Από την έντυπη έκδοση
Στον Φάνη Ζώη
[email protected]
Η Ελλάδα διαθέτει εξαιρετικές γεωγραφικές συνθήκες για την αύξηση του ποσοστού ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, όμως στο παρελθόν οι επενδύσεις στην ανανεώσιμη ενέργεια αντιμετώπισαν εμπόδια, αναφέρει η Γερμανίδα υφυπουργός του ομοσπονδιακού υπουργείου Οικονομίας και Ενέργειας Κλαούντια ντερ Φος σε συνέντευξη που παραχώρησε στη «Ν», τονίζοντας όμως παράλληλα πως η χώρα μας έχει κάνει σημαντικά βήματα προς τη δημιουργία μεγαλύτερης βεβαιότητας για επενδύσεις.
Οι προσπάθειες αντιμετώπισης του φαινομένου του θερμοκηπίου, συνεχίζει, είναι ανεπαρκείς, καθώς συνολικά δεν επαρκούν για την επίτευξη των στόχων σε σχέση με τη θερμοκρασία που προβλέπει η Συμφωνία του Παρισιού.
Αναλυτικότερα, η Κλαούντια ντερ Φος στη συνέντευξη που παραχώρησε στη «Ν» με την ευκαιρία της επίσκεψής της στην Αθήνα, αναφέρει:
Η χώρα σας, κ. Ντερ Φος, κατέχει ηγετική θέση κατά της χρήσης του άνθρακα, έχοντας θέσει το 2038 ως τη χρονιά που θα εγκαταλείψει τη χρήση του. Είναι αυτός ο στόχος εφικτός; Τι παραδείγματα μπορεί να αποκομίσει η Ελλάδα από τη φιλόδοξη προσπάθειά σας;
«Η Επιτροπή Ανάπτυξη, Διαρθρωτικές Αλλαγές και Απασχόληση εισηγήθηκε πως η Γερμανία πρέπει να τερματίσει την παραγωγή ενέργειας με τη χρήση άνθρακα μέχρι το 2038. Στη Γερμανία υπάρχει συναίνεση της κοινωνίας για τον τερματισμό της παραγωγής ενέργειας με τη χρήση άνθρακα. Ο στόχος είναι φιλόδοξος, όμως η επίτευξή του είναι δυνατή. Επί του παρόντος η ομοσπονδιακή κυβέρνηση προετοιμάζει όλα τα απαιτούμενα βήματα για να υλοποιήσει τις συστάσεις της επιτροπής. Συνεπώς ακόμα δεν μπορώ να παρουσιάσω λεπτομερώς τα διάφορα μέτρα. Είναι όμως σαφές πως χρειαζόμαστε ένα ολοκληρωμένο πακέτο μέτρων για να διαμορφώσουμε τον τερματισμό χρήσης του άνθρακα με τέτοιον τρόπο έτσι ώστε η τροφοδότηση να είναι διασφαλισμένη, το ηλεκτρικό ρεύμα να παραμείνει οικονομικά προσιτό και να μην προκληθούν κοινωνικές αναταραχές. Αυτό ίσως αποτελεί ένα παράδειγμα και για άλλες χώρες: Σε μια διαδικασία που αφορά ολόκληρη την κοινωνία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη -εκτός από την παραγωγή ενέργειας με τη χρήση άνθρακα αυτή καθαυτή- και τα θέματα τα οποία σχετίζονται με αυτή».
Υπάρχει ένα μεγάλο ενεργειακό project που είναι ο αγωγός Nord Stream 2, το οποίο μπορεί να τροφοδοτήσει την Ευρώπη με αέριο από εναλλακτικές πηγές. Φαίνεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι πολύ ικανοποιημένη με τον Nord Stream 2. Πείτε μας λίγα λόγια γι’ αυτό το project.
