Skip to main content

Ενισχύεται η περιουσιακή κατάσταση των Ελλήνων

Από την έντυπη έκδοση

Από τα μέσα του 2018 έως τα μέσα του 2019 ο πλούτος ανά ενήλικα στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 2,7% σε ετήσια βάση, ενώ αντίστοιχα ο μη χρηματοοικονομικός πλούτος αυξήθηκε κατά 1,6%, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Credit Suisse, τα συμπεράσματα της οποίας αναλύει η Alpha Bank. Η ίδια μελέτη σημειώνει ότι τη δεκαετία 2000-2010 ο πλούτος των Ελλήνων αυξήθηκε κατά 91%, για να χαθεί στα μνημονιακά χρόνια ένα 30%. Σε ό,τι αφορά τις πρόσφατες εξελίξεις, η Alpha Bank σημειώνει ότι η ανάκαμψη του συνολικού καθαρού πλούτου μπορεί να αποδοθεί στους εξής παράγοντες:

  • την ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων, όπως αυτή αποτυπώνεται στην άνοδο των τιμών των οικιστικών ακινήτων κατά 6,3%, σε ετήσια βάση, στο α’ εξάμηνο 2019,
  • την αύξηση των τιμών των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου,
  • την αύξηση του γενικού δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών κατά 41,9% από τις αρχές του έτους μέχρι σήμερα,
  • την ενίσχυση των καταθέσεων των νοικοκυριών κατά 4,2 δισ. ευρώ στο εννεάμηνο του 2019 και
  • την περαιτέρω μείωση του ιδιωτικού χρέους.

Εξετάζοντας τις σωρευτικές μεταβολές σε χρονικά διαστήματα, δηλαδή 2000-2010 και 2010-2019, διαπιστώνεται ότι ο πλούτος ενός ενήλικου Έλληνα σχεδόν διπλασιάστηκε τη δεκαετία 2000-2010 (+91%), το 30% του οποίου απολέσθηκε στη συνέχεια, δηλαδή μεταξύ των ετών 2010 και 2019. Στις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου η σωρευτική μεταβολή του πλούτου ανά ενήλικα τη δεκαετία 2000-2010 ήταν μεγαλύτερη σε σύγκριση με την Ελλάδα, καθώς στην Κύπρο ήταν ίση με 165%, στην Ιταλία με 98% και στην Πορτογαλία με 114%.

Συγκεκριμένα, το διάστημα 2007-2012 ο πλούτος ανά ενήλικα μειώθηκε σχεδόν κατά το ήμισυ (-48,4%), γεγονός που μπορεί να αποδοθεί στην πτώση των τιμών των χρεογράφων, κυρίως μετοχών και ομολόγων και στο συνδυαστικό αποτέλεσμα της υποχώρησης των τιμών των ακινήτων, αλλά και του περιορισμού της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας. Παράλληλα, πτώση σημείωσαν οι καταθέσεις των νοικοκυριών, η οποία μάλιστα ήταν ραγδαία την τριετία 2010-2012, ενώ από το 2010 ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των δανείων προς τα νοικοκυριά εισήλθε σε αρνητικό έδαφος. Το 2013 ο πλούτος ανά ενήλικο άτομο στην Ελλάδα ανέκαμψε, προσωρινά ωστόσο, καθώς την επόμενη διετία μειώθηκε εκ νέου κατά 22%, με τις καταθέσεις και τις τιμές των ακινήτων να υποχωρούν περαιτέρω.

Παρά το γεγονός ότι οι εν λόγω χώρες, όπως και η Ελλάδα, ακολούθησαν προγράμματα οικονομικής προσαρμογής εντός της τελευταίας δεκαετίας, η εικόνα που παρουσιάζουν στο διάστημα 2010-2019 είναι διαφορετική, καθώς η μείωση του καθαρού πλούτου ανά ενήλικο άτομο ήταν σχετικά περιορισμένη στην Κύπρο (-6%) και την Ιταλία (-1%), ενώ στην Πορτογαλία σημειώθηκε αύξηση ύψους 16%. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι τα προγράμματα προσαρμογής σε αυτές τις χώρες ολοκληρώθηκαν νωρίτερα σε σχέση με την Ελλάδα.

Για τους Έλληνες, ο χρηματοοικονομικός πλούτος εξακολουθεί να έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα, καθώς αποτελεί το 69,2% του μικτού πλούτου, δηλαδή του αθροίσματος χρηματοοικονομικού και μη χρηματοοικονομικού πλούτου, ποσοστό που είναι το δεύτερο υψηλότερο μεταξύ των επιλεγμένων χωρών μετά το αντίστοιχο της Ισπανίας.
Σε παγκόσμιο επίπεδο φαίνεται ότι η τάση είναι σταθερά αυξητική, καθώς ο πλούτος ανά ενήλικα αυξήθηκε και τα δύο υπό εξέταση χρονικά διαστήματα. 

Σύμφωνα με έρευνα της Credit Suisse, τα συμπεράσματα της οποίας αναλύει η Alpha Bank, ο πλούτος των Ελλήνων σημείωσε άλμα 91% τη δεκαετία 2000-2010, το 30% του οποίου απολέσθηκε μεταξύ 2010 και 2019.