς καθαρίζουν τα μωρά τους, τα ρούχα αλλά και το σπίτι τους. Αν δηλαδή χρησιμοποιούν αποσκληρυντικό νερού, τη συχνότητα με την οποία έκαναν μπάνιο τα μωρά, τα είδη των προϊόντων μπάνιου (π.χ. σαπούνια, αφρόλουτρα) που χρησιμοποιούσαν, καθώς και το αν χρησιμοποιούσαν μαλακτικό στα ρούχα.
Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι στα σπίτια με πολύ σκληρό νερό ο κίνδυνος να παρουσιάσει το μωρό έκζεμα έφτασε έως και 87%, ανεξάρτητα από την περιεκτικότητα του νερού σε χλώριο. Ο κίνδυνος αυτός αυξανόταν περισσότερο για τα μωρά που είχαν μεταλλάξεις του γονιδίου FLG. Ωστόσο, όπως είπαν, οι τυχόν συσχετίσεις με τη συχνότητα του μπάνιου, τη χρήση σαπουνιών και σαμπουάν, και τις συνήθειες φροντίδας του δέρματος και υγιεινής δεν θεωρήθηκαν αξιόπιστα στοιχεία για την εμφάνιση εκζέματος.
Όπως ανέφερε ο επικεφαλής της έρευνας Dr Carsten Flohr, από το Ινστιτούτο Δερματολογίας του King’s College και το Guy’s and St Thomas’ NHS Foundation Trust, οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ σκληρότητας και χλωρίου στο νερό, με άλλα χημικά του νερού και με την μικροχλωρίδα του δέρματος μπορεί να παίζουν ρόλο, αλλά αυτό πρέπει να ερευνηθεί ξεχωριστά. Επεσήμανε μάλιστα, ότι προγραμματίζεται νέα μελέτη στην οποία θα εξετάσουν οι ειδικοί αν η εγκατάσταση ενός αποσκληρυντικού συστήματος στα σπίτια παιδιών υψηλού κινδύνου για έκζεμα, κατά την περίοδο της γέννησης ενός μωρού, μπορεί να τα προστατεύσει από αυτή τη δερματοπάθεια, καθώς και αν η μείωση των επιπέδων χλωρίου στο νερό τους παρέχει πρόσθετο όφελος.
Αναλύοντας τη μελέτη αυτή ο Δρ. Μάρκος Μιχελάκης, Δερματολόγος-Αφροδισιολόγος, εξειδικευμένος στην Αισθητική Δερματολογία-Δερματοχειρουργική και το δερματικό έκζεμα, εξηγεί ότι το δερματικό έκζεμα προκαλεί ξηρότητα στο δέρμα, φλεγμονή και έντονο κνησμό δηλαδή φαγούρα. Είναι πολύ συνηθισμένο, αφού προσβάλλει περίπου ένα στα πέντε βρέφη και οι παράγοντες που το πυροδοτούν πιθανότατα είναι η διαταραχή στο φραγμό του δέρματος και το ξηρό δέρμα, που εν μέρει οφείλονται σε γενετική προδιάθεση.
Όπως επισημαίνει ο κ. Μιχελάκης, ο δερματικός φραγμός είναι ένα προστατευτικό στρώμα που αποτελεί τμήμα της επιδερμίδας και προφυλάσσει το δέρμα από την απώλεια νερού και την εισβολή μικροοργανισμών. Στη διαταραχή αυτού του φραγμού μπορεί να συμβάλλουν, όπως λέει και περιβαλλοντικοί παράγοντες, στους οποίους ίσως συμπεριλαμβάνεται η σκληρότητα και το χλώριο του οικιακού νερού.
Όπως λένε οι ειδικοί η σκληρότητα του νερού εκφράζει την συγκέντρωση των διαλυμένων αλάτων ασβεστίου και μαγνησίου, και εξαρτάται από τα πετρώματα από τα οποία έχει περάσει το νερό. Το σκληρό νερό δεν αφρίζει καλά όταν χρησιμοποιείται μαζί με σαπούνι για πλύσιμο, αφήνει λευκά αποθέματα (πουρί) στην εσωτερική επιφάνεια οικιακών ειδών και συσκευών (π.χ. γίνονται άσπρες οι κατσαρόλες), καθώς και στις βρύσες, ενώ κάνει τα ρούχα σκληρά.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι πιο παλιές έρευνες που είχαν γίνει στη Βρετανία, την Ισπανία, την Ιαπωνία είχαν διαπιστώσει ότι η σκληρότητα του οικιακού νερού συνδέεται με τον κίνδυνο που διατρέχουν τα παιδιά σχολικής ηλικίας να εκδηλώσουν δερματικό έκζεμα.