Στέλιος Παπαπέτρου
[email protected]
Οι υπάλληλοι γενικών καθηκόντων, οι πωλητές σε καταστήματα, οι σερβιτόροι, οι βοηθοί παρασκευής τροφίμων, οι υπάλληλοι πληροφόρησης πελατών και οι επαγγελματίες του χρηματοοικονομικού και μαθηματικού κλάδου (λογιστές, βοηθοί λογιστών) είναι κατά σειρά τα πλέον δυναμικά επαγγέλματα στην ελληνική αγορά εργασίας, σύμφωνα με τα στοιχεία της ετήσιας έκθεσης 2018 του Ελληνικού Ινστιτούτου Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού.
Στους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας φαίνεται ότι οι δραστηριότητες υπηρεσιών εστίασης διαθέτουν τις περισσότερες νέες θέσεις εργασίας από το 2014 έως το 2017 (με διακυμάνσεις μεταξύ των ετών), ενώ, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έκθεσης, οι νέες θέσεις εργασίας συσχετίζονται ισχυρά με τον κύκλο της τουριστικής περιόδου της χώρας.
Τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, ένα από τα σημαντικότερα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της ελληνικής αγοράς εργασίας είναι η υπερσυγκέντρωση της απασχόλησης σε πολύ λίγα επαγγέλματα (και κλάδους):
- Περίπου το 1/4 της συνολικής απασχόλησης είναι συγκεντρωμένο σε 3 μόνο από τα 126 επαγγέλματα και αφορά πωλητές σε καταστήματα, απασχολούμενους στις καλλιέργειες κηπευτικών και φυτειών και υπάλληλους γενικών καθηκόντων.
- Το πλέον δυναμικό επάγγελμα, οι υπάλληλοι γενικών καθηκόντων, περιλαμβάνει 173.387 απασχολούμενους, αυξημένους κατά 58,1% την περίοδο 2013-2017, από τους οποίους το 56,7% έχει μεσαία εκπαιδευτικά προσόντα (απολυτήριο λυκείου ή και μεταδευτεροβάθμιας επαγγελματικής εκπαίδευσης) και το 40% χαμηλά προσόντα (ολοκλήρωσαν έως και τη Γ΄ τάξη Γυμνασίου).
- Το επάγγελμα που απασχολεί τον μεγαλύτερο αριθμό εργαζομένων στο σύνολο της χώρας από το 2011 και μετά είναι οι καταστηματάρχες και πωλητές σε καταστήματα, εκτός από το 2013, που την πρώτη θέση κατείχαν οι απασχολούμενοι στις καλλιέργειες κηπευτικών και φυτειών, κατηγορία η οποία όλα τα υπόλοιπα έτη είναι στη δεύτερη θέση. Ο κλάδος οικονομικής δραστηριότητας με τον μεγαλύτερο αριθμό απασχολούμενων είναι η καλλιέργεια μη πολυετών φυτών για την περίοδο 2011-2017. Ακολουθούν δύο κλάδοι που εναλλάσσονται, δηλαδή αυτός της κρατικής διοίκησης, οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και το λιανικό εμπόριο άλλων ειδών σε ειδικευμένα καταστήματα.
- Σε ό,τι αφορά την επιχειρηματική δραστηριότητα, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΓΕΜΗ (που είναι διαθέσιμα έως και το έτος 2016), οι εγγραφές επιχειρήσεων στο σύνολο της χώρας παρουσιάζουν μείωση από το 2014 έως το 2015, ενώ το 2016 σημειώνεται σημαντική αύξηση. Η δημιουργία νέων επιχειρήσεων δείχνει να ανακάμπτει με διαφορετική όμως νομική μορφή. Οι ατομικές επιχειρήσεις υποκαθίστανται από τις Ιδιωτικές Κεφαλαιουχικές Εταιρείες (ΙΚΕ) ως απόρροια κυρίως του φορολογικού και ασφαλιστικού καθεστώτος.
- Η πλειονότητα του εργατικού δυναμικού κατέχει σχετικά απλές δεξιότητες, απόρροια του παραδοσιακού παραγωγικού προτύπου της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, η αμέσως επόμενη ομάδα του εργατικού δυναμικού είναι οι απασχολούμενοι με υψηλού επιπέδου δεξιότητες, στους οποίους συγκαταλέγονται απασχολούμενοι με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και εμπειρία, όπως οι πολιτικοί μηχανικοί, οι καθηγητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, οι αναλυτές υπολογιστικών συστημάτων και άλλοι. Η ομάδα αυτή σημειώνει μικρή μεν, αλλά θετική μεταβολή τα τελευταία χρόνια, ενώ σημειώνεται σταθερή μείωση των απασχολούμενων με χαμηλά εκπαιδευτικά προσόντα.
- Στις περιφέρειες όπου η απασχόληση στον τουρισμό είναι έντονη, το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων είναι σημαντικά χαμηλότερο, σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα.
Η υπουργός Εργασίας, Έφη Αχτσιόγλου, μιλώντας κατά τη διάρκεια της παρουσίασης των ευρημάτων της ετήσιας έκθεσης, επισήμανε ότι «τα συμπεράσματα της έκθεσης είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για την παρακολούθηση των αναγκών της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα, το οποίο θα συμβάλει στην πρόγνωση των αναγκών της αγοράς σε βάθος πενταετίας».
Ο υφυπουργός Εργασίας, Νάσος Ηλιόπουλος, αρμόδιος για θέματα της αγοράς εργασίας και καταπολέμησης της ανεργίας, τόνισε πως «η επικαιροποίηση και ενοποίηση όλων των δεδομένων – σε πραγματικό χρόνο – και η διάθεση αυτών ως «δημόσιο αγαθό» παρέχει τη δυνατότητα τόσο στους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, όσο και στο επιστημονικό δυναμικό της χώρας να εμβαθύνουν σε ανεξάρτητες επεξεργασίες στη βάση των αναγκών του κάθε φορέα. Τέλος, συγκροτεί και έναν αντικειμενικό μηχανισμό αξιολόγησης των προγραμμάτων καταπολέμησης της ανεργίας».