Skip to main content

Οι Έλληνες γνωρίζουν για τις κλινικές μελέτες αλλά έχουν ακόμα αμφιβολίες

Της Ανθής Αγγελοπούλου

Υψηλή γνώση για το τι είναι οι κλινικές μελέτες, ανεξάρτητα αν τις εμπιστεύονται ή όχι, παρατηρήθηκε από το κοινό που έλαβε μέρος σε πρόσφατη μελέτη της MRB, την οποία παρουσίασε στο συνέδριο Clinical Research που διεξήχθη χθες 14 Δεκεμβρίου, ο κ. Δημήτρης Μαύρος Member of Board της MRB HELLAS AE.

Η μελέτη  έγινε το Μάιο του 2017 με στόχο να αξιολογηθούν οι αντιλήψεις των ελλήνων αναφορικά με τις κλινικές μελέτες, καθώς επίσης, να εκτιμηθεί η πιθανή συμμετοχή τους σε αυτές. Έλαβαν μέρος 700 άτομα από το γενικό κοινό και 50 άτομα από Συλλόγους ασθενών.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής, στο γενικό κοινό το 69% είναι εξοικειωμένο με τις μελέτες, ενώ στο ειδικό κοινό το ποσοστό αυτό έφτασε το 94%.

Στη μελέτη διαπιστώθηκε ότι οι Έλληνες θεωρούν τις κλινικές μελέτες την ελπίδα του ασθενή για λύση στο πρόβλημα του, ενώ ένα μεγάλο ποσοστό απάντησε ότι οι κλινικές μελέτες αφορούν τις δοκιμές φαρμάκων που γίνονται για διαπιστωθεί η αποτελεσματικότητα τους. Επίσης, άλλοι απάντησαν ότι τις μελέτες τις κάνουν οι φαρμακευτικές πριν βγει ένα φάρμακο στην αγορά σε συνεργασία με νοσοκομεία και τους ασθενείς.

Επιπροσθέτως, η έρευνα αποκάλυψε ότι οι Έλληνες ενημερώνονται για τις κλινικές μελέτες κυρίως από την τηλεόραση σε ποσοστό 22%, από το ιντερνέτ (15%), τις εφημερίδες (14%) κ.ά. Ενώ από τους επιστήμονες υγείας και συγκεκριμένα από τους γιατρούς μόνο στο ειδικό κοινό διαφάνηκε αυξημένο ποσοστό ενημέρωσης (34%) καθώς, στο γενικό κοινό μόνο ένα 14% ενημερώνεται από αυτούς. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι τα συνέδρια, οι ημερίδες και τα σεμινάρια είναι πολύ διαφωτιστικά, γεγονός που σημαίνει ότι οι Σύλλογοι Ασθενών κάνουν καλή δουλειά ως προς την ενημέρωση του κοινού για τις κλινικές μελέτες.

Στο θέμα του βαθμού εμπιστοσύνης στις κλινικές μελέτες, παρατηρήθηκε ότι ένα 68% τις εμπιστεύεται από αρκετά έως πολύ στο γενικό κοινό. Στο ειδικό κοινό το ποσοστό αυτό φτάνει το 84%. Ωστόσο, αν λάβουμε ξεχωριστά τα ποσοστά αυτά, θα δούμε ότι στο γενικό κοινό μόνο ένα 16% δείχνει πολύ εμπιστοσύνη στις κλινικές μελέτες που διεξάγονται και σύμφωνα με τους ειδικούς, αυτό δεν είναι καλό και είναι σημαντικό να αυξηθεί η εμπιστοσύνη του κοινού ακόμα περισσότερο.

Πρόθεση συμμετοχής σε κλινικές μελέτες έχει μόνο ένα 45% στο γενικό κοινό (ένα κοινό που πιθανόν δεν πάσχει από κάποια ασθένεια), ενώ στο ειδικό κοινό το ποσοστό αυτό έφτασε το 72%. Στο ειδικό κοινό που ο κόσμος είναι γνώστης για τις κλινικές μελέτες, 1 στους 3 είναι διατιθέμενος να συμμετάσχει σίγουρα σε μία κλινική μελέτη. Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με τους ερευνητές, ότι στο γενικό κοινό είναι απαραίτητη η ενημέρωση και η ευαισθητοποίηση του κοινού γιατί δεν γνωρίζει κανείς, πότε μπορεί και ο ίδιος να χρειαστεί τη βοήθεια μιας κλινικής μελέτης.

