Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Την ώρα που Ελλάδα και Ευρωπαίοι έχουν στραμμένο το ενδιαφέρον στους στη σημερινή συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου του ΔΝΤ, μια δήλωση-βόμβα του υποψήφιου πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Ε.Ε. έρχεται να ταράξει τα νερά, καθώς τάσσεται υπέρ του Grexit.
Ο Τεντ Μάλοκ, που είναι ο υποψήφιος της κυβέρνησης του Ντόναλντ Τράμπ για τη θέση του νέου πρέσβη των ΗΠΑ στην Ε.Ε., επανέλαβε ότι η Γερμανία χειραγωγεί το ευρώ και κάλεσε και άλλες χώρες με δημοψηφίσματα να βγουν από το ενιαίο νόμισμα. Στο ίδιο πλαίσιο υπογράμμισε ότι αυτή η πολιτική της Γερμανίας βλάπτει τις χώρες της Νότιας Ευρώπης. Ειδικά για την Ελλάδα, ο κ. Μάλοκ ανέφερε πως «τίθεται το ερώτημα γιατί η Ελλάδα συνεχίζει σε αυτή την τελματώδη κατάσταση, ενώ από καθαρά οικονομική άποψη θα έπρεπε να βγει από το ευρώ».
Εκτός από την τοποθέτηση του υποψήφιου Αμερικανού πρέσβη στην Ε.Ε., με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένεται και η στάση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου επί του ελληνικού ζητήματος, μετά την αλλαγή κυβέρνησης στις ΗΠΑ και τον ρόλο που θα επιθυμεί η κυβέρνηση Τραμπ να διαδραματίζει το Ταμείο στην παγκόσμια οικονομία. Στο πλαίσιο αυτό, η σημερινή συνεδρίαση του δ.σ. του Ταμείου είναι ιδιαίτερης σημασίας, καθώς θα προδιαγράψει τις επόμενες κινήσεις.
Αναμονή σε Βρυξέλλες και Αθήνα
Στη βελγική πρωτεύουσα αποφεύγουν να κάνουν οποιαδήποτε πρόβλεψη, ωστόσο δεν κρύβουν -ακόμη και η Κομισιόν, η οποία έχει έρθει σε δημόσια σύγκρουση τις τελευταίες εβδομάδες με το ΔΝΤ- ότι εδώ όπου φτάσαμε δεν υπάρχει η πολυτέλεια της αποχώρησης.
Γερμανοί και Ολλανδοί έχουν δηλώσει δημόσια ότι αποχώρηση του ΔΝΤ σημαίνει νέα διαπραγμάτευση για νέο μνημόνιο, που θα πρέπει να επικυρωθεί από εθνικά κοινοβούλια. Στις Βρυξέλλες δεν θέλουν ούτε καν να σκέφτονται ότι, εν μέσω προεκλογικών και μετεκλογικών συζητήσεων στην Ολλανδία, στη Γαλλία και στη Γερμανία, θα μπορούσε να υποβληθεί για έγκριση νέο πρόγραμμα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) για την Ελλάδα.
Συνεπώς θεωρούν απολύτως αρνητική εξέλιξη την αποχώρηση του ΔΝΤ, με δεδομένο ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί χρήματα για την εξυπηρέτηση δανειακών αναγκών την άνοιξη και το καλοκαίρι. Ελπίζουν ότι ακόμη κι αν δεν πάρει σαφή θέση σήμερα, επικαλούμενο ότι δεν έχει όλα τα δεδομένα (ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης), το ΔΝΤ θα αφήσει την πόρτα ανοικτή για θετική απόφαση τις επόμενες εβδομάδες. Από εκεί και πέρα, ο χρόνος πιέζει ασφυκτικά, εάν ο στόχος της κυβέρνησης είναι η ολοκλήρωση της αξιολόγησης το συντομότερο, δηλαδή συμφωνία αρχικά σε τεχνικό επίπεδο και στη συνέχεια σε πολιτικό, μέσα στον Φεβρουάριο, υπό την αίρεση των προαπαιτούμενων στα οποία θα καταλήξουν, στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης.
Καθοριστικό ραντεβού για τη συνέχεια είναι η συνεδρίαση της Ομάδας Εργασίας (EWG) του Eurogroup, την προσεχή Πέμπτη, η οποία είναι τακτική και θα προετοιμάσει τα θέματα συζήτησης στη συνάντηση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης, στις 20 Φεβρουαρίου. Από τώρα μέχρι και την Πέμπτη θα πρέπει να έχει βρεθεί κοινός τόπος, ώστε να επιστρέψουν στην Αθήνα οι επικεφαλής των θεσμών. Στις Βρυξέλλες τονίζουν ότι η επιστροφή των θεσμών σημαίνει ότι θα πάνε για να κλείσουν όλα τα θέματα μέσα σε λίγες μέρες.
Όπως επισημαίνουν στις Βρυξέλλες, με βάση την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί και παίρνοντας ως πιθανότερο σενάριο τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, είναι εξαιρετικά δύσκολο για την κυβέρνηση να αποφύγει τη νομοθέτηση προληπτικών μέτρων. Κι αυτό γιατί, από την άλλη, το Βερολίνο δεν δέχεται να περιοριστεί το πρωτογενές πλεόνασμα. Έχουμε δηλαδή το ΔΝΤ που λέει ότι το πρόγραμμα δεν οδηγεί σε πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ και συνεπώς ή θα ληφθούν μέτρα ή θα μειωθεί το πλεόνασμα, οπότε στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να γίνει παρέμβαση για ελάφρυνση του χρέους. Οι Γερμανοί απορρίπτουν τη μείωση των πλεονασμάτων, οπότε απομένουν τα προληπτικά μέτρα.
