Την άρση των εμποδίων λειτουργίας των Επιμελητηρίων ζητεί ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς, Βασίλης Κορκίδης, με υπόμνημα που κατέθεσε στη Γ.Σ. της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων, στο πλαίσιο της 84ης ΔΕΘ και απεστάλη στον υπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Άδωνι Γεωργιάδη.
Στο υπόμνημά του ο κ. Κορκίδης σημειώνει ότι ο σωματειακός χαρακτήρας των Επιμελητηρίων, τα διαφοροποιεί από τον ιδρυματικό χαρακτήρα άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου «κάτι που επιβάλλει και την καθιέρωση της αναγνωρισμένης διοικητικής και διαχειριστικής τους αυτοτέλειας». Όπως εξηγεί, τα Επιμελητήρια, διοικούνται από αιρετές, από τις επιχειρήσεις – μέλη τους, διοικήσεις, χωρίς να επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό, ενώ αντίθετα, τα ιδρυματικού χαρακτήρα νομικά πρόσωπα, διοικούμενα από διορισμένες από την κεντρική εξουσία διοικήσεις, βρίσκονται σε πλήρη εξάρτηση από τον κρατικό προϋπολογισμό, με αρμοδιότητες που απευθύνονται σε όλους τους πολίτες.
«Το ίδιο καθεστώς, διέπει και αντίστοιχους προς τα Επιμελητήρια φορείς, όπως οι Δικηγορικοί Σύλλογοι. Η διοικητική και διαχειριστική αυτοτέλεια αυτών των φορέων, είναι αναγνωρισμένα χαρακτηριστικά γενικά από τη νομοθεσία, αλλά προκειμένου περί Επιμελητηρίων, που διέπονται από τις διατάξεις του Ν. 4497/2017, υπάρχουν διάφορες νομοθετικές αγκυλώσεις στις ρυθμίσεις της οργάνωσης και λειτουργίας αυτών, που δεν υπάρχουν στις άλλες αντίστοιχες μορφές σωματειακής φύσης φορέων, όπως οι Δικηγορικοί Σύλλογοι, γεγονός που δυσχεραίνει σημαντικά τη λειτουργία του θεσμού από πλευράς διοικητικής και διαχειριστικής αυτοτέλειας και αυτοδυναμίας, με στοιχεία κρατισμού, μετατρέποντάς τα σε υπηρεσίες της κεντρικής διοίκησης, με ότι αυτό συνεπάγεται» επισημαίνει ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ.
Για τον λόγο αυτό, ζητεί τροποποίηση του Ν. 4497/2017, στην κατεύθυνση εναρμόνισης του νομικού καθεστώτος των Επιμελητηρίων με τους εν λόγω φορείς.
Το ΕΒΕΠ εστιάζει ειδικότερα στα εξής βασικά σημεία:
Τα Επιμελητήρια, δεν υπάγονται στο δημόσιο τομέα, όπως οριοθετείται από το Ν. 1256/1982 ως ισχύει σήμερα, ούτε ανήκει στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης του άρθρου 14 του Ν. 4270/2014, και συνεπώς, δεν εμπίπτουν και δεν πρέπει να εμπίπτουν:
• στις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 4013/2011 περί Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων
• στις διατάξεις του Ν. 4155/2013 για το Εθνικό Σύστημα Ηλεκτρονικών Δημοσίων Συμβάσεων (ΕΣΗΔΗΣ)
• στις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 11 του Ν.4013/2011 του Κ.Η.Μ.Δ.Η.Σ.
• στις διατάξεις του Ν. 4270/2014, οι οποίες δεν έχουν εφαρμογή επί των Επιμελητηρίων, αφού αυτά μπορούν, κατ’ αναλογία και μόνο, να τις εφαρμόσουν προκειμένου να συντάσσονται κάθε χρόνο οι οικονομικές τους καταστάσεις
• στο Ν. 4412/16, καθότι οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις περί προμηθειών δημιουργούν εμπόδια στην ευέλικτη και αποτελεσματική λειτουργία των Επιμελητηρίων, τα οποία μετατρέπονται πλέον σε υπηρεσίες της κεντρικής διοίκησης με τα γνωστά εγγενή δυσλειτουργικά αποτελέσματα. Εν όψει της διαχειριστικής τους αυτοτέλειας είναι απαραίτητη η πρόβλεψη θέσπισης, με Προεδρικό Διάταγμα, Ειδικού Ενιαίου Κανονισμού Προμηθειών των Επιμελητηρίων
• στο Ν.4336/2015 και ειδικά στις διατάξεις που αφορούν σε μετακινήσεις, οδοιπορικά, ημερήσια αποζημίωση και έξοδα παράστασης, δεδομένου ότι αφορούν σε πρόσωπα που επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό και όχι σε αυτά των Επιμελητηρίων, τα οποία δεν αποτελούν φορείς Γενικής Κυβέρνησης, διαθέτουν αποκλειστικά δικό τους προϋπολογισμό και δεν να επιβαρύνουν τον Κράτος. Κατά συνέπεια, σχετικές επί αυτών των θεμάτων αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται από το Διοικητικό Συμβούλιο.
