Από την έντυπη έκδοση
Της Άννας Δόγα
[email protected]
Την ανάγκη… ευκαιρία επιχειρούν να κάνουν οι ελληνικές τράπεζες και να μετατρέψουν την υποχρέωση αποεπένδυσης από ξένες αγορές σε όπλο για πιο δυνατή εγχώρια δραστηριότητα.
Από τα τέλη του 2012 μέχρι σήμερα, δίκτυο και προσωπικό εκτός Ελλάδας μειώθηκαν κατά 64% και «μετατράπηκαν» σε ρευστότητα και κεφάλαια, περιορίζοντας το κόστος, κυρίως όμως εξασφαλίζοντας την τήρηση των υποχρεώσεων από τα σχέδια αναδιάρθρωσης.
Στο τέλος του 2016 οι θυγατρικές των ελληνικών τραπεζών στο εξωτερικό αριθμούσαν 1.436 καταστήματα και είχαν προσωπικό 20.156 άτομα. Εντός του τρέχοντος έτους, με τις πωλήσεις που έγιναν, το δίκτυο μειώθηκε στα 957 καταστήματα και το ανθρώπινο δυναμικό στους 13.900 εργαζομένους.
Η αποεπένδυση ξεκίνησε από το 2012 όταν εκτός Ελλάδας με επίκεντρο τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, οι ελληνικές τράπεζες είχαν δίκτυο 2.591 καταστημάτων και απασχολούσαν 38.949 άτομα.
Η υποβολή δεσμευτικών προσφορών για τη ρουμανική Bancpost της Eurobank εντάσσεται στην τελευταία μεγάλη αποεπένδυση, αφού οι υπόλοιπες κινήσεις αφορούν μικρότερες θυγατρικές τραπεζών. Αναμένεται ότι τουλάχιστον δύο τράπεζες και δύο funds θα υποβάλουν προσφορά στη διαγωνιστική διαδικασία, η προθεσμία της οποίας λήγει σήμερα Παρασκευή 25 Αυγούστου και η απόφαση θα ληφθεί από το Δ.Σ. της τράπεζας στις 29 Αυγούστου. Σημειώνεται, πάντως, ότι -όπως φαίνεται- η ουγγρική OTP, που απέκτησε πρόσφατα την Banca Romaneasca από την Εθνική Τράπεζα, δεν θα μετάσχει.
Η Εθνική Τράπεζα έλαβε προχθές τις επίσημες εγκρίσεις από τις αρχές της Νότιας Αφρικής για την πώληση της τοπικής θυγατρικής της, South African Bank of Athens, σε θυγατρική της AFGRI Holdings και της Fairfax Africa Investment. Η SABA ήταν από τις παλαιότερες θυγατρικές της Εθνικής με έτος ίδρυσης το 1947 και δραστηριότητα σε μεσαίες επιχειρήσεις, ενώ η AFGRI είναι εταιρεία παροχής αγροτικών, χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και επεξεργασίας τροφίμων που δραστηριοποιείται στη Νότια Αφρική και σε άλλες 14 χώρες της Αφρικής.
Η Εθνική, μετά την αποεπένδυσή της από Τουρκία, Βουλγαρία, Ρουμανία και Σερβία, πλέον επικεντρώνεται στην πώληση της θυγατρικής της στην Αλβανία, ενώ εκκρεμεί η πώληση της Stopanska στα Σκόπια και της Εθνικής Τράπεζας Κύπρου.
H Εurobank θα παραμείνει στην Κύπρο, στη Βουλγαρία και στη Σερβία, ενώ η Alpha πώλησε τις θυγατρικές σε Βουλγαρία και Σερβία και παραμένει σε Ρουμανία και Κύπρο.
H Τράπεζα Πειραιώς «τρέχει» με γοργό ρυθμό το σχέδιο αναδιάρθρωσης και θα προχωρήσει στην πώληση διεθνών δραστηριοτήτων με ενεργητικό 3,3 δισ. ευρώ. Τους τελευταίους 18 μήνες ο όμιλος έχει πωλήσει δανειακά χαρτοφυλάκια συνολικού ύψους 400 εκατ. ευρώ στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, έχει αποεπενδύσει από τις θυγατρικές στην Αίγυπτο, στην Κύπρο και τη Marathon Bank στις ΗΠΑ, ενώ έχει πωλήσει σειρά θυγατρικών εταιρειών χρηματοδοτικής μίσθωσης στη ΝΑ Ευρώπη.
