Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Πέραν της ευελιξίας που παραδοσιακά επιδεικνύει η Κομισιόν, σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες της «Ν», ο σκληρός πυρήνας των πιστωτών αφήνει για πρώτη φορά χώρο ερμηνείας ως προς την ανάγκη πιστής εφαρμογής της ψηφισμένης περικοπής στις συντάξεις, μεταφράζοντας το καθεστώς της μετα-προγραμματικής περιόδου με τρόπο που αφήνει ανοιχτό παράθυρο για παρεμβάσεις στις παρεμβάσεις.
Συγκεκριμένα, οι πιστωτές συζητούν ανοιχτά το θεωρητικό για την ώρα ενδεχόμενο αλλαγών στη συμφωνία για τις συντάξεις. Στο πλαίσιο αυτό, θέτουν ως προϋπόθεση την επίτευξη των στόχων στα πρωτογενή πλεονάσματα, ζητούν διαβεβαιώσεις για την προφύλαξη των προβολών στους ρυθμούς ανάπτυξης και κρατούν επιμελώς κλειστά τα χαρτιά τους σε ό,τι αφορά τη βαρύτητα που δίνουν στο διαρθρωτικό σκέλος του μέτρου. Η εξέλιξη παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον δεδομένου ότι κατά τα άλλα οι θεσμοί διαμηνύουν την ανάγκη μη αντιστρεψιμότητας των μεταρρυθμίσεων.
Η τελική κατάληξη των αρχικά συμφωνημένων μέτρων στο συνταξιοδοτικό θα οριοθετήσει εκ των πραγμάτων τα ευρύτερα περιθώρια διαπραγμάτευσης στη φάση της ενισχυμένης εποπτείας, η οποία δεν είχε εφαρμοστεί μέχρι στιγμής σε άλλη χώρα της Ευρωζώνης. Καταλύτης για τις εξελίξεις ακόμη μια φορά ο άξονας Γερμανίας – Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Οι δύο δρόμοι για τις περικοπές με φόντο τις εκλογές και η συγκυρία στην Ευρωζώνη. Ο ρόλος και ο τρόπος λειτουργίας του cash buffer.
Η τοποθέτηση των πιστωτών στις διαβουλεύσεις
Το ερώτημα που τίθεται αρχικά στο ζήτημα των συντάξεων είναι αν υπάρχει τεχνικά η δυνατότητα, με βάση το πλαίσιο της συμφωνίας, να μην εφαρμοστεί η περικοπή, δεδομένου ότι πρόκειται για ένα μέτρο ψηφισμένο, τόσο δημοσιονομικό όσο όμως και διαρθρωτικό, το οποίο έχει συμφωνηθεί να εφαρμοστεί μόνιμα και σε ετήσια βάση. Η απάντηση αρχίζει να αποκτά έντονο ενδιαφέρον.
Παρά το γεγονός ότι σύσσωμοι οι θεσμοί στέλνουν με κάθε ευκαιρία διαδοχικά μηνύματα περί τήρησης των συμφωνηθέντων και μη αντιστρεψιμότητας των μεταρρυθμίσεων στην περίοδο μετά τη λήξη του προγράμματος, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες της «Ν», ο σκληρός πυρήνας των πιστωτών δίνει το ελεύθερο να συζητηθούν τυχόν αλλαγές στο μέτρο των περικοπών, υπό προϋποθέσεις, οι οποίες πάντως επιδέχονται κι αυτές ερμηνείας, προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.
Ειδικότερα, η θέση των θεσμών στις διαβουλεύσεις με την ελληνική κυβέρνηση, σε αυτήν τη φάση, μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Η Ελλάδα έχει δεσμευτεί να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και περίπου 2% του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια. Το 2017 οι ελληνικές αρχές ενέκριναν το δημοσιονομικό πακέτο για την περίοδο μετά το πρόγραμμα, το οποίο περιλάμβανε τις περικοπές των συντάξεων το 2019. Τον περασμένο Ιούνιο, η κυβέρνηση επαναβεβαίωσε τη δέσμευση να τηρήσει τις μεταρρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος. Ωστόσο, στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας καθίσταται δυνατό να συζητηθούν μέτρα πολιτικής, κατ’ επέκταση ακόμη και οι περικοπές στις συντάξεις. Προϋπόθεση; Εάν η κυβέρνηση επιλέξει τυχόν αλλαγές, θα πρέπει να διασφαλίσει ότι δεν θα υπάρχει απόκλιση από τον δημοσιονομικό στόχο, ότι δεν θα τίθενται σε κίνδυνο οι μεταρρυθμίσεις και ότι δεν θα αποδυναμώνεται η αναπτυξιακή δυναμική. Στην πραγματικότητα, οι θεσμοί θέτουν ως κόκκινη γραμμή την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και συγχρόνως διατηρούν θολό το τοπίο σε ό,τι αφορά το διαρθρωτικό σκέλος της μεταρρύθμισης.