«Από το 2020 ο αγωγός Nord Stream 2 θα επεκτείνει την παραγωγική ικανότητα του υφιστάμενου αγωγού της Βαλτικής κατά 55 δισ. κυβικά μέτρα ανά έτος, δηλαδή θα τη διπλασιάσει. Η προσέγγιση που ακολουθείται για τη χάραξη οικονομικής πολιτικής ως προς τον αγωγό είναι η εξής: Οι επιχειρήσεις φέρουν την κύρια ευθύνη για την παροχή φυσικού αερίου και η απαιτούμενη ενεργειακή υποδομή θα δημιουργηθεί από τον ιδιωτικό τομέα. Ο αγωγός Nord Stream 2 θα συμβάλει στην επέκταση των οδών εφοδιασμού για την εισαγωγή φυσικού αερίου στην Ε.Ε., παρότι δεν θα συμβάλει στη διαφοροποίηση των πηγών εφοδιασμού. Είναι αδιαμφισβήτητο πως η Ρωσία σε κάθε περίπτωση θα εξακολουθήσει να είναι ένας βασικός προμηθευτής φυσικού αερίου για την Ε.Ε. και μακροπρόθεσμα. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θεωρεί το έργο Nord Stream 2 ως ένα εμπορικό έργο, στο οποίο δραστηριοποιείται μια σειρά ευρωπαϊκών επιχειρήσεων από κοινού με την Gazprom και το οποίο θα συμβάλει στην αύξηση της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Έχουμε επίγνωση των πολιτικών επιπτώσεων του Nord Stream 2 και γι’ αυτό, ένα σημαντικό σημείο της τοποθέτησής μας ως προς τον Nord Stream 2 είναι η διαμετακόμιση φυσικού αερίου μέσω της Ουκρανίας να συνεχιστεί και μετά το 2019».
Είναι εφικτό οι παγκόσμιες προσπάθειες κατά της αλλαγής του κλίματος να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της μείωσης του ενεργειακού κόστους; Είναι τα κίνητρα για τη μετατόπιση στην καθαρή ενέργεια σε ικανοποιητικά επίπεδα επί της παρούσης;
«Οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, οι οποίες πρόσφατα αυξήθηκαν παγκοσμίως, δείχνουν πως οι διεθνείς προσπάθειες αντιμετώπισης του φαινομένου είναι σαφώς ανεπαρκείς. Η προώθηση μέτρων για την προστασία του κλίματος συνεπάγεται οικονομικό κόστος? η παραγνώριση της προστασίας του κλίματος θα προκαλούσε όμως σαφώς υψηλότερο κόστος. Με τον νεοσύστατο μηχανισμό εθνικών προγραμμάτων για την ενέργεια και το κλίμα, η Ευρώπη βρίσκεται στη σωστή πορεία ως προς τη δημιουργία των κατάλληλων κινήτρων, που θα συμβάλουν στην υλοποίηση των στόχων της Ε.Ε. 2030 σχετικά με τις ανανεώσιμες ενέργειες και την ενεργειακή απόδοση. Την άνοιξη η ομοσπονδιακή κυβέρνηση προέβη στη σύσταση της υπουργικής επιτροπής “Προστασία του Κλίματος”, η οποία ονομάζεται επίσης και επιτροπή κλίματος. Η επιτροπή εργάζεται εντατικά για την επίτευξη των στόχων για το κλίμα για το 2030. Κατά τη συνεδρίαση της επιτροπής στις 20 Σεπτεμβρίου θα ληφθούν σημαντικές αποφάσεις. Στόχος είναι ένα ολοκληρωμένο πακέτο μέτρων, με το οποίο θα επιτευχθούν οι στόχοι για το κλίμα και το οποίο θα είναι κοινωνικά αποδεκτό και δεν θα αποτελεί κίνδυνο για την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας και των μεσαίων επιχειρήσεων. Η ανανεώσιμη ενέργεια μπορεί σήμερα να διατεθεί με πολύ χαμηλό κόστος. Τα κόστη για τη φωτοβολταϊκή και την αιολική ενέργεια έχουν μειωθεί σημαντικά στη Γερμανία, χάρη στη μετάβαση προς τις προκηρύξεις ανταγωνιστικών διαγωνισμών και είναι χαμηλότερα από τα κόστη για τον άνθρακα».