Αναφορικά με τους λόγους θετικής ή αρνητικής πρόθεσης, το 28% στο ειδικό κοινό δεν θέλουν να συμμετάσχουν γιατί έχουν αμφιβολίες για την ασφάλεια, το 12% γιατί δεν γνωρίζει τις επιπτώσεις στην υγεία του, το 26% είναι επιφυλακτικό, το 26% δεν θεωρεί ότι είναι επαρκώς ενημερωμένο κ.λπ.

Στο ειδικό κοινό όμως μόνο το 11% φοβάται την ασφάλεια και για τους υπόλοιπους λόγους τα ποσοστά κυμαίνονται από 2%-4%.

Όμως υπήρξε και αντίλογος, καθώς ένα 22% του γενικού κοινού θεωρεί σημαντικό λόγο την αποτελεσματικότητα ενός φαρμάκου ως προς τη θεραπεία, ώστε να λάβει μέρος σε μία κλινική μελέτη ενώ, στο ειδικό κοινό αυτό το ποσοστό ανέρχεται στο 60%. Άρα υπάρχουν και θετικοί λόγοι για τους οποίους οι Έλληνες θα σκέφτονταν να πάρουν μέρος σε κλινικές μελέτες, όπως σημείωσαν οι ερευνητές.

Σύμφωνα με τον κ. Μαύρο, στα οφέλη των κλινικών μελετών συμπερασματικά καταγράφονται:

  1. Αύξηση της Εμπειρίας στην Αντιμετώπιση παθήσεων
  2. Νέα Φάρμακα για την Αντιμετώπιση Σοβαρών Ασθενειών
  3. Επαφή με τον Γιατρό όπου απαιτείται

Ποιοι είναι ωστόσο οι παράγοντες που συνιστούν κίνητρα συμμετοχής αλλά δεν γίνονται ισχυρά αντιληπτοί ως οφέλη λόγω χαμηλής διάθεσης συμμετοχής; Είναι η πρόσβαση σε πρωτοποριακές θεραπείες, η αναβάθμιση της ποιότητας ζωής και φυσικά η αύξηση του προσδόκιμου ζωής σε ασθενείς με σοβαρές παθήσεις.

Τέλος, όπως τόνισε ο κ. Μαύρος πρέπει να γίνει αντιληπτό από όλους μας ότι οι κλινικές μελέτες προσφέρουν σημαντικά οφέλη και την κοινωνία και στην οικονομία και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της σωστής ενημέρωσης κα ευαισθητοποίησης.

Αναφερόμενη στα αποτελέσματα της έρευνας, η Πρόεδρος & Ιδρυτικό μέλος Συλλόγου Καρκινοπαθών -Εθελοντών -Φίλων-Ιατρών «Κ.Ε.Φ.Ι» Αθηνών,  κα Ζωή Γραμματόγλου, τόνισε την έλλειψη ενημέρωσης από τους ειδικούς, η οποία οφείλετε όπως είπε στην έλλειψη χρόνου που έχει ο κάθε γιατρός για να δει τον ασθενή του.  Όπως είπε, ο γιατρός είναι αυτός που θα βοηθήσει τον ασθενή να μάθει όσα πρέπει, αλλά και να εμπιστευθεί να μπει σε μια κλινική μελέτη. Ενώ συμπλήρωσε ότι ναι μεν υπάρχει μια πλατφόρμα για το ποιες κλινικές μελέτες «τρέχουν» αυτή τη στιγμή, όμως δεν είναι εύχρηστη για το κοινό.

Τέλος, ο Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Υγείας και Αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Κυριάκος Σουλιώτης, τόνισε ότι έχουν παίξει σημαντικό ρόλο τα ΜΜΕ ως προς τη ενημέρωση των πολιτών, καθώς και το περιβάλλον του καθενός μας, όπου όλοι, όπως είπε, έχουμε κάποιον ασθενή, γιατί το κράτος και οι επαγγελματίες Υγείας δεν έχουν κάνει κάποια ιδιαίτερα βήματα ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης του κοινού.