Στη βελγική πρωτεύουσα προσθέτουν ότι πρόθεση των Ευρωπαίων είναι να διευκολύνουν πολιτικά την κυβέρνηση, χωρίς να αλλοιώνεται όμως νομικά η αυτόματη εφαρμογή των προληπτικών μέτρων σε περίπτωση απόκλισης από τον στόχο μετά το 2018. Ωστόσο, η λύση δεν είναι εύκολη, ενώ αντιλαμβάνονται την πολιτική δυσκολία της κυβέρνησης να ψηφίσει ένα προς ένα προληπτικά μέτρα, όπως η μείωση του αφορολόγητου και η κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στους συνταξιούχους.
Πάντως, εκεί που υπάρχει περιθώριο ευελιξίας είναι στον καθορισμό του ποσού των προληπτικών μέτρων, το οποίο θα είναι σαφώς χαμηλότερο από τα 4-4,5 δισ. ευρώ, τα οποία προκύπτουν από τις προβλέψεις του ΔΝΤ για το μέγεθος της απόκλισης.
Δύσκολη εξίσωση η εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης
Στο κυβερνητικό στρατόπεδο, παρά τη ρητορεία ότι δεν πρόκειται να ληφθούν πρόσθετα ή προληπτικά μέτρα, αναζητείται λύση σε μια όμως πολύ δύσκολη «εξίσωση», αφού αφενός θα πρέπει να βρεθεί η φόρμουλα που θα γεφυρώσει το χάσμα με τους θεσμούς, αφετέρου η συγκεκριμένη λύση θα πρέπει να έχει το λιγότερο δυνατό πολιτικό κόστος.
Σε κάθε περίπτωση, στο Μέγαρο Μαξίμου, στόχος του οποίου παραμένει το κλείσιμο της αξιολόγησης εντός του Φεβρουαρίου, γνωρίζουν πολύ καλά πλέον ότι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα δεν γίνεται να έρθει χωρίς υποχωρήσεις σε συγκεκριμένα ζητήματα που μέχρι πρότινος αποτελούσαν και «κόκκινες γραμμές».
Οι απαιτήσεις των θεσμών που έχουν βραχυκυκλώσει την αξιολόγηση είναι μεταξύ άλλων:
1. Να δεσμευτεί η κυβέρνηση για πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% για πέντε χρόνια μετά τη λήξη του ισχύοντος μνημονίου το 2018, δηλαδή μέχρι το 2023, αλλά επίσης για πρωτογενή πλεονάσματα 3% για επιπλέον πέντε χρόνια, έως το 2028.
2. Μείωση του αφορολόγητου που θα ισχύσει από την 1η Ιανουαρίου 2018 και με σταδιακή εφαρμογή. Οι θεσμοί ζητούν να πέσει από τις 8.650 ευρώ στις 6.000.
3. Οι δανειστές ζητούν από την κυβέρνηση να περιγράψει τις μειώσεις στις συντάξεις με σημείο έναρξης από το 2019. Μεγαλύτερη πίεση για τη μείωση των συντάξεων ασκεί το ΔΝΤ.
4. Στα εργασιακά, είναι δεδομένη η απαίτηση των δανειστών για την αύξηση του ορίου ομαδικών απολύσεων και χωρίς την πολιτική έγκριση.
5. Αξιοποίηση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου στον χώρο της ενέργειας, με το δίπολο ΔΕΗ – ΑΔΜΗΕ να κατέχει προεξάρχουσα θέση.
Οι ανωτέρω απαιτήσεις των δανειστών έχουν ήδη μπει στο τραπέζι των συζητήσεων στο Μέγαρο Μαξίμου, χωρίς όμως να γίνονται προς το παρόν δεκτές.
Κυβερνητικές πηγές αναφέρουν πως θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτοί κάποιοι από τους όρους, αλλά με συγκεκριμένα ανταλλάγματα, όπως για παράδειγμα:
- Η ταυτόχρονη με το κλείσιμο της συμφωνίας ανακοίνωση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την απομείωση του χρέους. Οι Ευρωπαίοι μάλιστα θα αναλάβουν την υποχρέωση να ενεργοποιήσουν στο τέλος του προγράμματος όλα τα απαιτούμενα μέτρα, στον βαθμό που θα κρίνεται από το ΔΝΤ, με βάση νέα έκθεση βιωσιμότητας χρέους, ότι αυτό είναι απαραίτητο. Με την κίνηση αυτή θα ανοίξει ο «δρόμος» στο ΔΝΤ να κάνει νέους υπολογισμούς για το χρέος, συνεκτιμώντας πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης, ενώ όσες χώρες έχουν πρόβλημα με τα εθνικά τους κοινοβούλια δεν θα χρειαστεί να ζητήσουν άμεσα την έγκρισή τους για τα μέτρα ελάφρυνσης, αφού αυτά θα ενεργοποιηθούν το 2018.
- Η δυνατότητα στην ελληνική πλευρά να μπορεί να διαθέτει τα πλεονάσματα που προκύπτουν σε κοινωνικές παροχές ή σε μείωση φόρων, χωρίς να χρειάζεται την έγκριση των θεσμών.