Από την έντυπη έκδοση
Της Σοφίας Εμμανουήλ
[email protected]
Αυξάνεται η αβεβαιότητα μεταξύ των εργαζομένων σε ολόκληρη την Ευρώπη από τις αλλαγές που φέρνει στις επιχειρήσεις η 4η βιομηχανική επανάσταση, με πάνω από επτά στους δέκα Ευρωπαίους να φοβούνται ότι τα ρομπότ θα τους «κλέψουν» τις δουλειές, αφού σύμφωνα με επικαιροποιημένα στοιχεία του Cedefop το 43% των εργαζομένων αναφέρει ότι οι τεχνολογίες στον χώρο εργασίας του έχουν αλλάξει την τελευταία πενταετία, ενώ για το 47% σημειώθηκαν αλλαγές στις μεθόδους ή τις πρακτικές της εργασίας του.
Οι νέες τεχνολογίες εισέρχονται στην καθημερινότητά μας μέσω εικονικών βοηθών στα smartpones, μέσω chatbots και άλλων εφαρμογών, που μετασχηματίζουν καίριους τομείς, όπως η Υγεία. Αρκεί να σκεφτεί κανείς τις μεθόδους αναγνώρισης εικόνας που βασίζονται στην τεχνητή νοημοσύνη, όπως ο έλεγχος με ακτίνες X για τον εντοπισμό ενδείξεων καρκίνου ή άλλων ασθενειών, που έχουν μειώσει το εύρος σφαλμάτων από 29% σε λιγότερο από 3%.
Όπως προέκυψε από την πρώτη έρευνα του Cedefop για τις δεξιότητες και τις θέσεις εργασίας στην Ευρώπη (ESJS), για το 43% των ενήλικων εργαζομένων στην Ε.Ε. σημειώθηκαν αλλαγές κατά την τελευταία πενταετία στις τεχνολογίες τις οποίες χρησιμοποιούν, ενώ για το 47% σημειώθηκαν αλλαγές στις μεθόδους ή τις πρακτικές της δουλειάς τους. Την ίδια στιγμή άνω του 80% των ενήλικων εργαζομένων στην Ε.Ε. χρειάζονται ορισμένο επίπεδο ψηφιακών δεξιοτήτων για την εκτέλεση των εργασιών τους. Ωστόσο, το 43% αυτών δεν διαθέτει βασικές ψηφιακές δεξιότητες.
Το Cedefop, μέσω της έρευνας, επιθυμεί να κατανοήσει τις ευκαιρίες και τους κινδύνους που παρουσιάζει η ψηφιοποίηση για το μέλλον των θέσεων εργασίας και των δεξιοτήτων, ειδικότερα δε τον αντίκτυπο των ρομπότ. Ενώ στο παρελθόν τα τεχνολογικά επιτεύγματα αντικαθιστούσαν συνήθως την εργασία ρουτίνας χαμηλής ειδίκευσης, σήμερα πολλές εργασίες υψηλής εξειδίκευσης, μεταξύ άλλων στους τομείς της υγείας, της δικαιοσύνης, της οικονομίας και της εκπαίδευσης, μπορούν να εκτελούνται ταχύτερα και καλύτερα από τα ρομπότ.
Ορισμένοι επιστήμονες θεωρούν υπερβολικό τον φόβο ότι τα ρομπότ και τα μηχανήματα θα οδηγήσουν σε ένα μέλλον χωρίς θέσεις εργασίας, υποστηρίζοντας ότι και οι προηγούμενες βιομηχανικές επαναστάσεις είχαν προκαλέσει τέτοιου είδους ανησυχίες. Σύμφωνα με τους αναλυτές του Cedefop, παρότι καμία πρόβλεψη για το μέλλον δεν μπορεί να είναι βέβαιη, είναι εύλογο να αναμένεται ότι τόσο η εργασία όσο και η μάθηση θα διαμορφώνονται ολοένα και περισσότερο από εφαρμογές αυτοματοποίησης και τεχνητής νοημοσύνης σε ευρύ φάσμα κλάδων. Στους κλάδους αυτούς περιλαμβάνονται η εκπαίδευση, η υγειονομική περίθαλψη, οι μεταφορές και η μεταποίηση.
Υπάρχουν διάφοροι λόγοι για τους οποίους η σημερινή τεχνολογική πρόοδος διαφέρει σε σύγκριση με το παρελθόν. Για παράδειγμα, οι κύκλοι καινοτομίας είναι ταχύτεροι, οι επιχειρήσεις μπορούν να δραστηριοποιούνται σε ταχεία δημιουργία πρωτοτύπων και εμπορική προώθηση προϊόντων, ενώ πολλοί οργανισμοί εξαρτώνται σε μικρότερο βαθμό από ένα βασικό εργατικό δυναμικό, καθώς μπορούν να αξιοποιούν τη δύναμη του πληθοπορισμού και τη διαδικτυακή εργασία μέσω πλατφορμών.
Οι νέες τεχνολογίες σημαίνουν συνήθως φθηνότερα και καλύτερα προϊόντα, και δημιουργούν υψηλότερη ζήτηση από τους καταναλωτές καθώς και περισσότερες θέσεις εργασίας. Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες, στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. δεν υφίσταται πλέον σύνδεση μεταξύ της υψηλότερης παραγωγικότητας και του μεριδίου του εισοδήματος εργασίας. Αυτή τη φορά, η τεχνολογική πρόοδος ενδέχεται να εντείνει τις εισοδηματικές ανισότητες.
