Της Ανθής Αγγελοπούλου
Έκκληση στους υγιείς πολίτες να προσέλθουν και να δώσουν αίμα, για να μη χαθεί από έλλειψη ούτε ένας ασθενής κατά τη διάρκεια του 3ου κύματος της πανδημίας, απηύθυνε χτες βράδυ η Αιματολόγος, επίκουρη καθηγήτρια Παθολογίας ΕΚΠΑ, επιστημονική σύμβουλος ΕΟΔΥ & Συντονιστικού Κέντρου Αιμοεπαγρύπνησης & Επιτήρησης Μεταγγίσεων (ΣΚΑΕΜ) Κωνσταντίνα Πολίτη.
Η κυρία Πολίτη μιλώντας, στην Διαδικτυακή Διάλεξη του Ινστιτούτου Δημόσιας Υγείας του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος, με θέμα « Ιατρική των Μεταγγίσεων: Επίκαιρα θέματα σχετικά με την ασφάλεια και ποιότητα του αίματος σε έκτακτες καταστάσεις», αποκάλυψε πως κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19 καταγράφηκε σημαντική μείωση στη συλλογή αίματος, που κυμαίνεται σε ποσοστό από 10 μέχρι και 35%!
Όπως είπε, η μείωση σημειώθηκε παρά το γεγονός ότι οι αιμοληψίες γίνονται εκτός νοσοκομείων, σε κατάλληλα επιλεγμένους χώρους – σε συνεργασία με Συλλόγους Εθελοντών Αιμοδοτών, Περιφερειών και Δήμων και σύμφωνα με τις οδηγίες του Εθνικού Κέντρου Αιμοδοσίας και του Συντονιστικού Κέντρου Αιμοεπαγρύπνησης και Επιτήρησης Μεταγγίσεων του ΕΟΔΥ. Και εξήγησε ότι, η μείωση στη συλλογή του αίματος οφείλεται στη μειωμένη προσέλευση αιμοδοτών, που ήταν απόρροια αφενός των επιβληθέντων περιορισμών στις μετακινήσεις και αφετέρου στον δικαιολογημένο φόβο των πολιτών έναντι του άγνωστου ιού.
Για την αντιμετώπιση της ανεπάρκειας του αίματος η χώρα μας εφάρμοσε αναγκαστικά στρατηγικές εκλεκτικής διάθεσης του αίματος και των συστατικών του, όπως αναβολή μη επείγουσας μετάγγισης, χειρουργείων κ.λπ.
Η προσφορά αίματος είναι αναγκαίο να συνεχιστεί, γιατί η μετάγγισή του είναι ένα από τα συχνότερα και σημαντικότερα θεραπευτικά μέσα για την αντιμετώπιση πολλών νοσημάτων και για την διεκπεραίωση χειρουργικών, καρδιαγγειακών, ορθοπεδικών, παθολογικών, παιδιατρικών, ογκολογικών, αιματολογικών και άλλων θεραπευτικών παρεμβάσεων.
Οι υγιείς εθελοντές αιμοδότες, σύμφωνα με τα διεθνή και ελληνικά σχετικά επιδημιολογικά δεδομένα, μπορούν άφοβα να δίνουν αίμα αν δεν έχουν έρθει σε στενή επαφή με πιθανό ή επιβεβαιωμένο κρούσμα της εν λόγω λοίμωξης, ή έχουν ταξιδέψει σε προσβεβλημένες από τον COVID-19 περιοχές.
Αξίζει να αναφερθεί ότι σύμφωνα με τη νέα αντίληψη για την ιατρική των μεταγγίσεων οι ασθενείς πρέπει να λαμβάνουν το προϊόν αίματος, που απαιτείται για την εκλεκτική διόρθωση της συγκεκριμένης ανεπάρκειάς τους. Έτσι αποφεύγεται η περιττή και δυνητικά επιβλαβής έγχυση πλεοναζόντων συστατικών, τα οποία θα μπορούν αντίστοιχα να χρησιμοποιηθούν θεραπευτικά σε άλλους ασθενείς. Επομένως, από μια μονάδα ολικού αίματος ενός δότη μπορούν να σωθούν μέχρι και τρεις ασθενείς-λήπτες αντίστοιχα ερυθροκυττάρων, πλάσματος και αιμοπεταλίων.
Πανδημία και αιμοληψίες
Όπως ανέφερε η κα Πολίτη, παρά το γεγονός ότι μέχρι σήμερα δεν έχει καταγραφεί κανένα κρούσμα μετάδοσης κορωνοϊού ή άλλου αναπνευστικού ιού με μετάγγιση αίματος, οι αιμοληψίες γίνονται κάτω από ειδικά προληπτικά μέτρα και αυστηρές οδηγίες προς τους αιμοδότες.
