Skip to main content

Ο πληθωρισμός και το «βρόμικο μυστικό» των κεντρικών τραπεζών

Shutterstock

«Οι οικονομολόγοι και κατ' επέκταση οι κεντρικές τράπεζες - κατανοούν πολύ λιγότερα για τη δυναμική του πληθωρισμού από όσο θέλουν να παραδεχθούν» σχολιάζει ο Νιλ Σίρινγκ, επικεφαλής οικονομολόγος της Capital Economics.

Τι πυροδότησε τον πληθωρισμό; Ο πόλεμος στην Ουκρανία, η όξυνση της γεωπολιτικής κόντρας Ρωσίας – Δύσης και η ενεργειακή μάχη που ξέσπασε ήταν οι κύριοι παράγοντες. Γιατί όμως επιμένει σε υψηλά επίπεδα, ακόμη και όταν οι τιμές ενέργειας πέφτουν και κόντρα στις επιθετικές αυξήσεις των επιτοκίων; Οι κεντρικές τράπεζες δεν έχουν απαντήσει επαρκώς στο ερώτημα τι κρατάει στα ύψη τον πληθωρισμό – και όσο αδυνατούν να δώσουν σαφή εξήγηση δεν μπορούμε να περιμένουμε και αποτελεσματικές λύσεις. «Υπάρχει αυτή τη στιγμή ένα βρώμικο μυστικό στην καρδιά της οικονομίας: οι οικονομολόγοι και κατ’ επέκταση οι κεντρικές τράπεζες – κατανοούν πολύ λιγότερα για τη δυναμική του πληθωρισμού από όσο θέλουν να παραδεχθούν» σχολιάζει χαρακτηριστικά ο Νιλ Σίρινγκ, επικεφαλής οικονομολόγος της Capital Economics στην τελευταία ανάλυσή του.

Ας δούμε όμως τι μας λέει η ιστορία για τα όσα ζούμε σήμερα.

Το δόγμα Φρίντμαν

Στη δεκαετία του 1970, μία μονεταριστική επανάσταση υπό τον Μίλτον Φρίντμαν, υποστήριζε ότι ο πληθωρισμός είναι «πάντα και παντού νομισματικό φαινόμενο» και πως για τη μείωσή του χρειάζεται απλώς κυβερνήσεις κςι κεντρικές τράπεζες να περιορίσουν την προσφορά του χρήματος. Το δόγμα Φρίντμαν επηρέασε σημαντικά τη νομισματική πολιτική της εποχής. Το 1975 η Fed των ΗΠΑ άρχισε να ανακοινώνει επισήμως τους στόχους της για την προσφορά χρήματος. Τέσσερα χρόνια αργότερα η κυβέρνηση της Μάργκαρετ Θάτσερ στη Βρετανία επίσης έθεσε πολυετείς στόχους για τους ρυθμούς της προσφοράς χρήματος.

Ωστόσο η θεωρία σκόνταψε σε δύο προβλήματα. Πρώτον, αποδείχθηκε πως στην πράξη οι κεντρικές τράπεζες έχουν λίγο έλεγχο επί της ευρύτερης προσφοράς χρήματος, τονίζει ο Σίρινγκ. Και δεύτερον, έγινε ξεκάθαρο πως η ζήτηση για χρήμα μεταβάλλει τις ισορροπίες κατά τρόπους που δεν επηρεάζουν πάντα τον πληθωρισμό. Το 1981 η Βρετανία ο πληθωρισμός στη Βρετανία είχε υποχωρήσει αισθητά, παρά το γεγονός ότι η προσφορά χρήματος είχε επιταχυνθεί. Τον Οκτώβριο του 1982 η Fed άρχισε να δίνει λιγότερη έμφαση στον δείκτη προσφοράς M2. Έναν χρόνο αργότερα ακολούθησε και η Τράπεζα της Αγγλίας.

Η νεότερη θεωρία

Το πλαίσιο που έχει κυριαρχήσει τις τρεις τελευταίες δεκαετίες στηρίζεται σε δύο υποθέσεις: πρώτον ότι οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να θέσουν υπό έλεγχο τις μακροπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό, θέτοντας έναν στόχο για τη διατήρησή του κοντά στο 2%. Δεύτερον, ότι θα πρέπει να καθορίζουν το ύψος των επιτοκίων προκειμένου να επιτυγχάνουν ισορροπία προσφοράς – ζήτησης. Όταν η ζήτηση υπερβαίνει την προσφορά, η ανεργία υποχωρεί, ενώ οι μισθοί και οι τιμές ακολουθούν την ανιούσα. Αντιθέτως όταν η προσφορά υπερισχύει, η ανεργία αυξάνεται και υπάρχουν φόβοι αποπληθωρισμού.

Οι κεντρικές τράπεζες σε αδιέξοδο

Το πρόβλημα και με την παραπάνω θεωρία είναι πως υποθέτει ότι υπάρχει μία σταθερή σχέση ανάμεσα στη συνολική ζήτηση, τη συνολική προσφορά, τους μισθούς και τις τιμές και πως κατά συνέπεια ο πληθωρισμός μπορεί να προχωράει ανάλογα. Στην πραγματικότητα όμως οι σχέσεις αυτές είναι κάθε άλλο παρά σταθερές. Για παράδειγμα στις ΗΠΑ τον Οκτώβριο το ποσοστό της ανεργίας ήταν στο 3,7% – όσο και τον Σεπτέμβριο του 2019. Ο δείκτης του κόστους απασχόλησης ωστόσο ήταν στο 5,3%, ενώ το 20219 ήταν στο 3%. Αυτό σημαίνει ότι οι κεντρικές τράπεζες βρίσκονται σε αδιέξοδο.

Και τώρα τι;

Οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να πουν με σχετική βεβαιότητα πως ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει τους επόμενους μήνες. Αλλά αυτό που δεν μπορούν να πουν είναι το πόσο θα υποχωρήσει. Και αυτό σημαίνει ότι κινδυνεύουν να προχωρήσουν σε υπέρμετρες ή ανεπαρκείς αυξήσεις επιτοκίων. Αυτό που δεν μπορούν επίσης ακόμη να απαντήσουν είναι πόσο βαθιά θα πληγώσουν την αγορά εργασίας οι αυξήσεις επιτοκίων που έχουν ήδη αποφασιστεί και εκείνες που έρχονται. Για αυτό και οι περισσότερες νομισματικές αρχές αποφεύγουν να δώσουν σαφές στίγμα για το πόσο ακόμη θα αυξηθούν τα επιτόκια. Αυτό είναι πρόβλημα, διαμηνύει ο Νιλ Σίρινγκ. «Για να το θέσουμε απλά, εάν οι κεντρικές τράπεζες δεν ξέρουν πόσο ακόμη πρέπει να αυξήσουν τα επιτόκια για να θέσουν υπό έλεγχο τον πληθωρισμό, υπάρχει κάτι πολύ λάθος στην αντίληψή τους για το τι τον προκαλεί», καταλήγει.