Η Ηπατίτιδα C αποτελεί ένα παγκόσμιο πρόβλημα με περίπου 185 εκ. ασθενείς ενώ στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι πάσχουν περίπου 135.000-160.000 άνθρωποι όπως επισήμανε ο Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικής Υγεία στη Σχολή Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και Επιστημονικός Συνεργάτης – Επισκέπτης Καθηγητής, στην Ιατρική Σχολή του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Κυριάκος Σουλιώτης, με αφορμή την ανάληψη δράσεων από την Ομάδα HEPACTION.
Η ομάδα στο πλαίσιο των εργασιών της αποτύπωσε και ανέλυσε σε βάθος τα προβλήματα και τις αδυναμίες του ελληνικού συστήματος υγείας, με στόχο να συνδράμει στη διαμόρφωση ενός ορθού πλαισίου πολιτικής της υγείας.
Να σημειωθεί ότι η Ομάδα HEPACTION είναι μια δραστήρια ομάδα εργασίας, που απαρτίζεται από εκπροσώπους φορέων και εμπειρογνώμονες με πολυετή θητεία στον χώρο της χρόνιας Ηπατίτιδας C.
Ξεκίνησε το έργο της πριν από ένα περίπου χρόνο με στόχο την καταγραφή των προβλημάτων και των αδυναμιών του ελληνικού συστήματος υγείας και των εμποδίων που αντιμετωπίζουν οι ασθενείς με ηπατίτιδα C ως προς την πρόσβαση τους σε υπηρεσίες υγείας, δομές και φαρμακευτική αντιμετώπιση.
Με γνώμονα αυτήν τη καταγραφή θα καταθέσουν τεκμηριωμένες προτάσεις για τη δραστική αντιμετώπιση της νόσου. Η αρχική ιδέα και πρωτοβουλία της σύνθεσης της ομάδας και του πλαισίου εργασιών της ανήκει στη φαρμακευτική εταιρεία ABBVIE ΕΛΛΑΣ. Σημειώνεται ότι, η φαρμακευτική εταιρεία δεν συμμετέχει στις συζητήσεις της ομάδας και δεν επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο τις εργασίες και τα εξαγόμενα πορίσματα της ή τις αποφασισμένες δράσεις της.
Οι μελέτες καταδεικνύουν ότι οι θάνατοι από την ιογενή ηπατίτιδα C στην Ελλάδα, θα αυξηθούν κατά 123,5% μέχρι το 2030 αν δεν υπάρξουν σημαντικές δράσεις ενημέρωσης, πρόληψης και θεραπεία, ενώ σύμφωνα με την καταγραφή της HEPACTION, το 80% των ασθενών δεν γνωρίζει ότι πάσχει από τη νόσο γεγονός που επιδεινώνεται καθώς η νόσος παραμένει ασυμπτωματική για πολλά χρόνια.
Επιπλέον, σημαντική είναι η έλλειψη άμεσης και απρόσκοπτης πρόσβασης των ασθενών σε νέα θεραπευτικά σχήματα αφού με τα τρέχοντα κριτήρια, εξαιτίας της υψηλής τιμής τους, μόνο το 30% των ασθενών έχει πρόσβαση στις νεότερες θεραπείες και εξαιρούνται ομάδες ασθενών που σύμφωνα με τα διεθνή κλινικά δεδομένα θα έπρεπε να λάβουν θεραπεία κατά προτεραιότητα. Επιπροσθέτως, παρατηρείται η μη αποζημίωση των διαγνωστικών εξετάσεων που θα διευκόλυνε την έγκαιρη διάγνωση του πληθυσμού.
Εξάλλου, όπως συμπλήρωσε ο Καθηγητής Παθολογίας – Γαστρεντερολογίας της Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Διευθυντής Πανεπιστημιακής Γαστρεντερολογικής Κλινικής Γ.Ν.Α.”Λαϊκό” και Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Μελέτης Ήπατος (ΕΕΜΗ), κ. Γιώργος Παπαθεοδωρίδης, μόνο το 19% επί του συνόλου των ασθενών έχει λάβει θεραπεία. Όπως ανέφερε ο κ. Παπαθεοδωρίδης ένας ελάχιστος αριθμός ασθενών, λιγότεροι από 2.000, ξεκινούν θεραπεία ετησίως.
Ο κ. Παπαθεοδωρίδης μιλώντας για τις επιδημιολογικές διαστάσεις του προβλήματος, τα κριτήρια ένταξης στη θεραπεία, τις κατευθυντήριες οδηγίες και τη διεθνή εμπειρία, σημείωσε ότι, μόνο το 20% των ασθενών με χρόνια ηπατίτιδα C έχουν διαγνωσθεί και λιγότεροι από τους μισούς διαγνωσμένους ασθενείς έχουν λάβει θεραπεία. Μέχρι πρόσφατα, πολλοί ασθενείς είχαν αντένδειξη ή δεν επιθυμούσαν να λάβουν θεραπεία με ιντερφερόνη-άλφα λόγω του φόβου των παρενεργειών της.
Σήμερα, μετά την πρόσφατη έγκριση νέων αντιικών φαρμάκων που είναι πολύ ασφαλή και αποτελεσματικά, εξακολουθούν πολλοί ασθενείς να μη λαμβάνουν θεραπεία γιατί υπάρχει περιορισμός από τον ΕΟΠΥΥ στην έγκριση των νέων αντιικών φαρμάκων, κυρίως σε ασθενείς με κίρρωση.
