Skip to main content

Η αναμονή ένταξης στο QE πιέζει μετοχές και χρεόγραφα

Από την έντυπη έκδοση

Σε στάση αναμονής βρίσκεται το τελευταίο διάστημα το Χρηματιστήριο Αθηνών, όπως επισημαίνει ο ξένος Τύπος, γεγονός που αποδίδεται κατεξοχήν στην καθυστέρηση της ένταξης των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Η εξέλιξη αυτή φαίνεται να ασκεί πιέσεις τόσο στις ελληνικές μετοχές όσο και στις τιμές των ελληνικών κρατικών ομολόγων.

Η ελβετική εφημερίδα «Neue Zurcher Zeitung» (ΝΖΖ) επικαλείται διάφορους λόγους γι’ αυτή τη στάση αναμονής. Αφενός η συμφωνία του Ιουνίου δεν ήταν επαρκής για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης QE της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αφετέρου οι τράπεζες, οι οποίες έπαιζαν παραδοσιακά ηγετικό ρόλο στο χρηματιστήριο, δεν έχουν λύσει ακόμη τα προβλήματά τους με τα κόκκινα δάνεια.

Μολονότι οι τράπεζες είδαν τις τιμές των μετοχών τους να αυξάνονται σημαντικά από τις αρχές του έτους (έως 30%), δεν υπαγορεύουν πλέον τις εξελίξεις στο χρηματιστήριο. Επιπλέον οι επενδυτές δεν έχουν απόλυτη εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση. Σε περίπτωση όμως που ολοκληρωθεί τον Οκτώβριο γρήγορα η τρίτη αξιολόγηση του τρέχοντος προγράμματος, η εικόνα αυτή θα μπορούσε να αλλάξει άρδην, επισημαίνει η εφημερίδα.

Σχολιάζοντας την κατάσταση στην ελληνική κεφαλαιαγορά, η εφημερίδα κάνει μία αναδρομή, αναφέροντας ότι η ανοδική πορεία του ελληνικού Χρηματιστηρίου άρχισε αμέσως μετά τη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης τον Απρίλιο, η οποία δρομολόγησε την τελική συμφωνία της Ελλάδας με τους δανειστές της. Οι ανατιμήσεις στην ελληνική κεφαλαιαγορά αποδίδονται ως επί το πλείστον στο ενδιαφέρον ξένων επενδυτών, οι οποίοι ερμήνευσαν τη συμφωνία ως απόδειξη ότι η μέχρι πρότινος ακροαριστερή κυβέρνηση στην Αθήνα αποφάσισε να ακολουθήσει τον δρόμο του οικονομικού ρεαλισμού.

Όπως σημειώνει η ΝΖΖ, «πράγματι, ο Ελληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας φαίνεται πως προσπαθεί να κάνει ό,τι μπορεί ώστε να ολοκληρωθεί μέσα στο καλοκαίρι του 2018 επιτυχώς το τρέχον πρόγραμμα διάσωσης. Στόχος, η Ελλάδα μέχρι τότε να είναι σε θέση να καλύπτει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες από τις αγορές χωρίς έξωθεν βοήθεια. Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση το έκανε η Ελλάδα στις 24 Ιουλίου με την επιτυχή έκδοση 5ετούς ομολόγου.

Το Χρηματιστήριο Αθηνών είχε προκαταλάβει αυτή την εξέλιξη: στις 17 Ιουλίου ο γενικός δείκτης είχε φτάσει στο υψηλό των 858,08 μονάδων ενώ οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων υποχώρησαν στο 5,21%, στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2009. Έκτοτε όμως η ελληνική χρηματαγορά δεν φαίνεται να είναι σε θέση να κεφαλαιοποιεί τις καλές ειδήσεις, όπως η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας στις 18 Αυγούστου. Από τις 24 Ιουλίου οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων έχουν αυξηθεί κατά 30 μονάδες βάσης στο 5,5%, ενώ το Χρηματιστήριο κινείται τις 835 μονάδες».

Ξεφούσκωσε στο Χ.Α. η αρχική ευφορία από την αξιολόγηση

Κατά 4,01% ενισχύεται ο γενικός δείκτης τιμών του Χρηματιστηρίου Αθηνών από τα μέσα Ιουνίου, οπότε και ολοκληρώθηκε η δεύτερη αξιολόγηση, έως και σήμερα, ενώ κέρδη έχει αποκομίσει και ο τραπεζικός κλάδος, με τον σχετικό δείκτη να ενισχύεται από τότε κατά 3,72%.

