Του Γιώργου Σακκά
[email protected]
Η επίτευξη διάρκειας της ύφεσης των συμπτωμάτων της ρευματοειδούς αρθρίτιδας αποτελεί βασικό ζητούμενο για τη βελτίωση της καθημερινότητας των πασχόντων, αλλά και μια σημαντική πρόκληση για τα συστήματα υγείας. Οι ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα, οι οποίοι εκτιμώνται στα 23,7 εκατομμύρια διεθνώς και στους περίπου 100.000 στη χώρα μας, έρχονται τακτικά αντιμέτωποι με τους πόνους που προκαλούν οι φλεγμονές και καθίστανται μη παραγωγικοί κατά τη διάρκεια των εξάρσεων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκεια του πρόσφατου Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Ρευματολογίας – EULAR, η επίτευξη της ύφεσης της ενεργότητας της νόσου, αποτέλεσε από τα σημαντικότερα θέματα των επιστημονικών συναντήσεων. Με βάση τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, οι ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα χάνουν από 2,7 έως και 30 μέρες εργασίας τον χρόνο λόγω των εξάρσεων της νόσου, ενώ αν δεν χορηγηθεί η κατάλληλη θεραπεία όσο το δυνατόν νωριτερα, έχει αποδειχτεί ότι το 50% των ασθενών στα 10 χρόνια συνεχούς εμφάνισης συμπτωμάτων δεν μπορεί να εργαστεί.
Όμως δεν είναι μόνο ο κοινωνικοοικονομικός αντίκτυπος, αλλά η ίδια η καθημερινή ζωή των ασθενών η οποία δοκιμάζεται, καθώς δεν είναι ικανοί να ολοκληρώσουν απλές καθημερινές δραστηριότητες, αντιμετωπίζουν επιπτώσεις στην ψυχολογία τους ενώ παράλληλα ελλοχεύει και ο κίνδυνος επιδείνωση της υγείας τους με την εμφάνιση άλλων ασθενειών όπως καρδιαγγειακά νοσήματα.
Είναι γεγονός πάντως ότι πλέον στη φαρέτρα τους οι ρευματολόγοι διαθέτουν μια σειρά σημαντικών θεραπειών που συμβάλλουν σημαντικά στην βελτίωση της κατάστασης της υγείας και περιορίζουν τις επιπτώσεις των φλεγμονών. Παρόλ’ αυτά είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι μελέτες που παρουσιάστηκαν επισημαίνουν ότι ακόμη και η υποχώρηση της φλεγμονής δεν αποτελεί εγγύηση για την υποχώρηση του πόνου. Έτσι διαπιστώνεται πως η επίτευξη της διάρκειας ύφεσης της νόσου εξακολουθεί να αποτελεί ακόμη και σήμερα μια ακάλυπτη θεραπευτική ανάγκη.
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι η συμμόρφωση των ασθενών με την προτεινόμενη θεραπεία, θεωρείται μια ισχυρή παράμετρος για την αποτελεσματικότητα της. Η χορήγηση βιολογικών παραγόντων σε ενέσιμη μέχρι τώρα μορφή θεωρείται ιδιαίτερα αποτελεσματική όμως δεν αποκλείει το κίνδυνο της ασυνέπειας των ασθενών στη χορήγηση.
Νέα θεραπεία
Κατά τη διάρκεια του EULAR,παρουσιάστηκαν και τα θετικά αποτελέσματα από την πιλοτική Φάσης 3 κλινική μελέτη SELECT-MONOTHERAPY σχετικά με ένα επερχόμενο νέο χορηγούμενο από το στόμα φάρμακο, το upadacitinib. Η μελέτη αξιολογεί το upadacitinib ως μονοθεραπεία κατόπιν μετάβασης από μεθοτρεξάτη σε σύγκριση με τη συνεχιζόμενη θεραπεία με μεθοτρεξάτη σε ασθενείς με μέτρια έως σοβαρή ενεργή ρευματοειδή αρθρίτιδα και ανεπαρκή απόκριση στη μεθοτρεξάτη.
Με βάση τα αποτελέσματα της μελέτης, μετά από 14 εβδομάδες θεραπείας, και οι δύο δόσεις του upadacitinib (15 mg και 30 mg), χορηγούμενες άπαξ ημερησίως, πέτυχαν σημαντικά υψηλότερα ποσοστά απόκρισης σε σύγκριση με τη συνεχιζόμενη θεραπεία με σταθερή δόση μεθοτρεξάτης.
«Αυτά τα αποτελέσματα δείχνουν ότι το upadacitinib ως μονοθεραπεία είναι δυνατό να προσφέρει κλινικά σημαντικές αποκρίσεις, συμπεριλαμβανομένων της χαμηλής ενεργότητας της νόσου, της ύφεσης και σημαντικών βελτιώσεων της σωματικής λειτουργίας», δήλωσε ο Josef S. Smolen, M.D., Ιατρική Σχολή, Τμήμα Ρευματολογίας, Ιατρικό Πανεπιστήμιο της Βιέννης στην Αυστρία και πρώτος συντάκτης της δημοσίευσης. «Τα δεδομένα από τη συγκεκριμένη μελέτη στηρίζουν τη δυνατότητα του upadacitinib να αποτελέσει μια σημαντική θεραπευτική επιλογή για ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα».