Περαιτέρω, όπως επισημαίνεται στο υπόμνημα του ΕΒΕΠ, θα πρέπει να αντιμετωπισθούν και τα παρακάτω θέματα:
• Η ενίσχυση του κοινωνικού αποτυπώματος των Επιμελητηρίων, με τη δυνατότητα επιχορήγησης κοινωφελών δράσεων και πρωτοβουλιών στην επιμελητηριακή τους περιφέρεια.
• Η έλλειψη ικανού αριθμού σε προσωπικό.
• Η δυνατότητα μετατάξεων και αποσπάσεων υπαλλήλων φορέων της Γενικής Κυβέρνησης σε Επιμελητήρια, αλλά και υπαλλήλων των Επιμελητηρίων σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, σύμφωνα με την υφιστάμενη νομοθεσία.
• Οι αποδοχές των αποσπασμένων, σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, υπαλλήλων των Επιμελητηρίων, να αναλαμβάνονται από τον φορέα προς τον οποίο αποσπώνται.
• Όσον αφορά την αναμόρφωση του ΓΕΜΗ, υπάρχει ήδη σχετικό Σ/Ν, επί του οποίου το ΕΒΕΠ υπέβαλε τις παρατηρήσεις του και το οποίο θα πρέπει να εξεταστεί, διατηρώντας αρκετές από τις προτεινόμενες διατάξεις, που έχουν ήδη συμφωνηθεί στο δημόσιο διάλογο. Το ΓΕΜΗ πρέπει να αντιμετωπίζεται ως κύρια Υπηρεσία, άρρηκτα συνδεδεμένη με τον επιμελητηριακό θεσμό. Τα ανταποδοτικά τέλη από τη λειτουργία του Γενικού Εμπορικού Μητρώου αποτελούν επιμελητηριακό έσοδο, αφού οι υπηρεσίες του Επιμελητηρίου εξυπηρετούν αυτό και εργάζονται γι’ αυτό κατά πλήρη απασχόληση. Λαμβάνοντας υπόψη τη σημαντικότητα του ΓΕΜΗ ως αξιόπιστου εργαλείου παρακολούθησης και ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας, απαιτείται επίσης η διασφάλιση, τόσο των εσόδων του, όσο και της επικαιροποίησης των στοιχείων του – διασυνδέοντάς το με την υποβολή του Ε3 από τους υπόχρεους.
Το ΕΒΕΠ καλεί την κυβέρνηση «να προχωρήσει στην άρση των παραπάνω εμποδίων, τα οποία ουσιαστικά δυσχεραίνουν την επιμελητηριακή δραστηριότητα, που είναι απόλυτα συνδεδεμένη με την επιχειρηματική ανάπτυξη και κατ’ επέκταση την εθνική, οδηγώντας σε αδικαιολόγητα ασφυκτικά ελεγχόμενα διοικητικά πλαίσια της κεντρικής εξουσίας, δηλαδή, σε μία γραφειοκρατική, δυσκίνητη και μειωμένης αποτελεσματικότητας λειτουργία, που κάθε άλλο παρά διευκολύνει την απαραίτητη και απαιτούμενη ευελιξία στον επιμελητηριακό θεσμό και φυσικά στην οικονομία της χώρας εν γένει».
Όπως τονίζει, με την απαραίτητη ενεργοποίηση απ’ όλες τις πλευρές, ο επιμελητηριακός θεσμός μπορεί να αναδειχθεί σε πολύτιμο αναπτυξιακό εργαλείο, όχι μόνο για τις ελληνικές επιχειρήσεις, αλλά και συνολικά για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, στη βάση της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας.
«Τα Επιμελητήρια, εκτός από κέντρα εξυπηρέτησης των επιχειρηματιών, μπορούν να γίνουν ‘κέντρα ψηφιακών γνώσεων’ με ‘δομές στήριξης των επιχειρήσεων’, που θα μας οδηγήσουν με ασφάλεια στην ψηφιοποίηση των επιχειρήσεων, στην ψηφιακή οικονομία και σε μία βιώσιμη ανάπτυξη, αντίστοιχη των οικονομικά ισχυρών ευρωπαϊκών χωρών» υπογραμμίζει.