Η πρώτη αντίδραση της εγχώριας αγοράς στο κλείσιμο της αξιολόγησης ήταν άκρως θετική και σχεδόν άμεσα ο γενικός δείκτης του Χ.Α. βρέθηκε σε υψηλά διετίας φθάνοντας στις 821,22 μονάδες.

Η συνέχεια δεν ήταν τόσο εντυπωσιακή και οι βασικοί δείκτες άρχισαν να υποχωρούν από τα πρόσφατα υψηλά. Οι κύριες αιτίες για την πορεία αυτή αποδόθηκαν στο τέλος των… προσδοκιών για μία σειρά γεγονότων: Η πολυπόθητη έξοδος στις αγορές δεν έδωσε κάτι περισσότερο από αυτό που αναμενόταν σε επίπεδο επιτοκίου για μία προστατευμένη έκδοση, δημιουργώντας και ερωτήματα γιατί οι ξένοι θεσμικοί δεν μετακύλισαν τα ομόλογα του 2019 παρά το bonus που θα έπαιρναν.

Η επίσημη περίοδος θέρους που ακολούθησε έριξε τους ρυθμούς στις επενδυτικές διαθέσεις εγχώριων και αλλοδαπών επενδυτών, ενώ και η ειδησεογραφική ανυδρία επέτεινε το κλίμα ραστώνης. Η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από τον διεθνή οίκο αξιολόγησης Fitch και η πιθανολόγηση ότι η ελληνική οικονομία βαδίζει προς την αποκατάσταση της κανονικότητας είχε μικρό μόνο θετικό απόηχο στο ελληνικό Χρηματιστήριο.

Το κλείσιμο του Αυγούστου, οι επικείμενες εκδόσεις εταιρικών ομολόγων, αλλά και το roadshow που διοργανώνει για μία ακόμα χρονιά το Χρηματιστήριο Αθηνών στο Λονδίνο αναμένεται να φέρουν εκ νέου την εγχώρια αγορά στο επίκεντρο ενδιαφέροντος ξένων και Ελλήνων επενδυτών.

«Άπνοια» στην αγορά κρατικών ομολόγων

«Άπνοια» επικρατεί στην ελληνική αγορά κρατικών ομολόγων τον τελευταίο μήνα, με τις τιμές κρατικών ομολόγων να παραμένουν στάσιμες, γεγονός που καταδεικνύει ότι όλα τα μεγάλα γεγονότα έχουν προεξοφληθεί, με αποτέλεσμα να απουσιάζει μία σημαντική κινητήρια δύναμη που θα μπορούσε να δώσει και πάλι ώθηση στην εν λόγω αγορά.

Μετά την επίτευξη συμφωνίας ανάμεσα στην Αθήνα και τους πιστωτές της, σημαντικό σημείο αναφοράς στάθηκε η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας μας από τον οίκο Fitch λίγο μετά τα μέσα Αυγούστου.

Ο διεθνής οίκος αξιολόγησης Fitch αποτίμησε θετικά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης εκτιμώντας ότι θα κλείσει και η τρίτη, γεγονός που θα οδηγήσει σε θετική επαναξιολόγηση της Ελλάδας, παρότι η αναβάθμιση δεν άλλαξε καθοριστικά την πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας μας, η οποία παραμένει σε μη επενδυτική βαθμίδα.

Παρότι οι εκτιμήσεις του διεθνούς οίκου σκόρπισαν αισιοδοξία, η αναβάθμιση πέρασε «σιωπηρώς» από την ελληνική αγορά κρατικού χρέους με την απόδοση του 10ετούς να παραμένει σταθερά πάνω από το 5%.

Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με traders, ότι η αγορά χρειάζεται ακόμη μεγαλύτερο κίνητρο για να μπορέσει να προσελκύσει ξανά το ενδιαφέρον των επενδυτών και για να επαναλάβει ένα σταθερό ράλι που θα οδηγούσε τις αποδόσεις κάτω από το ορόσημο του 5%. Οι ίδιοι traders αναφέρουν ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί με μία νέα ελληνική ομολογιακή έκδοση, κάτι που φημολογείται ότι θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί εντός Σεπτεμβρίου.

Η στασιμότητα στην ελληνική αγορά ομολόγων φαίνεται και από την απουσία επενδυτών, καθώς το τελευταίο διάστημα ο όγκος συναλλαγών στην ΗΔΑΤ είναι σχεδόν ανύπαρκτος.