Η μεθοτρεξάτη χρησιμοποιείται συνήθως ως πρώτης γραμμής θεραπεία στη ρευματοειδή αρθρίτιδα, αλλά πολλοί ασθενείς δεν ανταποκρίνονται ή εμφανίζουν δυσανεξία στη μεθοτρεξάτη, γεγονός που σημαίνει ότι διατρέχουν κίνδυνο εμφάνισης εξέλιξης της νόσου. Μετά από ανεπαρκή απόκριση στη μεθοτρεξάτη ως μονοθεραπεία, η μεθοτρεξάτη χρησιμοποιείται συνήθως ως υποκείμενη θεραπεία σε συνδυασμό με βιολογικά τροποποιητικά της νόσου αντιρευματικά φάρμακα (DMARDs) για τη βελτιστοποίηση της αποτελεσματικότητάς τους.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι μετά από 14 εβδομάδες, το 68% και το 71% των ασθενών που μετέβησαν σε μονοθεραπεία με upadacitinib 15 mg και 30 mg κατά την έναρξη της μελέτης, αντίστοιχα, πέτυχαν απόκριση σε σύγκριση με το 41% των ασθενών οι οποίοι συνέχισαν να λαμβάνουν θεραπεία με μεθοτρεξάτη .
Επισημαίνεται ότι το πρόγραμμα κλινικών μελετών Φάσης 3 SELECT στη ρευματοειδή αρθρίτιδα αξιολογεί περισσότερους από 4.900 ασθενείς με μέτρια έως σοβαρή ενεργή ρευματοειδή αρθρίτιδα σε έξι μελέτες. Οι μελέτες περιλαμβάνουν αξιολογήσεις αποτελεσματικότητας, ασφάλειας και ανοχής σε ένα ευρύ φάσμα ασθενών με ρευματοειδή αρθρίτιδα.
Η πλευρά των ασθενών
Όπως επισημαίνει στη «Ναυτεμπορική» ο πρόεδρος του Συλλόγου Ασθενών με Αυτοάνοσα Ρευματικά Νοσήματα ΑΚΕΣΩ, κ. Λεωνίδας Φωτιάδης, το ετήσιο Πανευρωπαϊκό συνέδριο της EULAR αποτέλεσε και φέτος σημείο αναφοράς για τον χώρο της ρευματολογιας. Ειδικότερα ο κ. Φωτάδης επισημαίνει:
«Η συνύπαρξη και συνεργασία γιατρών και ρευματοπαθών σε ομάδες εργασίας και ερευνητικά προγράμματα κάθε χρόνο έχει εντυπωσιακά αποτελέσματα τα όποια ανακοινώνονται κατά τη διάρκεια του συνεδρίου. Για ακόμη μια χρόνια το ενδιαφέρον κέρδισαν θέματα όπως η χρήση των βιο ομοειδών ως νέες θεραπευτικές επιλογές αλλά επίσης και η άφιξη νέων καινοτόμων θεραπευτικών επίλογων.
Όσον αφορά στη χρήση των βιο-ομοειδών αυτό που τονίστηκε ιδιαιτέρως, είναι η συμμέτοχη των ασθενών στη λήψη απόφασης της θεραπευτικής αγωγής μέσα από τη διαδικασία της επικοινωνίας γιατρού- ασθενούς. Μάλιστα το ζήτημα της ενημέρωσης του ασθενούς σχετικά με τη χρήση βίο-ομοειδούς αξιολογήθηκε το ίδιο σημαντικό όσο και αυτό της αλλαγής από πρωτότυπο βιολογικό φάρμακο σε βιο-ομοειδές για ιατρικούς λογούς. Επιπλέον, τονίστηκε το ότι δεν πρέπει να γίνεται χρήση των βιο-ομοειδών για μη ιατρικούς λόγους, δηλαδή για οικονομικούς λογούς.
Όσον αφορά τα νέα δεδομένα που ανακοινωθήκαν, το σημαντικό είναι ότι για πρώτη φορά η επιστημονική κοινότητα διαχώρισε την ύπαρξη φλεγμονής και την ύπαρξη πόνου.
Τέλος, στο φετινό συνέδριο ανακοινώθηκε και η 2ετης καμπάνια της EULAR η όποια σχετίζεται με το δικαίωμα στην εργασία και τα εργασιακά δικαιώματα των ρευματοπαθών. Συμφώνα με τα όσα ανακοινωθήκαν, σε όλη την Ευρώπη θα μπορούσαν να εργάζονται επιπλέον 1 εκατομμύριο πολίτες- ρευματοπαθείς εάν η έγκυρη και έγκαιρη διάγνωση ήταν εφικτή».