Oι τράπεζες βρίσκονται πολύ κοντά στην ολοκλήρωση των σχεδίων αναδιάρθρωσης, έχοντας διανύσει μεγάλη απόσταση σε αποεπενδύσεις και μείωση του κόστους. Ο κλάδος επιδίωξε να κλείσει τα μέτωπα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού και να απεμπλακεί το συντομότερο δυνατό από τις δεσμεύσεις που δημιούργησε η λήψη κρατικής βοήθειας.
Alpha Bank, Εurobank και Εθνική Τράπεζα βρίσκονται ένα βήμα από την πλήρη υλοποίηση των υποχρεώσεων που περιελάμβαναν πωλήσεις θυγατρικών εξωτερικού, αποεπένδυση από μη τραπεζικές δραστηριότητες, μείωση προσωπικού και καταστημάτων, ενώ η Τράπεζα Πειραιώς έχει περισσότερες εκκρεμότητες λόγω μεγέθους και εύρους δραστηριοτήτων εντός του ομίλου από την ενσωμάτωση σειράς τραπεζών.
Οι τράπεζες βρίσκονται κοντά σε στόχους όπως η μείωση του κόστους χρηματοδότησης, ενώ ο περιορισμός του δείκτη δανείων προς καταθέσεις σε επίπεδο αρκετά κάτω από το 120% συναρτάται με το γενικότερο κλίμα, αφού το σκέλος των καταθέσεων παραμένει ασθενικό.
Πώς θα επηρεάσουν οι αποφάσεις των EKT και Fed
Εκτός συνόρων οι εξελίξεις στον κλάδο των τραπεζών δεν θα αφήσουν φυσικά ανεπηρέαστη και την ελληνική τραπεζική αγορά. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά η Citigroup, το προσεχές φθινόπωρο θα είναι πλούσιο σε κρίσιμες ανακοινώσεις από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες του κόσμου και συγκεκριμένα από Fed και ΕΚΤ, αναφορικά με τα έκτακτα μέτρα νομισματικής χαλάρωσης.
Κατά την άποψή της, η παγκόσμια οικονομία είναι πιο ισχυρή αυτή τη στιγμή από ό,τι στο παρελθόν, γεγονός που σημαίνει ότι θα πρέπει να είναι σε θέση να αντέξει τη μέτρια νομισματική αυστηρότητα. Ωστόσο, η στρατηγική αυστηρότερης πολιτικής είναι συγκρατημένη, καθώς ο πληθωρισμός εξακολουθεί να είναι χαμηλότερος από τον αναμενόμενο.
Ο κύριος κίνδυνος από τη σύσφιξη σε παγκόσμιο επίπεδο προέρχεται από τις χρηματοπιστωτικές αγορές, οι οποίες θα μπορούσαν να αντιδράσουν σπασμωδικά στη νομισματική αυστηρότητα.
Επίσης δύο μεγάλες ανακοινώσεις αναμένονται άμεσα. Ειδικότερα, όπως αναφέρει η Citigroup, αναμένουμε από τη Fed να ανακοινώσει, κατά τη συνεδρίαση της FOMC στις 20 Σεπτεμβρίου, ότι θα αρχίσει σταδιακή μείωση του ισολογισμού τον Οκτώβριο, ξεκινώντας από 10 δισ. δολάρια τον μήνα πιθανότατα τον Οκτώβριο και αυξάνοντας στα 50 δισ. δολάρια το δ’ τρίμηνο του 2018.
Περισσότερο όμως ενδιαφέρουσα και για τη χώρα μας είναι η ανακοίνωση από την ΕΚΤ, κατά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της 26ης Οκτωβρίου, για τον περιορισμό των μηνιαίων καθαρών αγορών στοιχείων ενεργητικού της από τον Ιανουάριο του 2018 στα 40-45 δισ. ευρώ ανά μήνα από τα τρέχοντα 60 δισ. ευρώ τον μήνα.
Οι αποφάσεις που οδηγούν σε μείωση της παγκόσμιας χαλάρωσης από τις κεντρικές τράπεζες βασίζονται σε έναν διαφορετικό συνδυασμό μεγαλύτερης εμπιστοσύνης στις προοπτικές ανάπτυξης και πληθωρισμού, στους πολιτικούς παράγοντες, στους λόγους οικονομικής σταθερότητας και τους τεχνικούς περιορισμούς.