Skip to main content

Κρίσιμος παράγοντας επενδύσεων το δημογραφικό

Η σχέση της αύξησης του πληθυσμού

Το δημογραφικό είναι πεπρωμένο; Το μέγεθος, η ανάπτυξη και η δομή του πληθυσμού μιας χώρας μπορεί να καθορίσει ενίοτε τον μακροπρόθεσμο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό ιστό της.

Αυτό σημαίνει ότι τα δημογραφικά στοιχεία μπορούν να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο στη διαμόρφωση πολύπλοκων προκλήσεων και ευκαιριών που αντιμετωπίζουν οι κοινωνίες, συμπεριλαμβανομένων αρκετών που σχετίζονται με την οικονομική ανάπτυξη.

Το θέμα ωστόσο είναι η συμβολή της παραγωγής και της κατανάλωσης στο ΑΕΠ μιας οικονομίας, δηλ. η μερίδα του πληθυσμού που δημιουργεί αξία. Ένας μεγαλύτερος πληθυσμός σημαίνει περισσότερους καταναλωτές και εργατικό δυναμικό, το οποίο με τη σειρά του ενισχύει την ανάπτυξη.

Επιπλέον, οι μακροχρόνιες δημογραφικές τάσεις τής κάθε χώρας θεωρούνται κρίσιμος παράγοντας λήψης επενδυτικών αποφάσεων, καθώς οι διεθνείς επενδυτές προτιμούν να επενδύουν σε χώρες με υψηλότερη γεννητικότητα, αφού προσβλέπουν σε μεγαλύτερη απορροφητικότητα νέων προϊόντων και υπηρεσιών.

Βέβαια, η αύξηση του πληθυσμού μπορεί να λειτουργήσει και ως δίκοπο μαχαίρι: παρέχει μεν μεγαλύτερο αριθμό εργαζομένων και μεγαλύτερη εν δυνάμει αγορά για τον μεταποιητικό τομέα, αλλά μπορεί να επιβαρύνει τον αγροτικό τομέα εάν δεν υπάρχουν τα απαραίτητα μέσα για αύξηση της παραγωγής τροφίμων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Σύμφωνα με μελέτες της Παγκόσμιας Τράπεζας, σε ορισμένες χώρες, όπως οι BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική), η αύξηση του πληθυσμού αποδείχθηκε ευεργετική. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχει μια κοινή συναίνεση αναφορικά με τη σχέση της αύξησης του πληθυσμού και την ανάπτυξη.

Σήμερα, ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξάνεται με τον πιο αργό ρυθμό από το 1950. Ο ΟΗΕ εκτιμά ότι οι κάτοικοι της Γης θα μπορούσαν να φτάσουν τα 8,5 δισεκατομμύρια το 2030, από 8 δισεκατομμύρια το 2022 και να αγγίξουν τα 9,7 δισεκατομμύρια το 2050 – παραμένοντας σε αυτό το σημείο έως να καταγραφεί νέα κορύφωση στα περίπου 11 δισεκατομμύρια τη δεκαετία του 2080, αριθμός που εκτιμάται ότι θα διατηρηθεί σταθερός μέχρι το 2100.

Οι πρωταθλήτριες

Ο ΟΗΕ εκτιμά ότι περισσότερο από το ήμισυ της προβλεπόμενης αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού μεταξύ 2022 και 2050 θα συγκεντρωθεί σε οκτώ μόνο χώρες: το Κονγκό, την Αίγυπτο, την Αιθιοπία, την Ινδία, τη Νιγηρία, το Πακιστάν, τις Φιλιππίνες και την Τανζανία.

Η Ινδία ξεπέρασε την Κίνα ως η πολυπληθέστερη χώρα του πλανήτη το 2023, καθώς ο πληθυσμός της Κίνας βαίνει μειούμενος.