Συγκεκριμένα, γίνεται προληπτικός αποκλεισμός από αιμοδοσία για 28 ημέρες ατόμων μετά από πιθανή επαφή με επιβεβαιωμένο κρούσμα ενώ, όσοι νόσησαν από COVID-19 μπορούν να δώσουν αίμα 28 ημέρες μετά την αποδρομή των συμπτωμάτων και την αποθεραπεία από τη λοίμωξη. Σε περίπτωση συμπτωμάτων που μοιάζουν με αυτά της νόσου COVID-19, συνιστάται παραμονή στο σπίτι και επικοινωνία με τον θεράποντα γιατρό ή ειδικούς επιστήμονες του Κέντρου Επιχειρήσεων του ΕΟΔΥ, ενώ, αν κάποιος έδωσε αίμα και εμφανίσει συμπτώματα λοίμωξης του αναπνευστικού εντός 2 εβδομάδων από τον χρόνο της αιμοδοσίας, παρακαλείται να επικοινωνήσει με τον θεράποντα ιατρό για ιατρική αξιολόγηση και να γνωστοποιήσει το γεγονός στην Υπηρεσία Αιμοδοσίας όπου έδωσε αίμα.
Όσον αφορά στον εμβολιασμό των εθελοντών αιμοδοτών η κυρία Πολίτη εξήγησε πως:
Εμβόλια που περιέχουν αδρανοποιημένους ή μη ζώντες μικροοργανισμούς (π.χ mRNA) ΔΕΝ συνιστούν κίνδυνο για την ασφάλεια του Αίματος, των Ιστών και των Κυττάρων, επομένως, δεν απαιτείται περίοδος αποκλεισμού, εφόσον ο αιμοδότης αισθάνεται καλά. Τέλος, στην περίπτωση που μετά τον εμβολιασμό παρουσιαστούν ήπιες αντιδράσεις μπορεί κανείς να προσφέρει αίμα 7 ημέρες μετά την πάροδο των συμπτωμάτων.
Θεραπεία COVID-19 με πλάσμα αναρρωνύοντος
Για την συγκέντρωση πλάσματος αναρρωνύοντος, που χρησιμοποιείται σε κάποιες περιπτώσεις σοβαρής νόσου COVID-19, η κυρία Πολίτη έκανε έκκληση σε όσους έχουν θεραπευτεί από τον ιό να δώσουν αίμα.
Τα στοιχεία που πρέπει να πληροί ο δότης για CCP είναι:
- Αιμοληψία με πλασμαφαίρεση 28 ημέρες μετά την έναρξη της νόσησης ή 14 ημέρες μετά την αποδρομή των συμπτωμάτων COVID-19,
- Δότες 1ης φοράς δίνουν ολικό αίμα από το οποίο διαχωρίζεται το πλάσμα,
- Άνδρες με ιστορικό μετάγγισης και γυναίκες με ιστορικό εγκυμοσύνης εξετάζονται προηγουμένως για αντισώματα HLA,
- Κάθε δυνητικός δότης πρέπει να έχει αρνητικό αποτέλεσμα για τον ιό σε δύο διαδοχικές εξετάσεις ή τουλάχιστον ένα αρνητικό test την ημέρα της αιμοδοσίας,
- Απαιτείται έλεγχος για την παρουσία και τον τίτλο των εξουδετερωτικών αντισωμάτων έναντι SARS-COV-2.
Σχετικά με τον ασθενή-λήπτη CCP:
- Απαιτείται γραπτή συγκατάθεση του ίδιου ή εξουσιοδοτημένου συγγενούς,
- Η μετάγγιση 200ml CCP θα πρέπει να γίνεται αργά και με επιτήρηση για τυχόν ανεπιθύμητες αντιδράσεις,
- Η αποτελεσματικότητα της μετάγγισης CCP μελετάται σε σχέση με το στάδιο της λοίμωξης COVID και με τις υπάρχουσες συννοσηρότητες.
Νέες απειλές για την ασφάλεια και ποιότητα του αίματος
Σύμφωνα με όσα ανέφερε η κυρία Πολίτη παρά την μεγάλη πρόοδο που έχει συντελεστεί σε επίπεδο ασφάλειας και ποιότητας του αίματος, εξακολουθεί να υπάρχει ένας μικρός κίνδυνος ανεπιθύμητων σφαλμάτων κατά τις διαδικασίες της ιατρικής των μεταγγίσεων.
Επιπλέον, νέες απειλές, κυρίως λοιμώδους αιτιολογίας (νέα αναδυόμενα ή επανεμφανιζόμενα λοιμώδη νοσήματα (ΕIDs-Emerging Infectious Diseases ), που σχετίζονται με τις διαρκώς αυξανόμενες μετακινήσεις πληθυσμών, τα ταξίδια και την κλιματική αλλαγή (π.χ. λοίμωξη από τον Ιό του Δυτικού Νείλου- WNV, Ελονοσία, ο Δάγκειος πυρετός, Zika) προβληματίζουν τις Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας και Αιμοδοσίας.
Η πρόληψη και αντιμετώπιση της μετάδοσης των λοιμώξεων αυτών με το αίμα είναι εφικτή, εφόσον υπάρχουν:
α) κατάλληλοι μηχανισμοί εκτίμησης του σχετικού κινδύνου,
β) προγράμματα ενισχυμένης ενημέρωσης των επαγγελματιών υγείας και των αρχών όλων των ενδιαφερομένων τμημάτων δημόσιας υγείας και ασφάλειας του αίματος ,
γ) επιδημιολογική επιτήρηση κρουσμάτων και υπόπτων περιστατικών
δ) ενίσχυση των εργαστηρίων αναφοράς, ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού