Οι Ευρωπαίοι μείωσαν απότομα τον Οκτώβριο τις δαπάνες τους για αγαθά, όπως δείχνουν τα στοιχεία της Eurostat για τις λιανικές πωλήσεις στην Ευρωζώνη οι οποίες κινήθηκαν ελαφρώς χειρότερα από ό,τι αναμενόταν.
Πρόκειται για άλλη μία ένδειξη ότι οι υψηλές τιμές που έχουν επικρατήσει στην αρχή της περιόδου που συνοδεύεται από αυξημένη κατανάλωση ενέργειας πιέζουν τις οικονομίες της περιοχής προς την ύφεση, σχολιάζει η Wall Street Journal υπενθυμίζοντας ότι οι τιμές καταναλωτή έχουν αυξηθεί μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και την απόφαση του Κρεμλίνου να εργαλειοποιήσει τις προμήθειες ενέργειας της χώρας για να υπονομεύσει την ευρωπαϊκή υποστήριξη προς το Κίεβο.
Στην αρχή του έτους τα νοικοκυριά είχαν καταφέρει να αντισταθμίσουν αυτό το υψηλότερο κόστος «τρώγοντας» από τις αποταμιεύσεις που είχαν βάλει στην άκρη κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Την τάση είχε ενισχύσει επίσης η μείωση της ανεργίας που είχε καταγραφεί.
Ωστόσο, αυτό άλλαξε τον Οκτώβριο, που είναι συνήθως ο πρώτος μήνας του έτους κατά τον οποίο πολλά ευρωπαϊκά νοικοκυριά ανοίγουν την θέρμανση στα σπίτια τους. Φέτος, το κόστος για να γίνει αυτό είναι σημαντικά υψηλότερο, με τις τιμές της ενέργειας των νοικοκυριών να αυξάνονται κατά 41,5% από πέρυσι, παρά τις προσπάθειες των κυβερνήσεων να στηρίξουν τους καταναλωτές.
Τα στοιχεία για τον Οκτώβριο
Ως αποτέλεσμα τα νοικοκυριά μείωσαν τις δαπάνες τους για άλλα αγαθά, με τη Eurostat να αναφέρει ότι ο όγκος του λιανικού εμπορίου στην Ευρωζώνη μειώθηκε κατά 1,8% τον Οκτώβριο από τον Σεπτέμβριο. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη πτώση από τον Ιούλιο του 2021. Ο όγκος του λιανικού εμπορίου μειώθηκε κατά 2,1% για τα μη εδώδιμα προϊόντα και κατά 1,5% για τα τρόφιμα, τα ποτά και τον καπνό, ενώ αυξήθηκε κατά 0,3% για τα καύσιμα αυτοκινήτων.
Αντίστοιχα στην ΕΕ ο όγκος του λιανικού εμπορίου μειώθηκε κατά 1,7% σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα. Συγκεκριμένα μειώθηκε κατά 2,1% για τα μη εδώδιμα προϊόντα και κατά 1,3% για τα τρόφιμα, τα ποτά και
καπνού, ενώ αυξήθηκε κατά 0,3% για τα καύσιμα αυτοκινήτων.
Μεταξύ των κρατών μελών για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, οι μεγαλύτερες μηνιαίες μειώσεις του συνολικού όγκου λιανικού εμπορίου καταγράφηκαν στην Αυστρία (-4,6%), στην Κροατία (-4,0%) και στο Βέλγιο (-3,3%). Αυξήσεις παρατηρήθηκαν σε Λουξεμβούργο (+2,6%), Κύπρος, Μάλτα και Πορτογαλία (και οι τρεις με +0,5%) και Ισπανία (+0,4%).
Σε ετήσια βάση
Σε ετήσια βάση- σε σύγκριση με τον Οκτώβριο του 2021- οι λιανικές πωλήσεις στην Ευρωζώνη υποχώρησαν κατά 2,7% και στην ΕΕ κατά 2,4%.
Στην Ευρωζώνη ο όγκος του λιανικού εμπορίου μειώθηκε κατά 3,9% για τρόφιμα, ποτά και καπνός και κατά 2,6% για τα μη εδώδιμα προϊόντα, ενώ αυξήθηκε κατά 2,5% για τα καύσιμα αυτοκινήτων.
Στην ΕΕ, ο όγκος λιανικού εμπορίου μειώθηκε κατά 3,6% για τα τρόφιμα, τα ποτά και τον καπνό και κατά 2,6% για τα μη τρόφιμα προϊόντων, ενώ αυξήθηκε κατά 3,3% για τα καύσιμα αυτοκινήτων.
Μεταξύ των κρατών μελών για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, οι μεγαλύτερες ετήσιες μειώσεις του συνολικού όγκου λιανικού εμπορίου καταγράφηκαν στη Δανία (-9,5%), στη Σουηδία (-6,4%) και στο Βέλγιο (-5,7%). Οι υψηλότερες αυξήσεις παρατηρήθηκαν στη Σλοβενία (+8,5%), τη Μάλτα (+7,2%) και τη Λετονία (+5,7%).
Η έρευνα της S&P
Ξεχωριστές έρευνες που δημοσιεύθηκαν τη Δευτέρα από την S&P Global δείχνουν ότι η μείωση των δαπανών πλήττει και τους παρόχους καταναλωτικών υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, ο δείκτης υπευθύνων προμηθειών S&P για τον τομέα των υπηρεσιών της Ευρωζώνης υποχώρησε στις 48,5 μονάδες τον Νοέμβριο από 48,6 τον Οκτώβριο, φθάνοντας σε χαμηλό 21 μηνών. Υπενθυμίζεται ότι η τιμή που είναι κάτω από το όριο των 50 δείχνει μείωση της δραστηριότητας.
«Με τις έρευνες να υποδεικνύουν ότι ο πληθωρισμός έχει κορυφωθεί, ο αντίθετος άνεμος από τη ζήτηση λόγω των αυξανόμενων τιμών θα αρχίσει επίσης να εξασθενεί τους επόμενους μήνες, με εξαίρεση τις κακές καιρικές συνθήκες κατά τη διάρκεια του χειμώνα, υπονοώντας ότι οποιαδήποτε ύφεση μπορεί να είναι και σύντομη και σχετικά ήπια», σχολίασε ο Chris. Williamson, επικεφαλής οικονομολόγος στην S&P Global.
Η οικονομία της Ευρωζώνης συρρικνώνεται ήδη
Η μείωση των δαπανών των νοικοκυριών για αγαθά και υπηρεσίες είναι ένα σημάδι ότι η οικονομία της Ευρωζώνης πιθανότατα συρρικνώνεται ήδη, σημειώνει η WSJ.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προέβλεψε τον περασμένο μήνα ότι η οικονομία θα συρρικνωθεί αυτό το τρίμηνο και κατά τους πρώτους τρεις μήνες του επόμενου έτους.
Ένας λόγος για αυτήν την πρόβλεψη είναι η αποδυνάμωση της κατανάλωσης των νοικοκυριών, την οποία η Κομισιόν αναμένει να παραμείνει στάσιμη το 2023, έχοντας αυξηθεί κατά 3,7% φέτος. Οι οικονομολόγοι της εκτιμούν ότι μεγάλο μέρος του 1 τρισ. ευρώ που μπήκαν στην άκρη κατά τη διάρκεια της πανδημίας έχουν ήδη ξοδευτεί και δεν υποστηρίζουν πλέον τις δαπάνες.
Τα νοικοκυριά της Ευρώπης έχουν επίσης να αντιμετωπίσουν τα υψηλά επιτόκια, καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αύξησε το βασικό της επιτόκιο πιο επιθετικά από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία της για να προσπαθήσει να περιορίσει την άνοδο του πληθωρισμού.
Από την άλλη, θετικό στοιχείο για την Ευρώπη παραμένει η αγορά εργασίας, η οποία συνεχίζει να επιδεικνύει ανθεκτικότητα. Το ποσοστό ανεργίας στην Ευρωζώνη μειώθηκε στο 6,5% τον Οκτώβριο από 6,6% τον Σεπτέμβριο, το χαμηλότερο από τότε που ξεκίνησε η καταγραφή το 1998.
Εφόσον δεν αυξηθεί απότομα τους επόμενους μήνες η ανεργία, πολλοί οικονομολόγοι αναμένουν ότι η μείωση των καταναλωτικών δαπανών και η ύφεση της Ευρώπης θα έχει μικρή διάρκεια, με την ανάπτυξη να επιστρέφει στα τέλη της άνοιξης του επόμενου έτους όταν θα αρχίσουν να ανεβαίνουν ξανά οι θερμοκρασίες.
«Οι ισολογισμοί καταναλωτών και επιχειρήσεων είναι υγιείς και το χρηματοπιστωτικό σύστημα λειτουργεί καλά», έγραψαν οικονομολόγοι της γερμανικής τράπεζας Berenberg σε σημείωμα προς τους πελάτες. «Υπό τέτοιες συνθήκες, οι υφέσεις δεν θα πρέπει να διαρκέσουν πολύ περισσότερο από τους κραδασμούς που τις προκάλεσαν».
Οι οικονομολόγοι της Berenberg αναμένουν ότι οι καταναλωτικές δαπάνες θα ανακάμψουν καθώς τελειώνει ο χειμώνας, οδηγώντας σε ανάκαμψη στην ευρύτερη οικονομική ανάπτυξη. Ωστόσο, η Ευρώπη πιθανότατα θα αντιμετωπίσει ένα παρόμοιο πρόβλημα στα τέλη του 2023, με τις υψηλές τιμές της ενέργειας να αναδεικνύονται και πάλι πρόβλημα καθώς πέφτουν οι θερμοκρασίες.
naftemporiki.gr