Από την άλλη, 61 χώρες προβλέπεται να παρουσιάσουν μείωση του πληθυσμού τους έως το 2050. Περισσότερο από το ήμισυ των ανθρώπων που θα προστεθούν στον παγκόσμιο πληθυσμό την υπόλοιπη διάρκεια του αιώνα θα είναι στην υποσαχάριο Αφρική, περιοχή της οποίας το 60% των κατοίκων της θα είναι ηλικίας μικρότερης των 25 ετών. Ωστόσο, το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα των χωρών αυτών αντιστοιχεί στο ένα πέμπτο του παγκόσμιου μέσου όρου. Η PwC προβλέπει ότι σε πολλές αναδυόμενες οικονομίες η ανάπτυξη θα προέλθει από τη ραγδαία αύξηση του πληθυσμού, την εκτίναξη της εγχώριας ζήτησης και του εργατικού δυναμικού, με την προϋπόθεση ωστόσο ότι θα πρέπει να γίνουν επενδύσεις στην εκπαίδευση και να βελτιωθούν τα μακροοικονομικά θεμελιώδη μεγέθη προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι θέσεις εργασίας θα επαρκούν για να απορροφήσουν τον αυξανόμενο νέο πληθυσμό αυτών των κρατών. Κορυφαίο παράδειγμα η Ινδία, η πολυπληθέστερη χώρα του πλανήτη, με τον πληθυσμό της να ξεπερνά το 1,428 δισ., ελαφρώς υψηλότερα από το 1,425 δισ. της Κίνας, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ. Με τον μισό πληθυσμό σε ηλικία κάτω των 30 ετών, αναμένεται να αναδειχθεί στην ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία του πλανήτη τα επόμενα χρόνια. Ήδη, η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ασίας φιλοξενεί σχεδόν το ένα πέμπτο της ανθρωπότητας – περισσότερο από το σύνολο του πληθυσμού της Ευρώπης ή της Αφρικής ή της Αμερικής. Ενώ αυτό ισχύει προς το παρόν και για την Κίνα, η εικόνα αναμένεται να αλλάξει καθώς ο πληθυσμός της Ινδίας προβλέπεται να συνεχίσει να αυξάνεται και να αγγίξει το 1,668 δισ. μέχρι το 2050, όταν ο πληθυσμός της Κίνας προβλέπεται να συρρικνωθεί σε περίπου 1,317 δισ.

H ανάπτυξη της Ινδίας

Την ίδια στιγμή, το ινδικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 8,4% στο τέταρτο τρίμηνο του 2023 σε ετήσια βάση, ξεπερνώντας κατά πολύ τις προβλέψεις αναλυτών, ενώ για το σύνολο του οικονομικού έτους έως τα τέλη Μαρτίου η ανάπτυξη εκτιμάται στο 7,6%, χάρη στην εγχώρια ζήτηση, την κατανάλωση και τις επενδύσεις, που συμβάλλουν στο 70% της οικονομικής δραστηριότητας. Η χώρα αποτελεί την έκτη μεγαλύτερη καταναλωτική αγορά στον κόσμο και τον 14ο μεγαλύτερο εισαγωγό, με την αγορά λιανικής της να φθάνει την αξία του 1,17 τρισ. δολαρίων συνεισφέροντας πάνω από το 10% του ΑΕΠ της. Για τον λόγο αυτό η κυβέρνηση της Ινδίας προσπαθεί να κάνει τη χώρα κόμβο μεταποίησης και εξαγωγών, με κύριο όχημα την παροχή κινήτρων που συνδέονται με την παραγωγή. Η Ινδία είναι ο μεγαλύτερος παρασκευαστής γενόσημων φαρμάκων στον κόσμο και ο φαρμακευτικός τομέας της καλύπτει πάνω από το 50% της παγκόσμιας ζήτησης για εμβόλια.

Η Morgan Stanley προβλέπει ότι το μερίδιο του μεταποιητικού τομέα στο ΑΕΠ της θα αυξηθεί από 15,6% σήμερα στο 21% το 2031, με τα έσοδα από τη μεταποίηση να αναμένεται να τριπλασιαστούν από τα 447 δισ. στο 1,5 τρισ. δολάρια. Το μεγάλο πλεονέκτημα της Ινδίας, το χαμηλό εργατικό και μεταποιητικό κόστος, η προθυμία για νέες επενδύσεις, οι φιλικές προς το επιχειρείν πολιτικές και ο νεανικός πληθυσμός που έχει μεγάλη διάθεση για κατανάλωση.

Έως το 2030, η Ινδία θα αναδειχθεί στην τρίτη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, αφήνοντας πίσω της την Ιαπωνία και τη Γερμανία, σύμφωνα με την S&P, η οποία στηρίζει την πρόβλεψή της στο γεγονός πως το ινδικό ΑΕΠ θα αυξάνεται κάθε χρόνο κατά μέσο όρο 6,3% έως το 2030. Αυτό σημαίνει ότι η χώρα θα γίνει μια οικονομία 7 τρισ. δολαρίων έως το 2030 από 3,7 τρισ. δολάρια που είναι σήμερα, με βάση εκτιμήσεις του ινδικού υπουργείου Οικονομικών. Η εκρηκτική αύξηση του πληθυσμού θα πιέσει την κυβέρνηση του πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι να δημιουργήσει θέσεις εργασίας για τα εκατομμύρια των ανθρώπων που εισέρχονται στο εργατικό δυναμικό, καθώς εκατομμύρια απομακρύνονται από την αγροτική ζωή. Η μεσαία τάξη ανεβαίνει συνεχώς -από το 31% επί του συνολικού πληθυσμού σήμερα αναμένεται να φθάσει το 38% έως το 2031 και το 60% έως το 2047- δημιουργώντας το νέο κύμα ανάπτυξης.

