Skip to main content

Iδιωτική εκπαίδευση: Ανάπτυξη 1,9% μεσοπρόθεσμα

Από την έντυπη έκδοση

Της Σοφίας Εμμανουήλ
[email protected]

Περιθώρια ανάπτυξης διαφαίνονται για τα επόμενα χρόνια στην αγορά των ιδιωτικών σχολείων, όπου οι επισφάλειες έχουν περιοριστεί και η ζήτηση έχει αυξηθεί σημαντικά μετά την κρίση, που έφερε ραγδαία μείωση του μαθητικού πληθυσμού (από 82.000 το 2009 σε περίπου 67.000 το 2015). Ένα στα δέκα παιδιά προσχολικής ηλικίας παρακολουθεί ιδιωτικό νηπιαγωγείο, αναλογία που διαμορφώνεται σε ένα στα είκοσι παιδιά για ιδιωτικά Δημοτικά, Γυμνάσια και Λύκεια. Η συμμετοχή μαθητών στην ιδιωτική εκπαίδευση αυξάνεται, αλλά συγκριτικά με τα διψήφια ποσοστά συμμετοχής μαθητών στην ιδιωτική εκπαίδευση στην υπόλοιπη Ευρώπη η Ελλάδα εμφανίζει σημαντικά περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξης στη συγκεκριμένη αγορά.

Έρευνα της ΣΤΟΧΑΣΙΣ
Σύμφωνα με κλαδική μελέτη της ΣΤΟΧΑΣΙΣ Σύμβουλοι Επιχειρήσεων Α.Ε. η αγορά πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας τυπικής ιδιωτικής εκπαίδευσης υπολογίζεται σε 290 εκατ. ευρώ το 2018, παρουσιάζοντας αύξηση 2,8% έναντι του 2017 και μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής (ΜΕΡΜ) -0,2% την περίοδο 2008-2018 (ΜΕΡΜ 2011-2018:-2,2%). Σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα (2019-2023), η πορεία της αγοράς, σε αξία, προβλέπεται ότι θα παρουσιάσει άνοδο με ΜΕΡΜ 1,9%, με πρόβλεψη να ανέλθει σε 319 εκατ. ευρώ μέχρι το 2023.

Όπως εξηγεί στη «N» ο Βασίλης Ρεγκούζας, πρόεδρος & διευθύνων σύμβουλος της ΣΤΟΧΑΣΙΣ Σύμβουλοι Επιχειρήσεων, οι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν τη ζήτηση για τις υπηρεσίες του κλάδου είναι οι οικονομικές συνθήκες που επιδρούν στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, το ύψος των διδάκτρων, οι δημογραφικές εξελίξεις, διάφοροι κοινωνικοί παράγοντες, αλλά και οι συνθήκες στη δημόσια παιδεία.

Στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το σχολικό έτος 2016/17 δείχνουν ότι οι ιδιωτικές σχολικές μονάδες ανέρχονται σε 970, με μερίδιο 7,3% του συνόλου των σχολικών μονάδων στη χώρα μας. Οι εκτιμήσεις παραγόντων της αγοράς μιλούν για επέκταση του κλάδου που φθάνει τις 1.000 μονάδες το 2019. Αυτές απασχολούν πάνω από 8.200 διδάσκοντες και προσφέρουν υπηρεσίες εκπαίδευσης σε πάνω από 78.800 μαθητές, με βάση τα επίσημα στοιχεία.

Μεταξύ των υφιστάμενων επιχειρήσεων το παιχνίδι του ανταγωνισμού έγκειται στο ύψος των διδάκτρων και στην παροχή ποιοτικών και διαφοροποιημένων υπηρεσιών, με στόχο την αύξηση του μεριδίου τους σε μία αγορά η οποία παρουσιάζει πτώση την περίοδο 2011-2018, παρά την τάση ανάκαμψης που εμφανίζει τη διετία 2017-2018, όπως επισημαίνει ο κ. Ρεγκούζας, που προσθέτει ότι ο ανταγωνισμός είναι πιο έντονος στην Αττική, όπου παρουσιάζεται υψηλή συγκέντρωση ιδιωτικών σχολείων, καθώς στη συγκεκριμένη περιφέρεια λειτουργούν 3 στα 5 ιδιωτικά σχολεία (πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης) της χώρας.

Το μερίδιο στις δαπάνες νοικοκυριών
Στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που απεικονίζουν την ποσοστιαία κατανομή της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών σε βασικές κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών για τα έτη 2017 και 2016 δείχνουν ότι οι υπηρεσίες εκπαίδευσης έχουν το μικρότερο μερίδιο δαπανών (3,2%), αλλά πρόκειται για δείκτη που σε βάθος δεκαετίας, από το 2008, τείνει να αυξάνεται. Συγκρίνοντας τα καταναλωτικά πρότυπα σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, η ΕΛΣΤΑΤ αναφέρει ενδεικτικά ότι οι δαπάνες για εκπαίδευση κυμαίνονται από 0,6% του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών στην Ιταλία έως 3,2% στην Ελλάδα. Επίσης στη χώρα μας οι δαπάνες των νοικοκυριών για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση αποτελούν το 1/4 των συνολικών δαπανών για εκπαίδευση και παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη μείωση την περίοδο 2013-2017. Πρόκειται για την περίοδο που αυξήθηκαν σημαντικά οι επισφάλειες στις επιχειρήσεις του κλάδου. Τότε παρατηρήθηκε στροφή από την ιδιωτική στη δημόσια εκπαίδευση.