Δεδομένου ότι το θέμα συζητείται τυπικά πλέον και από τους θεσμούς, το ερώτημα είναι αν το ΔΝΤ θα επιμείνει στη μέχρι πρότινος κατηγορηματική του θέση υπέρ της εφαρμογής του μέτρου και σε δεύτερο χρόνο αν θα ευθυγραμμιστεί με την τελική του στάση το Βερολίνο. Το Ταμείο πάντως σε αυτήν τη φάση τηρεί σιγή ασυρμάτου. Σε ό,τι αφορά τη Γερμανία, πηγές υπενθυμίζουν ότι η Επιτροπή Προϋπολογισμού της γερμανικής Βουλής θα πρέπει να εγκρίνει τα επόμενα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τυχόν εκπτώσεις στις μεταρρυθμίσεις που καλείται να υλοποιήσει η ελληνική κυβέρνηση. Ωστόσο, δεν κρύβουν πως «είναι ακόμη νωρίς» για τον πυρήνα των διαβουλεύσεων. Σημειωτέον, ουσιαστική εξέλιξη στο θέμα των συντάξεων δεν αναμένεται πριν από τη συνεδρίαση του Eurogroup τον Νοέμβριο.
Οι δύο δρόμοι για τις περικοπές και τα υλικά τους
Στην περίπτωση που οι θεσμοί συμφωνήσουν σε μια αναθεώρηση της ήδη ψηφισμένης ρύθμισης για τις συντάξεις -από κατάργηση ή αναβολή μέχρι μείωση ή τεμαχισμό των περικοπών- και δη σε προεκλογικό έτος για την Ελλάδα, υπάρχουν δύο αναγνώσεις. Η μία είναι αρκετά τολμηρή, αγγίζοντας αναλύσεις μέχρι και για πολιτικά ανταλλάγματα μεταξύ κυβέρνησης και Ευρωπαίων σε άλλους τομείς, όπως το Μακεδονικό και το προσφυγικό. Η άλλη είναι πιο βατή και σχετίζεται αυστηρά με την πολιτικοοικονομική συγκυρία, με βάση το σκεπτικό ότι η Ευρωζώνη επιθυμεί να κρατά σε ιδιαίτερα χαμηλούς τόνους το ελληνικό ζήτημα, μετά από 8 χρόνια διαδοχικών προγραμμάτων και επώδυνων διαδικασιών στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών κοινοβουλίων, και σε μια περίοδο υψηλών προκλήσεων – Brexit, Ιταλία, Τραμπ – για τη διακυβέρνηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς, αν η ελληνική κυβέρνηση, όπως όλα δείχνουν, είναι αποφασισμένη να προσφύγει στις επόμενες εκλογές χωρίς να έχουν εφαρμοστεί οι περικοπές στις συντάξεις, το ερώτημα αντιστρέφεται: Θα επιμείνουν οι θεσμοί; Το ελάχιστο είναι ότι θα μετρήσουν οφέλη και ζημιές, σε μια περίοδο που επιθυμούν η Ελλάδα να λάμψει δια της απουσίας της από τη διεθνή επικαιρότητα.
Στην περίπτωση που αντιθέτως οι θεσμοί επιμείνουν μέχρι τέλους στην υλοποίηση της περικοπής των συντάξεων όπως έχει συμφωνηθεί, η ανάλυση είναι πιο απλή. Η Ευρωζώνη δεν επιθυμεί να στείλει στις αγορές ένα μήνυμα ανατροπής των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα, με το επιτόκιο του ελληνικού 10ετούς να διατηρείται και σήμερα σε απαγορευτικά για δανεισμό επίπεδα. Επιπλέον, η γερμανική κυβέρνηση αντιμετωπίζει ήδη εσωτερική πίεση, κοινωνική και αντιπολιτευτική, δεδομένου ότι η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους συνεχίζει να αποτελεί τοξικό ζήτημα στη Γερμανία και αντιμετωπίζεται σε μεγάλο βαθμό με επιχείρημα τις μεταρρυθμίσεις που δεσμεύτηκε να εφαρμόσει η Ελλάδα, στον αντίποδα.