Βιετνάμ: Αύξηση πλούτου

Το Βιετνάμ με αύξηση του πληθυσμού του σε άνω των 100 εκατ. κατοίκων -έχει τον τρίτο μεγαλύτερο πληθυσμό μεταξύ των χωρών της ΝΑ Ασίας- θα δει τον πλούτο του να αυξάνεται κατά 125% τα επόμενα 10 έτη, σύμφωνα με την εταιρεία συμβούλων Henley & Partners. «Το Βιετνάμ αναδεικνύεται σε μια όλο και πιο δημοφιλή βάση παραγωγής για πολυεθνικές εταιρείες τεχνολογίας, αυτοκινητοβιομηχανίας, ηλεκτρονικών, ένδυσης και κλωστοϋφαντουργίας», φιλοξενώντας 19.400 εκατομμυριούχους, καθώς θεωρείται ως μια σχετικά ασφαλής χώρα σε σύγκριση με άλλες στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού. Η στρατηγική θέση της χώρας -που μοιράζεται χερσαία σύνορα με την Κίνα, ενώ βρίσκεται κοντά σε σημαντικές θαλάσσιες εμπορικές οδούς-, το χαμηλό κόστος εργασίας και οι υποδομές που υποστηρίζουν τις εξαγωγές έχουν μετατρέψει το Βιετνάμ σε κορυφαίο προορισμό για διεθνείς επενδύσεις, αναφέρει η McKinsey, παρότι ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ επιβραδύνθηκε κοντά στο 5% πέρσι, από 8% του 2022, λόγω της εξασθενημένης παγκόσμιας ζήτησης. Και το Βιετνάμ διαθέτει μια ταχέως αναπτυσσόμενη καταναλωτική αγορά, καθώς η μεσαία τάξη διευρύνεται.

Ανερχόμενη δύναμη

Ανερχόμενη δύναμη και η Ινδονησία, η οποία με έναν πληθυσμό που αυξήθηκε πάνω από τα 279 εκατ. κατοίκους, εκπροσωπώντας το 3,5% του παγκόσμιου πληθυσμού, φιλοδοξεί τα επόμενα χρόνια να μετατραπεί σε παγκόσμιο κέντρο ηλιακών πάνελ, καθώς διαθέτει από τα μεγαλύτερα κοιτάσματα νικελίου και κοβαλτίου στον κόσμο. Αυτό θα μπορούσε να τη βοηθήσει να αναρριχηθεί και στην παγκόσμια αλυσίδα βιομηχανίας μπαταριών και ηλεκτρικών οχημάτων. «Χωρίς το νικέλιο της Ινδονησίας δεν θα υπάρξει ενεργειακή μετάβαση», έχουν δηλώσει ειδικοί του χώρου.

Ωφελημένο το Μεξικό

Το Μεξικό έχει επίσης ωφεληθεί τα μέγιστα από τη μετεγκατάσταση επιχειρήσεων από τις ΗΠΑ με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια παραγωγική έκρηξη στα πάντα, από ηλεκτρικά οχήματα έως προψημένα προϊόντα, χάρη στο φθηνότερο εργατικό δυναμικό. Πέρσι αναπτύχθηκε με ρυθμό 3% και φέτος οι προβλέψεις κυμαίνονται από 2,5% έως 3,5%. Ο πληθυσμός του Μεξικού ξεπέρασε τα 130 εκατ. κατοίκους πέρσι και αναμένεται να φθάσει περίπου τα 150 εκατ. έως το 2030.

Η Τουρκία ως πύλη

Από κοντά και η Τουρκία ως σημαντικό μεταποιητικό κέντρο, το οποίο επιλέγεται από κορυφαίους κατασκευαστές καταναλωτικών αγαθών και αυτοκινήτων, βιομηχανίες αεροναυπηγικής και εταιρείες ένδυσης, ενώ την ίδια στιγμή η Κίνα έχει μετατρέψει την Τουρκία σε πύλη προς τη Δύση και σε μεταποιητικό εταίρο λόγω του χαμηλού εργατικού κόστους. Το μερίδιο της μεταποίησης ως προς το ΑΕΠ αυξήθηκε από το 19% το 2020 σε περισσότερο από 23% το 2023.

