Skip to main content

Αγορές: Οι ανέμελες ημέρες… τελείωσαν – Πόσο πιθανή είναι μια «καταιγίδα»;

Σε μια δύσκολη συγκυρία εισέρχονται οι διεθνείς αγορές, με το γεωπολιτικό ρίσκο να πυροδοτεί αλυσιδωτές αρνητικές εξελίξεις.

Οι ανέμελες ημέρες των ξένων αγορών φαίνεται ότι αποτελούν πλέον παρελθόν. Τα σύννεφα έχουν πυκνώσει αισθητά και οι περισσότεροι αναλυτές φοβούνται τον κίνδυνο μιας ισχυρής… νεροποντής, ικανής να ανακόψει την ορμή της μέχρι στιγμής «bull market».

Αναμφίβολα, οι γεωπολιτικές ανησυχίες συνιστούν τη Νο.1 πρόκληση για τις παγκόσμιες αγορές μετοχών. Ο φόβος για μια απευθείας και «ανοιχτή» σύγκρουση στη Μέση Ανατολή, με βασικούς πρωταγωνιστές το Ισραήλ και το Ιράν, έχει ήδη αρχίσει να… παραλύει τους αγοραστές.

Τα σημάδια είναι άκρως ανησυχητικά. Η προηγούμενη εβδομάδα ήταν η χειρότερη των τελευταίων έξι μηνών για τον αμερικανικό βασικό δείκτη S&P 500, την ίδια ώρα που η μεταβλητότητα στη Wall Street εκτοξεύεται σε επίπεδα, τα οποία αγνοούνταν από τον περασμένο Οκτώβριο (ο δείκτης VIX ξεπερνά τις 17 μονάδες).

Αλυσιδωτές εξελίξεις

Η κατάσταση στη Μέση Ανατολή, όπως είναι εύλογο, επιδρά δυσμενώς και στην τιμή του πετρελαίου, η οποία έχει ξεπεράσει τα 90 δολάρια/βαρέλι στην αγορά εμπορευμάτων του Λονδίνου. Κι αυτό, αναμφίβολα, συνιστά αρνητική εξέλιξη στη «μάχη» κατά του πληθωρισμού, η οποία παραμένει σε πλήρη εξέλιξη. Οι αναλυτές, από την πλευρά τους, θεωρούν ολοένα και πιο πιθανό το σενάριο για επαναφορά του «μαύρου χρυσού» στα επίπεδα των 100 δολαρίων/βαρέλι.

Εφόσον ένα τέτοιο ενδεχόμενο καταστεί πραγματικότητα εντός των επόμενων μηνών, τότε ο πονοκέφαλος της Federal Reserve, η οποία συνιστά σημείο αναφοράς για την παγκόσμια νομισματική πολιτική, θα αρχίσει να γίνει ακόμη πιο έντονος. Οι αγορές έχουν ήδη αρχίσει να αποτιμούν το σενάριο για λιγότερες μειώσεις επιτοκίων μέσα στο 2024.

Είναι ενδεικτικό ότι η Goldman Sachs «βλέπει» δύο γύρους περικοπών μέχρι τα τέλη του έτους, ενώ ακόμη δυσμενέστερη είναι η πρόβλεψη της Barclays, η οποία κάνει λόγο για μόλις έναν γύρο περικοπών. Κι όλα αυτά, ενώ στις αρχές του έτους οι προσδοκίες μιλούσαν για έως και έξι (!) μειώσεις στα αμερικανικά επιτόκια.

Η αλήθεια είναι, πάντως, ότι τα μακροοικονομικά στοιχεία στις ΗΠΑ δεν δικαιολογούν (προς το παρόν) μια τόσο γρήγορη και άμεση χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, δεδομένου ότι τόσο ο πληθωρισμός, όσο και η αγορά εργασίας εξακολουθούν να επιδεικνύουν ανθεκτικότητα στις σφιχτές νομισματικές συνθήκες.

«Δεν περιμένω μειώσεις επιτοκίων εκτός αν η αγορά εργασίας πραγματικά οδηγηθεί προς συρρίκνωση» σχολιάζει στο Bloomberg ο Άνταμ Άμπας, αναλυτής της Harris Associated. Έτσι, για ακόμη μία φορά οι αγορές φαίνεται ότι περιμένουν ένα αρνητικό… γύρισμα για την οικονομία και την απασχόληση, προκειμένου να «χαμογελάσουν».

Την ίδια στιγμή, μόνο απαρατήρητη δεν έχει περάσει η έντονη μεταβλητότητα στις αγορές των κρατικών ομολόγων, με τους επενδυτές να σπεύδουν να αποτιμήσουν εκ νέου τις αποδόσεις των αμερικανικών τίτλων. Κάπως έτσι, εν μέσω της εκ βάθρων επιδείνωσης των προοπτικών για την πορεία των επιτοκίων, το κόστος δανεισμού στις ΗΠΑ έχει ξεπεράσει το 4,5% στη 10ετία, για πρώτη φορά από τον Νοέμβριο του 2023.

Ευαίσθητοι (ξανά) οι επενδυτές

Όλα αυτά έχουν καταστήσει τους επενδυτές αρκετά ευεραίσθητους απέναντι σε οποιαδήποτε αρνητική -γι’ αυτές- είδηση. Δηλαδή το ακριβώς αντίθετο με ό,τι συνέβαινε πριν μερικές εβδομάδες, όπου η ανοχή στις δυσμενείς εξελίξεις ήταν εξαιρετικά υψηλή. Οι διαχειριστές κεφαλαίων έχουν ήδη αρχίσει να περιορίζουν την έκθεση σε υψηλού ρίσκου assets, όπως για παράδειγμα είναι μετοχές.

Στο αρνητικό κλίμα έρχονται να προστεθούν και τα εταιρικά αποτελέσματα του α’ τριμήνου, με τις εισηγμένες της Wall Street να ανακοινώνουν ναι μεν βελτιωμένα μεγέθη σε σχέση με πέρυσι, αλλά υποδεέστερα σε σχέση με τις προσδοκίες των αναλυτών. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των Wells Fargo και JP Morgan, των οποίων η κερδοφορία δεν ευθυγραμμίστηκε με τις εκτιμήσεις της αγοράς.

Πάντως, προς το παρόν βρισκόμαστε στην αρχή της περιόδου δημοσίευσης, καθώς μόλις το 6% των εισηγμένων του S&P 500 έχει προβεί σε ανακοινώσεις. Υπενθυμίζεται ότι, με βάση τα στοιχεία της LSEG, η συνολική καθαρή κερδοφορία αναμένεται να αυξηθεί κατά 2,7% σε σχέση με το α’ τρίμηνο του 2023, με τον συνολικό τζίρο να διευρύνεται κατά 3,3%.

(Τα παραπάνω αποτελούν προϊόν δημοσιογραφικής έρευνας και δεν συνιστούν προτροπή για αγορά, πώληση ή διακράτηση οποιασδήποτε μετοχής)