Από την έντυπη έκδοση
Της Ιουλίας Ζαφόλια
[email protected]
Mε τον τραπεζικό κλάδο να είναι βαρόμετρο και να αποτελεί πολύ συχνά τον καθοριστικό παράγοντα διαμόρφωσης γενικότερου κλίματος στην εγχώρια αγορά, το εννεάμηνο του 2017 βρίσκει το Χ.Α. να έχει πολύ καλύτερη εικόνα απ’ ό,τι στο τέλος του προηγούμενου έτους.
Περίπου 6,5 δισ. ευρώ έχει χαρίσει το παραπάνω διάστημα στην αγορά, με την κεφαλαιοποίηση να προσεγγίζει σήμερα τα 52 δισ. ευρώ (51,8 δισ.) έναντι 45,3 δισ. ευρώ στην τελευταία συνεδρίαση του 2016. Χαμηλή παραμένει η μέση ημερήσια αξία συναλλαγών (60,04 εκατ. ευρώ), ενώ ο μέσος όγκος συναλλαγών διαμορφώνεται σε 79.460.000 τεμάχια.
Θετική είναι στο εννεάμηνο η πλειονότητα των χρηματιστηριακών δεικτών, με τον γενικό να ενισχύεται κατά 17,4% και πολλούς από τους κλαδικούς να αποκομίζουν κέρδη άνω του 25%. Τα νέα δεν είναι τόσο ευχάριστα για τον τραπεζικό κλάδο, ο οποίος βρίσκεται σε αρνητικό έδαφος, καταγράφοντας απώλειες 4,02% στο εννεάμηνο. Ωστόσο, παρά την προσπάθεια σταθεροποίησης στο Ελληνικό Χρηματιστήριο, οι αιτίες που οδήγησαν στη διόρθωση των τελευταίων ημερών παραμένουν και θα συνεχίσουν να δρομολογούν εν μέρει τη διαμόρφωση του χρηματιστηριακού ταμπλό.
Η επικείμενη αξιολόγηση από τους θεσμούς, το πόσο γρήγορα θα κλείσει αλλά και αν θα χρειαστούν πρόσθετα μέτρα, αποτελεί μια βασική αιτία. Επιπλέον τα αποτελέσματα των stress tests της ΕΚΤ (που μεταφέρθηκαν αρχή του 2018) διατηρούν τη νευρικότητα και τη μεταβλητότητα στις τράπεζες. Η νευρικότητα αυτή θα συνεχίζεται όσο δεν βλέπει η αγορά σημαντική πρόοδο στη διαχείριση των καθυστερούμενων και «κόκκινων» δανείων.
Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και τους ευρύτερους γεωπολιτικούς κινδύνους, έχουμε το «καλάθι» παραγόντων από τους οποίους θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό η πορεία της εγχώριας αγοράς έως το τέλος του έτους.
Η πίεση στις τράπεζες
Ειδικότερα πάντως για τον τραπεζικό κλάδο, παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν πως η πίεση που δέχθηκαν οι τράπεζες δεν είχε ως μοναδική αφορμή τη διεξαγωγή του AQR. Οι αρχικές εκτιμήσεις κερδοφορίας μετά την ολοκλήρωση δημοσίευσης των εξαμήνων έχουν αναθεωρηθεί χαμηλότερα τουλάχιστον για το 2017.
Οι εκτιμήσεις αναμένεται να προσαρμοστούν εκ νέου χαμηλότερα με τα νέα δεδομένα των τεστ και του IFRS 9, γεγονός που μπορεί να θεωρηθεί ότι ενσωματώθηκε σε σημαντικό βαθμό στις αποτιμήσεις κατά το πρόσφατο «ξεπούλημα».
Για τις τράπεζες ο χρόνος που απομένει μέχρι την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών είναι ένα στοιχείο διαχείρισης, καθώς μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα θα πρέπει αφενός να επανακτήσουν την εμπιστοσύνη της επενδυτικής κοινότητας (πωλήσεις χαρτοφυλακίων δανείων, εκδόσεις ομολόγων, στόχοι SSM), αφετέρου να διατηρήσουν την κερδοφορία τους (β’ εξάμηνο) σε κάποιο αξιοπρεπές επίπεδο που θα συνιστούσε βάση για την επόμενη χρονιά. Στο δύσκολο αυτό εγχείρημα η αγορά θα παραμείνει επιφυλακτική μέχρι να υπάρξουν απτά δείγματα γραφής, με πρώτο σημείο αναφοράς τα αποτελέσματα εννεαμήνου, που θα ανακοινωθούν τον Νοέμβριο.
Προϋποθέσεις βελτίωσης
«Ο Γενικός Δείκτης θα πρέπει να υπερβεί και να επιβεβαιώσει, σε πρώτη φάση, τις 775 μονάδες και σε δεύτερη τις 800 μονάδες, για να αλλάξουμε την επιφυλακτική μας στάση. Αντίστοιχα ο δείκτης μεγάλης κεφαλαιοποίησης θα πρέπει να υπερβεί τις 2.060 μονάδες και στη συνέχεια τις 2.100 – 2.110 μονάδες. Συμπερασματικά, αν δεν επανέλθουν δείκτες και επιμέρους μετοχές πάνω από τα επίπεδα που διέσπασαν πρόσφατα, θα πρέπει να εκλαμβάνουμε τις αντιδράσεις ως ευκαιρία δημιουργίας ρευστότητας.
Μη λησμονούμε ότι οι αποτιμήσεις πολλών μετοχών έχουν αυξηθεί αρκετά σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν και χρήζουν προσοχής», σχολιάζουν τεχνικοί αναλυτές περιγράφοντας τις προϋποθέσεις βελτίωσης των εκτιμήσεών τους για τη μεσοπρόθεσμη πορεία της αγοράς.
Η πρώτη πεντάδα
Η πρώτη πεντάδα εταιρειών, βάσει της κεφαλαιοποίησης αυτών, στο εννεάμηνο διαμορφώνεται ως εξής: Coca Cola HBC, OTE, ΟΠΑΠ, Εθνική Τράπεζα και Alpha Bank. Oι μετοχές των Alpha, Εθνικής Τράπεζας, Πειραιώς, ΟΤΕ και Eurobank παρουσίασαν τη μεγαλύτερη συναλλακτική δραστηριότητα στη διάρκεια του εννεαμήνου, καλύπτοντας από 7% έως και περίπου 20% του συνολικού τζίρου της αγοράς.