Από την έντυπη έκδοση
Του Μιχάλη Χατζηκωνσταντίνου
[email protected]
Την «επόμενη μέρα» για την ελληνική οικονομία μετά την έξοδο από το πρόγραμμα το 2018 περιέγραψε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης, τονίζοντας ότι η Ελλάδα θα επιχειρήσει να οικοδομήσει ένα μεγάλο ταμειακό απόθεμα που θα επιτρέψει την ασφαλή έξοδο στις αγορές χωρίς νέα προληπτική γραμμή στήριξης, αλλά και τη δημιουργία ενός μαξιλαριού (12 έως 15 δισ. ευρώ) που θα λειτουργήσει ως δημοσιονομικό εργαλείο σταθεροποίησης.
Παρουσιάζοντας χθες στη Βουλή το προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού του 2018, ο κ. Χουλιαράκης αναφέρθηκε στην επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας εκφράζοντας την «προσωπική», όπως είπε, εκτίμηση ότι η ολοκλήρωση της 3ης αξιολόγησης συνεπάγεται την ουσιαστική -αλλά όχι και τυπική- ολοκλήρωση του προγράμματος. Τόνισε, μάλιστα, ότι στη συνέχεια η χώρα θα μπει σε μια περίοδο οικονομικής ανάκαμψης που θα χαρακτηριστεί από τη συζήτηση για την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους αλλά και για την επόμενη μέρα μετά το τέλος του προγράμματος και τον τύπο του μηχανισμού επιτήρησης, όπου η Ελλάδα επιδιώκει επιτήρηση τύπου Πορτογαλίας ή Κύπρου.
Ανέφερε, όμως, ότι το κυριότερο ζήτημα για την επόμενη μέρα είναι ότι η χώρα μπαίνει σε μια περίοδο οικοδόμησης ενός μεγάλου ταμειακού αποθέματος που θα επιτρέψει δύο πράγματα. Πρώτον, να βγούμε με ασφάλεια στις αγορές χωρίς νέα προληπτική γραμμή στήριξης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας μετά το καλοκαίρι του 2018. Δεύτερον, ανέφερε ότι θα υπάρξει ένας μηχανισμός ασφάλειας ύψους 12 έως 15 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου όσο είναι οι δανειακές υποχρεώσεις για ένα ή ενάμιση έτος. Σημείωσε, όμως, ότι τα 9 δισ. ευρώ από αυτό το «μαξιλάρι» ή μηχανισμό ασφαλείας θα προκύψουν από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Εκτίμησε, μάλιστα, ότι το συγκεκριμένο μαξιλάρι θα πρέπει να μετατραπεί «μετά από ένα ή δύο χρόνια κανονικότητας εκτός προγράμματος» σε Ταμείο Σταθεροποίησης ή νέο δημοσιονομικό εργαλείο σταθεροποίησης για τη θωράκιση της ελληνικής οικονομίας απέναντι στην επόμενη ευρωπαϊκή κρίση.
Από το προσχέδιο στο σχέδιο προϋπολογισμού
Ο κ. Χουλιαράκης ξεκαθάρισε παράλληλα ότι δεν πρόκειται να υπάρξουν νέα μέτρα ανάμεσα στο προσχέδιο και το σχέδιο του προϋπολογισμού, διαψεύδοντας τα δημοσιεύματα για νέα μέτρα ύψους από 1 δισ. ευρώ έως 2,4 δισ. ευρώ. Επίσης ανέφερε ότι θα διανεμηθεί 0,6% έως 0,7% από το πρωτογενές πλεόνασμα 2,8% του 2017. Παραδέχτηκε, πάντως, ότι η κυβέρνηση επιβαρύνει ιδιαίτερα τα μεσαία στρώματα και μάλιστα τους έντιμους και τους συνεπείς. «Η αλήθεια είναι ότι η φορολογική επιβάρυνση που συνεπάγεται ο προϋπολογισμός του 2017 και του 2018 είναι μεγάλη για τη μεσαία τάξη και για τους ελεύθερους επαγγελματίες» είπε, όμως ανέφερε ότι πρόκειται για μια συνειδητή αλλά και μεταβατική επιλογή που πήρε η κυβέρνηση για να ενισχύσει τα πιο αδύναμα και ευάλωτα στρώματα της κοινωνίας.
Λιαργκόβας: Δεν θα είναι «μήνας του μέλιτος»
Στην επόμενη μέρα μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος αναφέρθηκε και ο συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή Παναγιώτης Λιαργκόβας. Σημείωσε, δηλαδή, ότι μετά το 2018 δεν θα υπάρχει έξοδος από κάθε επιτήρηση και ότι η επόμενη μέρα «δεν θα μοιάζει με την αρχή ενός μήνα του μέλιτος». «Έχουμε δεσμευτεί σε σειρά συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων για τα επόμενα χρόνια μετά το 2018. Πρωτογενή πλεονάσματα και μέτρα στο ασφαλιστικό σύστημα το 2019 και στη φορολογία το 2020 συνολικά της τάξης του 2% του ΑΕΠ προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ» είπε και σημείωσε ότι στη συνέχεια μετά το 2021 η χώρα θα πρέπει να διατηρήσει υψηλά και μάλλον ανέφικτα πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% μέχρι το 2060.
Ν.Δ.: Επιβεβαιώνεται η αστοχία της κυβέρνησης
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης άσκησαν αυστηρή κριτική στο προσχέδιο του προϋπολογισμού, με τον γενικό εισηγητή της Ν.Δ. Νίκο Δένδια να σημειώνει ότι αυτό αποτυπώνει την «αστοχία της κυβέρνησης ως προς τους μακροοικονομικούς στόχους που η ίδια θέτει». Ειδικότερα, ανέφερε ότι το νομοσχέδιο προβλέπει την εφαρμογή νέων δημοσιονομικών μέτρων ύψους 1,9 δισ. ευρώ που θα έχουν ως αποτέλεσμα «την υπερφορολόγηση των πολιτών με τα μικρότερα εισοδήματα».