Από την έντυπη έκδοση
Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]
Mέχρι το τέλος του έτους, στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, καλείται το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) μέσω των θεσμών να απεμπλακεί από τις συμμετοχές του στον τραπεζικό τομέα, πράγμα καθόλου εύκολο, αφού η ζημιά που έχει υποστεί θεωρείται αδύνατον να αναπληρωθεί.
Το στοιχείο αυτό, αν και έχει διαμηνυθεί στις τράπεζες και ασφαλώς βρίσκεται στην απόλυτη γνώση και του οικονομικού επιτελείου -αφού άλλωστε αποτελεί μεταμνημονιακή παράμετρο-, εκτιμάται πως δεν θα απασχολήσει άμεσα την κυβέρνηση και το Ταμείο, ενώ καθόλου δεν αποκλείεται να ζητηθεί και μια σχετική παράταση.
Οι τράπεζες βρίσκονται σε μια διαδικασία όπου αγωνίζονται να σταθούν κεφαλαιακά στο ύψος των περιστάσεων (αυξημένα κεφάλαια θα ζητήσουν οι θεσμοί σε όλη την Ευρώπη), ενώ συγχρόνως πιέζονται να μειώσουν τα «κόκκινα» δάνεια και να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία. Το συγκεκριμένο παζλ δεν δείχνει καθόλου εύκολο.
Ωστόσο, όπως αναφέρουν οι θεσμοί σε κείμενά τους, η αποεπένδυση του Δημοσίου θεωρείται απαραίτητη και η εύρεση στρατηγικού επενδυτή για την κάθε τράπεζα αποτελεί προτεραιότητα.
Οι τράπεζες, σύμφωνα με όσα αναφέρουν οι θεσμοί, θα πρέπει να αποτελέσουν και πάλι αμιγώς ιδιωτική περιουσία.
Πώληση σε επενδυτές
Στη λογική αυτή κατά τους θεσμούς οφείλει να δημιουργηθεί ένα αρκετά φιλόδοξο σχέδιο για την πώληση σε επενδυτές του ιδιωτικού τομέα των συμμετοχών του κράτους στις εμπορικές τράπεζες.
Αυτό συνεπάγεται την αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο κινείται το ΤΧΣ, που στην παρούσα φάση έχει θέσει στο επίκεντρο των δραστηριοτήτων του την εταιρική διακυβέρνηση. Για να εξασφαλιστεί ένα βιώσιμο θεσμικό πλαίσιο και μια υγιής διακυβέρνηση στη μεταμνημονιακή περίοδο, οι θεσμοί στα κείμενά τους παρατηρούν πως είναι απαραίτητο: α) Nα σπάσουν και πάντως να μη διατηρηθούν επ’ αόριστον οι δεσμοί κράτους – τραπεζών και β) να εξαλειφθούν οι όποιες αγκυλώσεις ξένων επενδύσεων στις τράπεζες.
Ουσιαστικά, με αυτόν τον τρόπο οι θεσμοί ζητούν από το κράτος να λογιστικοποιήσει τη ζημιά του στις τράπεζες.
Βελτίωση διακυβέρνησης
Το ΤΧΣ, όπως αναγνωρίζεται, κατάφερε μέχρι στιγμής να διαχειριστεί επιτυχώς τις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών και συνέβαλε σημαντικά στη βελτίωση της διακυβέρνησης των συστημικών τραπεζών. Όμως στο μέλλον η παρατεταμένη συμμετοχή του Ταμείου ως εμπλεκόμενου φορέα στον τραπεζικό τομέα θα μπορούσε δυνητικά να οδηγήσει σε μειωμένη εποπτεία από τους θεσμούς και να προκαλέσει στενότερους δεσμούς μεταξύ κράτους και τραπεζών, κάτι που αποτελεί τη μόνιμη ανησυχία των θεσμών. Τούτο θα οδηγούσε πιθανόν τις τράπεζες υπό την επίδραση του κράτους να εκτεθούν σε πράξεις και επενδύσεις που θα τις επηρεάσουν αρνητικά όπως περαιτέρω σε επενδύσεις κρατικών ομολόγων για παράδειγμα.
Έτσι, επωφελούμενο το ΤΧΣ από κυκλικές εξελίξεις, θα μπορούσε βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα να επικεντρωθεί στη σταδιακή πώληση των μεριδίων του Δημοσίου στις ιδιωτικές τράπεζες, με παράλληλο στόχο να μεγιστοποιήσει την αξία της επένδυσης του Δημοσίου στον χρηματοοικονομικό τομέα.
Ζήτημα-κλειδί
Δυστυχώς όμως τα κίνητρα λειτουργούν ενάντια σε μια ταχεία διαδικασία ιδιωτικοποίησης.
Ειδικότερα, ακόμα και εάν διπλασιαστούν οι τιμές των μετοχών, το Δημόσιο δεν πρόκειται να ανακτήσει τα κεφάλαια που έβαλε στις τράπεζες. Έτσι, οποιαδήποτε αποεπένδυση από τον τραπεζικό τομέα θα φέρει απώλειες για το κράτος, οι οποίες μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα κακή δημοσιότητα και όχι μόνον.
Στο πλαίσιο αυτό, η διαδικασία αποεπένδυσης απαιτεί στενή παρακολούθηση, για να υπενθυμίζει σε όλους τους εμπλεκόμενους ότι το να στηρίζεσαι στην ελπίδα για καλύτερους καιρούς είναι κάτι που θα πρέπει να εξισορροπείται με την αναγνώριση ότι οι καιροί μπορεί να είναι και χειρότεροι, κάτι το οποίο όπως μας λέει η ιστορία συμβαίνει πιο συχνά όταν το μερίδιο του Δημοσίου παραμένει σημαντικό.
Όλες οι μεγάλες τράπεζες και ιδιαιτέρως μία από αυτές, όπως αναφέρουν στα σχετικά τους κείμενα οι θεσμοί, θα πρέπει να δουλέψουν σκληρά και πειθαρχημένα για να μείνουν καλά κεφαλαιοποιημένες μεσοπρόθεσμα, καθώς κάθε «σοκ» μπορεί να τις φέρει σε δύσκολη θέση και να γυρίσει τη στρατηγική «περίμενε και ήλπιζε» σε αποτυχία. Γι’ αυτόν τον λόγο το θέμα της αποεπένδυσης αποτελεί ζήτημα-κλειδί στην περίοδο της ενισχυμένης εποπτείας.