Η τουρκική οικονομία του 1,1 τρισ. δολαρίων αναπτύχθηκε με ρυθμό 4,5% πέρσι, λιγότερο μεν από το 5,5% το 2022, αλλά πολύ περισσότερο από ό,τι προβλεπόταν, παρά τη μεγάλη αύξηση των επιτοκίων. Ενώ η οικονομία ισορροπεί σε χαμηλότερες ταχύτητες, αναπτύσσεται επί 14 συναπτά τρίμηνα και αυτό χάρη στην ανθεκτικότητα των καταναλωτικών δαπανών. Παράλληλα, ο πληθυσμός της Τουρκίας αυξήθηκε κατά 92.824 κατοίκους σε σχέση με έναν χρόνο νωρίτερα και έφθασε το 2023 τα 85,37 εκατομμύρια κατοίκους. Σύμφωνα δε με τις προβλέψεις της Παγκόσμιας Τράπεζας, το 2050 ο πληθυσμός της Τουρκίας θα πλησιάζει τα 100 εκατ. κατοίκους, σχεδόν 13 εκατ. περισσότερους από αυτούς που διαθέτει σήμερα. Οι προβλέψεις δημιουργούν τεράστιες νέες ανάγκες για την Τουρκία να αυξήσει την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία της αγροτικής οικονομίας και το ΑΕΠ για έναν λαό περίπου 100 εκατ. κατοίκων, τη στιγμή μάλιστα που το 15,2% του πλη- θυσμού αποτελείται από νέους στην ηλικιακή ομάδα 15-24 ετών.

Στο μεταξύ, αφρικανικές χώρες όπως Νιγηρία, Κένυα, Τανζανία, αρχίζουν να παρουσιάζουν κάποια ανάπτυξη, καθώς για πρώτη φορά στην ιστορία τους δεν δίδουν «αφιλοκερδώς» τα προϊόντα τους, όπως γινόταν εδώ και πολλά χρόνια όταν οι μεγάλες δυνάμεις -πρώην αποικιοκράτες- απομυζούσαν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές τους. Ταυτοχρόνως, Κινέζοι κάνουν επενδύσεις στην Αφρική, κατασκευάζοντας σημαντικές υποδομές, όπως δρόμους και λιμάνια, για πολιτικούς λόγους, και αυτό έχει φέρει κάποια ανάπτυξη στην περιοχή.

Η ταχύτητα της Κίνας

Από την άλλη, η Κίνα είδε τον ρυθμό ανάπτυξης να κατεβάζει ταχύτητα στο 5,2% πέρσι, παρότι «έπιασε» τον κυβερνητικό στόχο, γεγονός που αποδίδεται στην κρίση της αγοράς ακινήτων, στην εξασθενημένη καταναλωτική ζήτηση και στην κάμψη της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης. Οι εξαγωγές, κινητήριος δύναμη της κινεζικής οικονομίας, υποχώρησαν πέρσι για πρώτη φορά από το 2016.

Από την άλλη, ο πληθυσμός της Κίνας μειώθηκε το 2023 για δεύτερο διαδοχικό έτος, καθώς το ιστορικό χαμηλό ποσοστό γεννήσεων και το κύμα θανάτων από τον Covid-19 οδήγησε τον πληθυσμό στο 1,409 δισ. κατοίκους. Τα νούμερα αυτά εντείνουν τις ανησυχίες ότι οι προοπτικές ανάπτυξης της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη επισκιάζονται εξαιτίας του μικρότερου αριθμού εργαζομένων και καταναλωτών, ενώ το αυξανόμενο κόστος υγειονομικής περίθαλψης των ηλικιωμένων και των συνταξιοδοτικών παροχών ασκεί μεγαλύτερη πίεση στις υπερχρεωμένες τοπικές κυβερνήσεις. Ωστόσο, το Πεκίνο προχωρά σε αλλεπάλληλα μέτρα για να αναθερμάνουν την οικονομία και τις επενδύσεις, για να συνεχίσει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια οικονομία και γεωπολιτική και τα επόμενα έτη.

Η «Τίγρης της Ασίας»

Η Ταϊλάνδη, που αναπτυσσόταν μόλις πριν από λίγες δεκαετίες με άλματα και είχε ονομαστεί η επόμενη «Τίγρης της Ασίας» για τους διψήφιους ρυθμούς ανάπτυξης ή το «Ντιτρόιτ της Ανατολής», επειδή οι παγκόσμιες αυτοκινητοβιομηχανίες έριξαν πολλά χρήματα στην αγορά της, έχει μείνει σήμερα πίσω. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Κίνας, για παράδειγμα, έχει ξεπεράσει αυτό της Ταϊλάνδης τα τελευταία χρόνια και θα μπορούσε σύντομα να είναι διπλάσιο: στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας δείχνουν την Κίνα στα 12.720 δολάρια έναντι 6.909 δολαρίων για την Ταϊλάνδη το 2022.

Η εξέλιξη αυτή συμπίπτει με διάφορους πολιτικούς λόγους, αλλά και με το γεγονός ότι τις τελευταίες δεκαετίες έχει μειωθεί ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού εξαιτίας της πτώσης των ποσοστών των γεννήσεων, οι οποίες οδήγησαν σε μείωση του ποσοστού των νέων στον πληθυσμό.