Κίνα και Ηνωμένες Πολιτείες, οι δύο μεγαλύτεροι ρυπαντές στον κόσμο, βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις που αποσκοπούν σε μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που παράγουν. Οι συνομιλίες – για κάποιους «οι πιο πολλά υποσχόμενες εδώ και 20 χρόνια» – πραγματοποιούνται λίγους μήνες πριν από τη διεθνή διάσκεψη για την κλιματική αλλαγή, στο Παρίσι, κατά την οποία οι εκπρόσωποι κυβερνήσεων καλούνται να συμφωνήσουν πάνω στο πλαίσιο που θα διαδεχθεί το Πρωτόκολλο του Κιότο.
Υπενθυμίζεται ότι η αμερικανική γερουσία έχει απορρίψει το Πρωτόκολλο του Κιότο. Η Κίνα, από την πλευρά της, ενώ τους τελευταίους μήνες καταβάλλει φιλόδοξες προσπάθειες για να μειώσει τις εκπομπές της, αρνείται να αναλάβει δεσμεύσεις σε διεθνές επίπεδο. Την ίδια ώρα, οι ετήσιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου αυξάνονται με ταχύτατους ρυθμούς, παρά τις επενδύσεις στην ενεργειακή αποδοτικότητα και τη στροφή προς καθαρότερες πηγές ενέργειας στις ΗΠΑ, την Ευρωπαϊκή Ένωση και αλλού.
Σύμφωνα με τους Financial Times, άξονας του νέου γύρου σινο-αμερικανικών διαπραγματεύσεων είναι το ευαίσθητο ζήτημα των αμοιβαίων στόχων περιορισμού των εκπομπών. Ο επικεφαλής της κινεζικής διαπραγματευτικής ομάδας δήλωσε στην οικονομική εφημερίδα ότι το Πεκίνο φιλοδοξεί στην οικοδόμηση μιας «νέας σχέσης μεταξύ μεγάλων χωρών». «Θα πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι ότι η διάσκεψη του Παρισιού δεν θα εξελιχθεί σε μία ακόμη Κοπεγχάγη», πρόσθεσε ο Ζίε Ζενχούα διαβεβαιώνοντας ότι η Κίνα έχει κατανοήσει την ανάγκη να καταστήσει την οικονομία της πιο πράσινη εξαιτίας και της ρύπανσης που πνίγει τις μεγαλουπόλεις της.
Πριν από λίγες ημέρες, σε μία προσπάθεια να αντιμετωπίσει το διογκούμενο πρόβλημα της ρύπανσης του ατμοσφαιρικού αέρα και του εδάφους, η Κίνα υιοθέτησε την αυστηρότερη εδώ και 25 χρόνια νομοθεσία για την προστασία του περιβάλλοντος, η οποία προβλέπει την επιβολή μεγάλων ποινών σε εταιρείες και φυσικά πρόσωπα που ρυπαίνουν.
Τη δημιουργία μιας νέας δυναμικής ενόψει των διεθνών διαπραγματεύσεων του Δεκεμβρίου ενισχύει και η έκκληση που η κινεζική ηγεσία απηύθυνε, τον περασμένο μήνα, προς τις αναπτυσσόμενες χώρες να αυξήσουν τους στόχους για περιορισμό των εκπομπών τους «χωρίς οποιονδήποτε όρο».