Πρόσφατα ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης είχε συνάντηση με τη Γερμανίδα καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ, όπως και με τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών Όλαφ Σολτς. Οι επενδύσεις από τη χώρα σας ήταν στην κορυφή της ατζέντας του Έλληνα πρωθυπουργού. Εξαιτίας των καλών κλιματικών συνθηκών, αξίζει να γίνουν επενδύσεις στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας στην Ελλάδα;
«Η Ελλάδα διαθέτει εξαιρετικές γεωγραφικές συνθήκες για την αύξηση του ποσοστού ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, για παράδειγμα στον τομέα των φωτοβολταϊκών, αλλά και της αιολικής ενέργειας, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για την εξαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Στο παρελθόν όμως οι επενδύσεις στην ανανεώσιμη ενέργεια αντιμετώπιζαν εμπόδια στην Ελλάδα. Τα εμπόδια αυτά οφείλονταν στην ανάγκη επέκτασης των υποδομών για την ηλεκτρική ενέργεια, στο υψηλό κόστος χρηματοδότησης στις κεφαλαιαγορές και σε αβεβαιότητες σχετικά με το ρυθμιστικό πλαίσιο. Με την ελευθέρωση της αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας το 2018 και την υποβολή ενός φιλόδοξου εθνικού προγράμματος για την ενέργεια και το κλίμα για το 2030, όμως, η Ελλάδα έκανε σημαντικά βήματα προς τη δημιουργία μεγαλύτερης βεβαιότητας για τις επενδύσεις. Η καγκελάριος Μέρκελ και ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης συμφώνησαν στη διοργάνωση ελληνογερμανικού συνεδρίου στο Βερολίνο αρχές του 2020 με θέμα την “πράσινη ανάπτυξη” (Green Growth). Αυτό θα δώσει τη δυνατότητα να συνεχίσουμε τη μακροχρόνια και επιτυχή συνεργασία μας στον τομέα της ανανεώσιμης ενέργειας. Πέραν τούτου, η ενέργεια θα αποτελεί ένα βασικό θέμα στο πλαίσιο της συμμετοχής της Γερμανίας στη Διεθνή Έκθεση της Θεσσαλονίκης το 2020, στην οποία θα είναι η τιμώμενη χώρα».
Και, τέλος, πιστεύετε ότι τα κυβερνητικά σχέδια για τους στόχους του 2030 της Συμφωνίας του Παρισιού είναι ικανοποιητικά ή ο κόσμος χρειάζεται πιο επιθετικά σχέδια;
«Σύμφωνα με τη Συμφωνία του Παρισιού, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δραστηριοποιείται έτσι ώστε η υπερθέρμανση του πλανήτη να είναι πολύ χαμηλότερη των 2 βαθμών Κελσίου και αν είναι δυνατό να περιοριστεί στον 1,5 βαθμό Κελσίου.
Η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος επιβεβαίωσε στην ειδική έκθεσή της σχετικά με τις συνέπειες της υπερθέρμανσης του πλανήτη κατά 1,5 βαθμό Κελσίου, πως οι μέχρι τώρα συνεισφορές των χωρών στην προστασία του κλίματος [National Determined Contributions (εθνικά καθορισμένες συνεισφορές), εν συντομία NDC], οι οποίες υποβλήθηκαν ανά τον κόσμο, συνολικά δεν επαρκούν για την επίτευξη των στόχων σε σχέση με τη θερμοκρασία που προβλέπει η Συμφωνία του Παρισιού. Συνεπώς οι NDC πρέπει να βελτιωθούν συλλογικά το επόμενο έτος. Στο πλαίσιο αυτό όλα τα συμβαλλόμενα μέρη της Συμφωνίας του Παρισιού καλούνται να γνωστοποιήσουν εκ νέου τις NDC τους μέχρι το 2020 ή να τις επικαιροποιήσουν.
Στις NDC της Ε.Ε. για το 2015 η Ένωση δεσμεύτηκε να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου στην Ε.Ε. μέχρι το 2030 κατά τουλάχιστον 40% σε σύγκριση με το 1990, συμβάλλοντας έτσι στην ώθηση ενός κύματος καταχωρίσεων NDC. Η Γερμανία στηρίζει την επικαιροποίηση των NDC της Ε.Ε. το 2020, λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις της Συμφωνίας του Παρισιού».