Skip to main content

Ο «σκληρός πυρήνας» της ανεργίας

Από την έντυπη έκδοση 

Του Στέλιου Παπαπέτρου 
[email protected]

Η ηλικιακή κατηγορία των μακροχρόνια ανέργων, δηλαδή όσων είναι άνω των 45 ετών, αποτελεί αναμφίβολα τον «σκληρό πυρήνα» της ανεργίας στη χώρα μας.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (α’ τρίμηνο 2016), από το 1.195.100 ανέργων, η ηλικιακή κατηγορία 45-64 ετών, των μακροχρόνια ανέργων, περιλαμβάνει 297.100 άτομα. Ουσιαστικά, ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εκρηκτικής αύξησης των ανέργων κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης μετά το 2010 ήταν και εξακολουθεί να είναι και η παράλληλη εκτίναξη του αριθμού αυτής της κατηγορίας των ανέργων σε πρωτόγνωρα επίπεδα για τη χώρα μας.

Με βάση τα τελευταία στοιχεία αποτελούν περίπου το 25% του συνόλου του άνεργου πληθυσμού. Από την επεξεργασία των χρονοσειρών της ΕΛΣΤΑΤ που παρουσιάζει σήμερα η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, προκύπτει ένα ακόμη βασικό ποιοτικό χαρακτηριστικό της μακροχρόνιας ανεργίας όσων είναι άνω των 45 ετών που είναι ίσως το σημαντικότερο, αλλά και το πιο ανησυχητικό από όλα τα υπόλοιπα δεδομένα.

Από το 2010 μέχρι τις αρχές του 2016, ύστερα από 25 συνεχόμενα τρίμηνα, ο αριθμός των μακροχρόνια ανέργων άνω των 45 ετών έχει τη σταθερή τάση να ανεβαίνει διαρκώς παρά τις επιμέρους εποχικές διακυμάνσεις που παρουσιάζει σε διάφορες χρονικές περιόδους. Έτσι, από τους 58.200 μακροχρόνια ανέργους στις ηλικίες άνω των 45 ετών που κατέγραψε η ΕΛΣΤΑΤ στο 1ο τρίμηνο του 2010, φέτος, έπειτα από 6 χρόνια, ο αριθμός αυτών των ανέργων σχεδόν εξαπλασιάστηκε και ανήλθε στα 297.100 άτομα. Αυτή η τάση επιβεβαιώνεται και στο τελευταίο χρονικό διάστημα της περιόδου 2015 – 2016, στο οποίο είχαμε μια μικρή αλλά σταθερή μείωση των ποσοστών ανεργίας.

Κατά το α’ τρίμηνο του 2016, ο αριθμός των απασχολούμενων ανήλθε σε 3.606.344 άτομα και των ανέργων σε 1.195.084. Το ποσοστό ανεργίας ήταν 24,9%, έναντι 24,4% του προηγούμενου τριμήνου και 26,6% του αντίστοιχου τριμήνου 2015. Να επισημάνουμε ότι το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας καταγράφηκε στο πρώτο τρίμηνο του 2014 και ήταν 27,8%, όταν ο συνολικός αριθμός των ανέργων ανήλθε στο 1.342.300 άτομα και ο αριθμός των μακροχρόνια ανέργων άνω των 45 ετών ήταν 278.400 άτομα.

Δηλαδή, ακόμη και στην περίοδο που η ανεργία στη χώρα μας είχε σπάσει κάθε προηγούμενο ρεκόρ, ακόμη και τότε ο αριθμός των μακροχρόνια ανέργων ήταν μικρότερος από το πρώτο τρίμηνο της φετινής χρονιάς που το συνολικό ποσοστό της ανεργίας είναι μικρότερο, κατά 2,9 ποσοστιαίες μονάδες. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό της περιόδου από το 2010 και μετά είναι οι μεταβολές που συντελέστηκαν στις κατηγορίες των μακροχρόνια ανέργων, καθώς και των ανέργων που έχουν εργαστεί στο παρελθόν. Στις κατηγορίες αυτές αναλογούν 7 έως 8 μακροχρόνια άνεργοι κάθε ηλικίας για κάθε 10 ανέργους. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι και το 2011 οι μακροχρόνια άνεργοι αναλογούσαν μόλις το 43,0% των ανέργων, ενώ πάνω από το μισό των ανέργων είχαν διάρκεια ανεργίας από 1 μέχρι 11 μήνες.

Σήμερα, 7 στους 10 ανέργους είναι μακροχρόνια άνεργοι, ενώ μόλις το 26,0% των ανέργων έχει διάρκεια ανεργίας από 1 μέχρι 11 μήνες.

