Skip to main content

Η εικόνα του σώματος στον ασθενή με ρευματικό νόσημα

Ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα θέματα που συζητήθηκαν στο φετινό συνέδριο Eular Pare στη Μαδρίτη, το οποίο έλαβε χώρα από τις 12 έως τις 15 Ιουνίου, ήταν η σύνδεση της εικόνας του σώματός μας με τη διαχείριση της υγείας μας.

Όπως αναφέρει η κ. Φωτεινή Ασημακοπούλου, Αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας ΡευΜΑζήν και Πρόεδρος του Συλλόγου Ρευματοπαθών Πάτρας, ένα κρίσιμο ερώτημα προς το οποίο οφείλουμε να στρέψουμε την προσοχή μας είναι το εξής: πώς αισθάνονται οι ασθενείς με ρευματικά νοσήματα όταν κοιτάζονται στον καθρέφτη; Είναι χαρακτηριστικό ότι από την πλευρά των ασθενών συχνά υπάρχει το αίσθημα πως οι γιατροί δεν ενδιαφέρονται όσο θα έπρεπε για τα αισθήματα που γεννιούνται στον ασθενή από την εικόνα του σώματός του. Ωστόσο, η αυτοεικόνα ενός ανθρώπου και ειδικότερα ενός ασθενούς μπορεί να επηρεάσει καταλυτικά τη σχέση του με το νόσημα και εν γένει με τον εαυτό του, οδηγώντας σε πολύ δυσάρεστα αποτελέσματα.

Κατά τη διάρκεια του Eular, στη σχετική συνεδρία «Body image & rheumatology» γιατροί και ασθενείς κατέληξαν από κοινού στο συμπέρασμα ότι η αρνητική εικόνα του σώματος ενδέχεται να οδηγήσει σε μια σειρά από δυσμενείς συνέπειες, όπως οι εξής: 1) Διατροφικές διαταραχές (πολυφαγία και νευρική ανορεξία), 2) κατάθλιψη, 3) εξαντλητική και μη καθοδηγούμενη άσκηση, 4) κακή χρήση φαρμάκων, 5) αλκοόλ και κάπνισμα, 6) απομόνωση, 7) αυτοκτονικός ιδεασμός. Όπως γίνεται αντιληπτό, η επιβαρυντική για την ψυχολογία του ασθενούς εικόνα του σώματός του συνιστά ένα μείζον πρόβλημα, του οποίου η επίλυση απαιτεί τη διεπιστημονική συνεργασία μεταξύ ρευματολόγων, διατροφολόγων, ψυχολόγων και ψυχιάτρων, ώστε να εξελιχθεί με τον βέλτιστο δυνατό τρόπο η θεραπευτική αντιμετώπιση των χρονίως πασχόντων.

Σε συνέχεια της συνεδρίας, ασθενείς και επαγγελματίες υγείας συμφώνησαν στον σημαντικότατο ρόλο της ανατροφοδότησης, η οποία παρέχει πολλαπλές ωφέλειες στον ασθενή. Αρχικά, ενισχύει τα κίνητρα των ασθενών για τη συμμετοχή στη θεραπεία, ενώ διευκολύνει τη συναπόφαση και την κατά το δυνατόν καλύτερη απόδοσή της. Επίσης, ενθαρρύνει τον ασθενή, ενισχύει την ενεργητική και αυτοκατευθυνόμενη αντιμετώπιση της νόσου και επισημαίνει στους ασθενείς σε ποια σημεία της θεραπείας τους πρέπει να εστιάσουν. Ακόμη, τους βοηθά να παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις στην υγεία και να αναπτύσσουν δεξιότητες αυτοαξιολόγησης. Τέλος, οι ασθενείς αισθάνονται ότι εκπληρώνουν στόχους και παράλληλα τους παρέχεται το έναυσμα για την ουσιαστική επικοινωνία με τον θεράποντα. Σε κάθε περίπτωση, είναι αναγκαίο να επισημανθεί ότι ο γιατρός-σύμβουλος είναι αυτός που κινητοποιεί τον ασθενή με σκοπό την αυτοδιαχείριση και την αυτοβελτίωση.

Συνάγεται, επομένως, αβίαστα το συμπέρασμα ότι η καλή επικοινωνία ανάμεσα στον γιατρό και τον ασθενή συντείνει καθοριστικά στη βελτίωση της διαχείρισης του νοσήματος συνάδοντας με την εικόνα ενός ασθενούς ενημερωμένου, εκπαιδευμένου και ενεργητικού. Τόσο σε ζητήματα που σχετίζονται με την εικόνα του ως πάσχοντος σώματος όσο και σε ευρύτερα θέματα που απορρέουν από το νόσημά του, ο σύγχρονος ασθενής οφείλει να συζητά με τον γιατρό του και να τον τροφοδοτεί με την πραγματική εμπειρία του από το νόσημα και τη θεραπευτική αγωγή του, ώστε συνεργαζόμενοι να προβούν στις ενέργειες εκείνες που θα αποβούν καρποφόρες για την βελτίωση της σωματικής και ψυχικής υγείας του ρευματοπαθούς.