Παρόλο που η επιστημονική κοινότητα, με προεξάρχουσα την Επιτροπή Ιογενούς Ηπατίτιδας του ΚΕΕΛΠΝΟ, έχει έγκαιρα θέσει και στηρίξει τις ορθές προτεραιότητες για πρόσβαση στις νέες θεραπείες, δυστυχώς η πολιτεία κινείται προς το παρόν με πολύ αργούς ρυθμούς και χωρίς ουσιαστική διαπραγματευτική προσέγγιση. Αναφερόμενος στις νέες θεραπείες τόνισε ότι από τις αρχές του 2014, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκου έχει δώσει σταδιακά έγκριση για την κυκλοφορία αρκετών νέων αντιικών φαρμάκων και έτσι οι φραγμοί στη θεραπεία έχουν μεταβληθεί.
Αυτό όμως που έκανε μεγάλη αίσθηση είναι το γεγονός, ότι σύμφωνα με τους υπολογισμούς των τελευταίων μελετών οι θάνατοι από την ιογενή Ηπατίτιδα C στην Ελλάδα θα αυξηθούν κατά 123,5% μέχρι το 2030 αν δεν αναληφθούν ουσιαστικές δράσεις. Επιπρόσθετα, αναφορικά με τις νέες μολύνσεις, μέσα από τις εργασίες της HEPACTION, καταδεικνύεται ότι είναι επιτακτικό να υλοποιηθούν άμεσα Προγράμματα Πρόληψης που θα περιορίζουν τις νέες μολύνσεις καθώς αυτή τη στιγμή ο αριθμός των νέων μολύνσεων ανά έτος υπολογίζεται στις 4.000, κυρίως μεταξύ των ατόμων των ομάδων υψηλού κινδύνου (χρήστες ενδοφλέβιων ουσιών).
Η HEPACTION ζητά από την ελληνική Πολιτεία να προχωρήσει άμεσα σε διαβούλευση για:
1. τη θέσπιση προγραμμάτων ενημέρωσης πρόληψης για τον ελληνικό πληθυσμό
2. την αποζημίωση των διαγνωστικών εξετάσεων ώστε να διευκολυνθεί η έγκαιρη διάγνωση του πληθυσμού και συγκεκριμένα οι εργαστηριακές και απεικονιστικές εξετάσεις που είναι απαραίτητες για τη σταδιοποίηση των ασθενών (ελαστογραφία ήπατος για τον προσδιορισμό του βαθμού ίνωσης) και τον προσδιορισμό της κατάλληλης θεραπείας (εξετάσεις προσδιορισμού γονοτύπου ιού και ποσοτικός προσδιορισμός HCV RNA)
3. την αύξηση της πρόσβασης των ασθενών στις νεότερες θεραπευτικές επιλογές, διευρύνοντας τα κριτήρια για τους ασθενείς που μπορούν να λάβουν τις νέες θεραπείες ίασης, υιοθετώντας τις πρακτικές άλλων Ευρωπαϊκών χωρών
4. την αξιοποίηση της πρόσφατης έναρξης της υποχρεωτικής καταγραφής όλων των ασθενών με ηπατίτιδα C που λαμβάνουν θεραπεία (HCV registry) που θα δώσει ακόμη πιο αξιόπιστα στοιχεία στον ΕΟΠΥΥ για το φορτίο της νόσου και τη δυνατότητα άμεσου ελέγχου των θεραπειών σε πανελλήνιο επίπεδο.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον καθηγητή κ. Σουλιώτη, για να τεθούν σε εφαρμογή αυτές οι πρακτικές από την ελληνική κυβέρνηση, δεδομένου του φορτίου της νόσου αλλά και του περιορισμένου προϋπολογισμού, είναι αναγκαία η υιοθέτηση καλών πρακτικών που ακολούθησαν άλλες χώρες και είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση του αριθμού των ασθενών υπό θεραπεία, με διεύρυνση των κριτηρίων ένταξης αλλά με μείωση του κατά κεφαλήν κόστους.
Κάτι τέτοιο είναι εφικτό, όπως είπε, καθώς η εμπειρία δείχνει πως είναι δυνατή η άμεση σύναψη συμφωνιών “price-volume”, στη βάση των οποίων η τιμή αποζημίωσης μειώνεται όσο αυξάνεται ο αριθμός των ασθενών που λαμβάνουν θεραπεία. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι, πρόσφατη μελέτη καταδεικνύει ότι το κόστος της νόσου ήταν υψηλό ακόμη και πριν την εισαγωγή των νέων αντιικών φαρμάκων, με τη διαφορά ότι τα κέντρα κόστους ήταν διαφορετικά.
Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τον καθηγητή κ. Σουλιώτη, απαιτείται ένα μεσοπρόθεσμο πλάνο εκρίζωσης της νόσου, στο πλαίσιο του οποίου η πολιτεία μπορεί να αξιοποιήσει τις τεχνικές διαπραγμάτευσης για να μειώνει διαρκώς το κόστος ανά θεραπευόμενο, αυξάνοντας όμως τον αριθμό τους. Μάλιστα, αξίζει να αναφερθεί ότι με το Μητρώο Ασθενών με Ηπατίτιδα C, το οποίο έχει τεθεί σε λειτουργία, η διαδικασία αυτή της διαπραγμάτευσης μπορεί να εμπλουτιστεί με ευρέως αποδεκτά τεκμήρια, πλεονέκτημα το οποίο δεν υφίσταται σε πολλές χώρες.