Πολιτικές για ένταξη στην απασχόληση

Από τα στατιστικά δεδομένα προκύπτει το συμπέρασμα ότι το ζήτημα της εξέλιξης, των επιπτώσεων και της ένταξης της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας στην αγορά εργασίας είναι σοβαρό και παρατείνεται, προκαλώντας μεσο-μακροπρόθεσμες παρενέργειες. Για παράδειγμα, οι πολιτικές της πρόωρης συνταξιοδότησης, της επιδοτούμενης κατά το παρελθόν πεντάμηνης ή εξάμηνης απασχόλησης στην Ευρώπη και στην Ελλάδα (μόλις πρόσφατα επεκτάθηκε στους 8 μήνες) η ευελιξία της απασχόλησης, η μείωση των μισθών κ.λπ. επέδρασσαν ελάχιστα στην αντιμετώπιση του προβλήματος.

Σ’ αυτό, εκτός από τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο των μέτρων επέδρασε και το χαμηλό επίπεδο των δαπανών για τις πολιτικές απασχόλησης (1% του ΑΕΠ, Ελλάδα και 1,5% του ΑΕΠ στην Ε.Ε.-15).

Συνεπώς οι πολιτικές απασχόλησης για την αντιμετώπιση της ανεργίας της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας απαιτείται να λάβουν υπόψη ότι: α) ο αριθμός των ανέργων αυτής της ηλικιακής ομάδας είναι 297.100 άτομα, β) είναι μακροχρόνια άνεργοι, γ) προέρχονται από τους κλάδους των κατασκευών, του εμπορίου, της μεταποίησης, της σίτισης και του τουρισμού, και δ) το σημαντικότερο όλων είναι ότι όσοι χάνουν τη δουλειά τους μετά την ηλικία των 45 ετών, ουσιαστικά τίθενται εκτός αγοράς εργασίας για πάρα πολλά χρόνια.

Με άλλα λόγια, η καθυστέρηση επίλυσης τόσο σοβαρών προβλημάτων δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την αποτελεσματική αντιμετώπισή τους και επιδεινώνει τις αρνητικές παρενέργειές τους στην οικονομία και τη δημογραφία, καθώς η ηλικιακή ομάδα 45-64 ετών θα διευρύνεται στο σύνολο του πληθυσμού μέχρι το 2035 και θα συμβάλλει στον βαθμό που την αφορά στη γήρανση του πληθυσμού.

Επιδείνωση για 45-64 ετών

Οι δυσμενείς οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης στην Ελλάδα και σε άλλα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης αποδεικνύουν ότι η ύφεση (-25%) και η ανεργία στην Ελλάδα δεν αποτελούν παράπλευρες απώλειες της οικονομικής κρίσης. Αντίθετα, αποτέλεσαν αναμενόμενα αρνητικά αποτελέσματα των ασκούμενων μνημονιακών πολιτικών, οι οποίες ουσιαστικά μεταφέρουν τους πόρους της οικονομίας στο έλλειμμα και το χρέος. Οι επιλογές αυτές στέρησαν την ελληνική οικονομία από πόρους για επενδύσεις, ανάπτυξη και απασχόληση. Έτσι, είναι σαφές ότι η κατάσταση αυτή, μεταξύ των άλλων, οφείλεται στην ανεργία, την αποεπένδυση και τη δημοσιονομική «αβεβαιότητα».

Με άλλα λόγια, όσο αποδομείται και απαξιώνεται το παραγωγικό και τεχνολογικό υπόβαθρο της ελληνικής οικονομίας τόσο θα σπανίζει η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και η παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας θα καθυστερεί. Η κατάσταση αυτή, επιδείνωσε δραματικά την απασχόληση παρά την εξαφάνιση των λεγόμενων «δυσκαμψιών» (ρυθμίσεις) της αγοράς εργασίας καθυστερώντας την έξοδο από την κρίση.

Ειδικότερα επιδείνωσε και διατήρησε σε υψηλά επίπεδα στην Ελλάδα την ανεργία των νέων 15-24 ετών, καθώς και την ομάδα ηλικιών 45-64 ετών. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, ενώ πέρσι δημιουργήθηκαν περίπου 100.000 νέες θέσεις εργασίας, και το ισοζύγιο των ροών μισθωτής απασχόλησης ήταν θετικό, εντούτοις αυτή η θετική εξέλιξη δεν είχε θετική αντανάκλαση στη συγκεκριμένη ηλικιακή κατηγορία των μακροχρόνια ανέργων.