Με τι «κρατούν» οι θεσμοί την κυβέρνηση
Στο δεύτερο σενάριο, εγείρεται το ερώτημα αν και πώς οι θεσμοί μπορούν να αποτρέψουν ακόμη και μια μονομερή ενέργεια της ελληνικής κυβέρνησης. Το πρώτο εργαλείο άσκησης πίεσης στη μετα-προγραμματική περίοδο της ενισχυμένης εποπτείας είναι τα επόμενα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η κυβέρνηση ενδιαφέρεται για αυτά περισσότερο απ’ ό,τι για τις συντάξεις πριν από τις επόμενες εκλογές· καθόλου βέβαιο. Το δεύτερο μέσο εποπτείας των θεσμών στις κυβερνητικές επιλογές είναι το αποθεματικό, ως μαξιλάρι ασφαλείας για την ομαλή εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους και την αποτροπή ενός πιστωτικού γεγονότος όσο η Ελλάδα δεν κερδίζει την εμπιστοσύνη των αγορών και με δεδομένο τον τερματισμό των χρηματοδοτικών πακέτων στήριξης της προηγούμενης 8ετίας. Πάντως, στον βαθμό που η ανάγκη ενεργοποίησης του cash buffer, όσο το ελληνικό δημόσιο παραμένει εκτός αγορών, κρίνεται από τις επόμενες αποπληρωμές χρέους, αυτές δεν κρίνονται άμεσα επιτακτικές με βάση τον προγραμματισμό τους.
Πώς θα «δουλέψει» το cash buffer
Το αποθεματικό που ανέρχεται σε 24 δις ευρώ -σύμφωνα με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος επικαλείται τις θετικές εκτιμήσεις του οικονομικού επιτελείου για την πορεία των δημοσιονομικών επιδόσεων, φτάνει έως και τα 30 δις ευρώ- θα χρησιμοποιηθεί αυστηρά ως διασφάλιση για την εξυπηρέτηση του χρέους και όχι για άλλες δαπάνες της γενικής κυβέρνησης. Όμως το κρίσιμο στοιχείο είναι ότι οποιαδήποτε χρήση του cash buffer θα αποφασίζεται σε συνεργασία με τους θεσμούς και αφού θα έχει εκτιμηθεί η διαθεσιμότητα εναλλακτικών χρηματοδοτικών πόρων. Ο μηχανισμός υπόκειται στη συγκατάθεση και την παρακολούθηση του ESM, σε διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Ν», η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να παράσχει «επαρκή αιτιολόγηση» για την αιτούμενη χρήση των κεφαλαίων, προτού μεταφερθούν τα αιτούμενα ποσά από το cash buffer στον χωριστό λογαριασμό στον οποίο η Ελλάδα διατηρεί τα κεφάλαια για τις ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους της.
Παιχνίδι με φόντο τους συνταξιούχους
Αν μία παράμετρος είναι πλέον σταθερή στο ζήτημα των συντάξεων και της ενισχυμένης εποπτείας, αυτή αφορά την αβεβαιότητα και τη σύγχυση που είναι διάχυτες στους συνταξιούχους. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι μόλις τρεις μήνες πριν από την ενεργοποίηση των παρεμβάσεων στις συντάξεις, οι συνταξιούχοι δεν γνωρίζουν το ύψος των απολαβών τους από την 1η Ιανουαρίου 2019.
Επιπλέον, συνιστά κοινή παραδοχή η νέα καθυστέρηση στην εδραίωση μιας κανονικότητας στην ελληνική οικονομία, καθώς οι χειρισμοί της κυβέρνησης αλλά και των θεσμών συντηρούν ένα ανοιχτό μέτωπο σε προεκλογική περίοδο και με επιτόκια άνω του 4% για την Ελλάδα.
Σε κάθε περίπτωση, το τελικό αποτέλεσμα στις συντάξεις θα καθορίσει εκ των πραγμάτων τον βαθμό ελαστικότητας της ενισχυμένης εποπτείας μετά την πρόσφατη λήξη του προγράμματος, με ό,τι αυτό σημαίνει και για τις δύο πλευρές στο τραπέζι των διαβουλεύσεων.