Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Τον οδικό χάρτη ενός success story στην Ελλάδα καταρτίζουν οι θεσμικοί πιστωτές με συντονισμένες κινήσεις στο πρόγραμμα και τις αγορές. Η αλλαγή κλίματος στον πυρήνα των ευρωπαϊκών θεσμών είναι εμφανής και συνδέεται με δύο παράγοντες: την τελική ευθεία για την τυπική ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος προσαρμογής και τη διαφαινόμενη απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να «τρέξει» το αφήγημα της εξόδου από το μνημόνιο. Το μομέντουμ δημιουργεί παράθυρο ευκαιρίας αλλά και ρίσκο για την ελληνική οικονομία, η οποία στηρίζεται σε πήλινα πόδια και παραμένει επιρρεπής στη μικροπολιτική διαχείριση των προκλήσεων. Η πορεία της τρίτης αξιολόγησης, το κλίμα για το κοινωνικό μέρισμα και ο πήχης στις αγορές. Τα ερωτήματα για τον Αλέξη Τσίπρα και ο όρος στον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Αξιολόγηση fast track
Η εντύπωση που επικρατεί στους πιστωτές, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες της «Ν», είναι ότι ο κ. Τσίπρας έχει αποφασίσει να ολοκληρώσει επιτυχώς αυτό το πρόγραμμα.
Μπορεί να τηρούν τη δέουσα απόσταση ασφαλείας, υπενθυμίζοντας ότι ακόμη και σήμερα δεν είναι όλοι οι υπουργοί δεσμευμένοι στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, όπως αρέσκονται να περιγράφουν τις παλινωδίες στο εσωτερικό της κυβέρνησης. Ωστόσο, εκτιμούν ότι η γ’ αξιολόγηση συγκεντρώνει τις υψηλότερες πιθανότητες να ολοκληρωθεί σε εύλογο χρονικό διάστημα, δηλαδή έως το τέλος του έτους. Στην επισήμανση ότι ακόμη εκκρεμεί σχεδόν το 80% των prior actions, παράγοντες-«κλειδιά» για την επίτευξη της συμφωνίας, τονίζουν πως ένα υψηλό ποσοστό των ανοιχτών θεμάτων έχει πάρει τον δρόμο της υλοποίησης. Αρνούνται ότι οι ίδιοι επιταχύνουν τώρα τις εξελίξεις, μπροστά στη διαφαινόμενη αδυναμία να «σηκώσουν» πολιτικά ένα 4ο πρόγραμμα στην Ελλάδα. Αντιθέτως, προσεγγίζουν τον κ. Τσίπρα ως έναν άτακτο αλλά καλό μαθητή τα τελευταία 2,5 χρόνια, ο οποίος τώρα έχει μάθει τη δουλειά.
Επικοινωνιακό μέρισμα
Σε ό,τι αφορά το λεγόμενο κοινωνικό μέρισμα της κυβέρνησης, ως εξισορροπητικό στοιχείο της ακατάσχετης φορολογικής πολιτικής, οι θεσμοί δεν φαίνεται να προβάλλουν εμπόδια. Πηγές της «Ν», οι οποίες επιβεβαίωναν καταρχήν συμφωνία στο ύψος του ποσού που θα διατεθεί, συμπλήρωναν ότι εκκρεμούν οι ακριβείς λεπτομέρειες για τη διανομή του. Διευκρίνιζαν δε πως αυτήν τη φορά είναι διαφορετικά καθώς η κυβέρνηση δεν αιφνιδίασε, αλλά συζήτησε εξαρχής με τους θεσμούς τις προθέσεις της, σε αντίθεση με την περίπτωση της επιδότησης στους συνταξιούχους το 2016 η οποία έφερε σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση στη διαπραγμάτευση για την τότε αξιολόγηση του προγράμματος, οδηγώντας στην περιβόητη απολογητικού χαρακτήρα επιστολή Τσακαλώτου.
Η επόμενη μέρα
Μια μορφή στενής επιτήρησης της οικονομικής πολιτικής μετά το τέλος του προγράμματος είναι αναπόσπαστο μέρος όλων των σεναρίων που βρίσκονται στο τραπέζι για την επόμενη μέρα. Οι θεσμοί παραπέμπουν εξάλλου στα παραδείγματα των υπόλοιπων χωρών που εξήλθαν από τον μηχανισμό στήριξης, ως μίνιμουμ διασφάλιση μιας συνέχειας, ιδίως στον τομέα της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Πρόσφατα, κοινοτικός αξιωματούχος περιέγραψε την εκδοχή ενός νέου «υβριδικού» μηχανισμού, ειδικά για την Ελλάδα, που από τη μία πλευρά θα προβλέπει την ενισχυμένη εποπτεία της οικονομικής πολιτικής και από την άλλη θα εγγυάται την έξοδο στις αγορές σε συνδυασμό με μια περαιτέρω ρύθμιση του χρέους. Όμως, η Κομισιόν δεν συμμετέχει με χρηματοδότηση στο ελληνικό πρόγραμμα. Πηγές με εξαιρετική εικόνα των ζυμώσεων στο «στρατόπεδο» των πιστωτών υπογραμμίζουν ότι η λύση αυτή θα απαιτούσε την ενεργοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το ελληνικό χρέος, σπεύδοντας να συμπληρώσουν ότι, με βάση τα σημερινά δεδομένα, αυτό δεν θα χρειαστεί. Η προληπτική πιστωτική γραμμή παραμένει στο τραπέζι ως σενάριο με υψηλές πιθανότητες, ωστόσο, εξαγγελλόμενος στόχος -και- των θεσμών είναι η «καθαρή έξοδος» από το μνημόνιο.