Η δημογραφική κρίση απειλεί επίσης την ικανότητα των κοινωνιών να προσαρμοστούν στις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις δεξιοτήτων από την πλευρά των μελλοντικών αγορών εργασίας – για παράδειγμα, για τους εργαζόμενους που βρίσκονται στο μέσο της σταδιοδρομίας τους είναι συνήθως δυσκολότερο να αναβαθμίσουν τις δεξιότητές τους και να αλλάξουν εργασία απ’ ό,τι για τους νεότερους συναδέλφους τους.
Ποιους απειλεί η αυτοματοποίηση Η έρευνα του Cedefop δείχνει ότι η αυτοματοποίηση και η τεχνητή νοημοσύνη δεν καταστρέφουν απαραιτήτως, αλλά μάλλον μετασχηματίζουν τις θέσεις εργασίας. Για τέσσερις στις 10 θέσεις εργασίας στην Ε.Ε. ορισμένα καθήκοντα θα αυτοματοποιηθούν, δημιουργώντας νέες ανάγκες δεξιοτήτων για τη συμπλήρωση των τεχνολογιών τεχνητής νοημοσύνης. Σύμφωνα με τον Cedefop ο κίνδυνος αυτοματοποίησης είναι υψηλός μόνο για το 14% των θέσεων εργασίας στην Ε.Ε., στις οποίες τα περισσότερα σχετικά καθήκοντα θα υποκατασταθούν από αλγορίθμους εκμάθησης μηχανής.
Σε αυτές τις θέσεις εργασίας περιλαμβάνονται οι συναρμολογητές, οι χειριστές σταθερών μονάδων και μηχανημάτων, οι εργαζόμενοι στους τομείς της ηλεκτρολογίας και της ηλεκτρονικής, καθώς επίσης και οι οδηγοί και οι χειριστές κινητών μονάδων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας ESJS του Cedefop, για περίπου 18 εκατομμύρια εργαζόμενους στην Ε.Ε. (8% των θέσεων εργασίας) ο κίνδυνος είναι σοβαρός, καθώς οι εργοδότες τους δεν παρέχουν αντισταθμιστική κατάρτιση, με αποτέλεσμα να καθίστανται ακόμη περισσότερο ευάλωτοι.
Αυτορρυθμιζόμενες δεξιότητες και πληθοπορισμός
Προκειμένου να συγκεντρώσει στοιχεία σχετικά με μια λιγότερο γνωστή πτυχή της ψηφιοποίησης, τον αυξανόμενο αριθμό ανθρώπων που κερδίζουν μέρος ή το σύνολο του εισοδήματός τους από εργασία μέσω διαδικτυακών πλατφορμών εργασίας, το Cedefop εξετάζει τις ανάγκες για δεξιότητες και τις πρακτικές μάθησης των αποκαλούμενων εργαζομένων βάσει του μοντέλου του πληθοπορισμού. Παρότι η εργασία βάσει αυτού του μοντέλου κυμαίνεται μόλις στο 2% με 11% των ενηλίκων στην αγορά εργασίας της Ε.Ε., αποτελεί μία από τις πιο πολυσυζητημένες τάσεις της αγοράς εργασίας παγκοσμίως.
Οι εργαζόμενοι βάσει του μοντέλου του πληθοπορισμού τείνουν να υιοθετούν αυτορρυθμιζόμενες στρατηγικές μάθησης. Εν κατακλείδι, σύμφωνα με το Cedefop, στο νέο περιβάλλον εργασίας η παροχή εκπαίδευσης και κατάρτισης θα πρέπει να οδηγεί στην απόκτηση δεξιοτήτων και ικανοτήτων που είναι «συμβατές με τα ρομπότ», μέσω του συνδυασμού ειδικών επαγγελματικών δεξιοτήτων με βασικές ικανότητες όπως η επιχειρηματικότητα και οι μεταγνωστικές ικανότητες. Οι υπεύθυνοι λήψης πολιτικών αποφάσεων πρέπει να καθορίσουν τον τρόπο πλαισίωσης του συνεχούς αυτού μετασχηματισμού, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι κανείς δεν υστερεί καθώς εισάγονται νέες μέθοδοι εργασίας.
Αυτή άλλωστε η πρόκληση συνδέεται με τη σταθερή αύξηση της ζήτησης υπηρεσιών εκπαίδευσης στον ιδιωτικό τομέα, που επενδύει σε δεξιότητες και σύνδεση των τίτλων σπουδών με την αγορά εργασίας.
Εξάλλου, η διασύνδεση των πτυχίων με ειδικότητες που είναι σε ζήτηση από τους εργοδότες καθιστά πολλά ιδιωτικά σχολεία πιο ανταγωνιστικά από τα δημόσια. Έρευνες δείχνουν ότι οι μαθητές της ιδιωτικής εκπαίδευσης πετυχαίνουν υψηλότερες επιδόσεις ενώ έχουν υψηλότερα ποσοστά συμμετοχής σε ανώτερες βαθμίδες εκπαίδευσης σε σχέση με τους μαθητές δημόσιων σχολείων, οι οποίοι πέραν των άλλων συχνά είναι αντιμέτωποι με προβλήματα, τα οποία έχουν να κάνουν από τις υποδομές μέχρι τα προγράμματα σπουδών.