Λύση με βαρύ επιτόκιο
Συνομιλητής της «Ν» με βαρύνουσα σημασία στην ελληνική υπόθεση έλεγε πρόσφατα ότι ένα επιτόκιο της τάξης του 4% θα ήταν ρεαλιστικό και άλλωστε αντιπροσωπευτικό για την Ελλάδα. Εξάλλου, υπογράμμιζε, το ελληνικό δημόσιο απολαμβάνει τα χαμηλά επιτόκια του ESM από τις ρυθμίσεις που έχουν ήδη τεθεί σε εφαρμογή και εκτείνονται σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Επιπλέον, εξέφραζε την εκτίμηση ότι το ελληνικό κράτος δεν θα έχει ανάγκη να αντλεί υψηλά ποσά από τις αγορές, δεδομένων των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων τα οποία οφείλει να διατηρεί μέσα από την αντίστοιχη συμφωνία της κυβέρνησης με τους θεσμικούς πιστωτές. Σε κάθε περίπτωση, για το διάστημα που θα μεσολαβήσει έως τον Αύγουστο του 2018 οι θεσμοί αξιολογούν ως θεμιτή εξέλιξη την πρόσφατη έξοδο του ελληνικού δημοσίου στις αγορές και θεωρούν ότι θα είναι καλό να επαναληφθεί. Εκτιμούν ότι το timing της επόμενης απόπειρας δεν έχει τόση σημασία και ορίζεται απλώς από τις συνθήκες που επικρατούν κάθε φορά στις αγορές.
Ο όρος στον Κ. Μητσοτάκη
Αναφορικά με την ατζέντα της αξιωματικής αντιπολίτευσης για αλλαγή του μίγματος της δημοσιονομικής πολιτικής, κεντρικοί παίκτες στην ελληνική υπόθεση σχολιάζουν ότι οι φόροι είναι πράγματι «σχετικά υψηλοί» στην Ελλάδα, τονίζουν πως η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων είναι εκ των ων ουκ άνευ και καταλήγουν πως, αν αντιστοιχούν σε περικοπές δαπανών, και μόνο τότε, οι μειώσεις των φορολογικών συντελεστών «βγάζουν πράγματι νόημα».
Το κλίμα στους διαδρόμους
Το ενδιαφέρον του ξένου παράγοντα για την επόμενη μέρα στην Ελλάδα αντικατοπτρίζεται σε ερωτήσεις που υποβάλλουν το τελευταίο διάστημα σε άτυπες συζητήσεις παράγοντες με ρόλο στη διαμόρφωση της ατζέντας των θεσμών, οι οποίοι αναρωτώνται χαρακτηριστικά ποιες είναι οι πιθανότητες ο Αλέξης Τσίπρας να κερδίσει τις επόμενες εκλογές και ποια θα είναι πιθανότατα η στάση του από τη θέση της αντιπολίτευσης.
Ο «βολικός» κ. Τσίπρας
Αν κάτι είναι πλέον δεδομένο στο ελληνικό ζήτημα αφορά την άμεση ή έμμεση, συνειδητή ή ασυνείδητη, στήριξη του ευρωπαϊκού παράγοντα στη σημερινή κυβέρνηση. «Αυτή είναι η κυβέρνηση της Ελλάδας, με αυτήν θα πρέπει να δουλέψουμε» είναι η προφανής και πολιτικά ορθή απάντηση αξιωματούχων σε επισημάνσεις περί ασυνήθιστης νηνεμίας στις πάλαι ποτέ ζωηρές σχέσεις των θεσμών με την ελληνική κυβέρνηση.
Ωστόσο, είναι επίσης προφανής και μάλλον εύλογη η τάση ωραιοποίησης των δεδομένων γύρω από την ελληνική οικονομία, ακόμη και αν αυτή δεν υποστηρίζεται από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της. Αρκεί μια ματιά στο ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τους ιδιώτες (5 δισ. ευρώ) και των ιδιωτών προς το Δημόσιο (100 δισ. ευρώ). Στον ρυθμό επιστροφής των καταθέσεων (35 δισ. λιγότερες από το 2015). Στην αξία των μη εξυπηρετούμενων δανείων στις τράπεζες (περισσότερα από 100 δισ. ευρώ). Στη δυνατότητα προσέλκυσης επενδύσεων (βυθισμένες στο 12% του ΑΕΠ, δηλαδή στο μισό του ευρωπαϊκού μ.ό.).
Όμως στη δύση -ούτε του πρώτου, ούτε του δεύτερου- του τρίτου προγράμματος στην Ελλάδα προβάλλει ισχυρή όσο ποτέ η ανάγκη ενός success story. Εξάλλου, ο πάλαι ποτέ λαϊκιστής, όπως τον χαρακτήριζαν οι Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και Γερούν Ντέισελμπλουμ, Αλέξης Τσίπρας θεωρείται ο πιο κατάλληλος να περάσει στην ιστορία ως ο ηγέτης που «έβγαλε τη χώρα από το μνημόνιο» επειδή τελικά το εφάρμοσε.