Skip to main content

Η νίκη Μητσοτάκη και η ρεβάνς στην οικονομία

Ανάλυση

Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]

Η ηχηρή ήττα του ΣΥΡΙΖΑ επισφραγίζει το τέλος μιας οικονομικής πολιτικής η οποία κράτησε πίσω την ανάκαμψη. Η ανάκτηση του χαμένου εδάφους δεν θα είναι αυτόματη εξέλιξη και η ΝΔ θα αξιολογηθεί στη δουλειά που έχει μπροστά της. Το γκολ του Κυριάκου Μητσοτάκη από τα αποδυτήρια και η νάρκη του Αλέξη Τσίπρα. Ο άγνωστος Χ της Ευρωζώνης.  

Η κληρονομιά του κ. Τσίπρα

H διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αφήνει πίσω της ισχνούς ρυθμούς ανάπτυξης, οι οποίοι αφενός δεν συνάδουν με τις επιδόσεις μιας χώρας που εξέρχεται από μακρά και σφοδρή ύφεση, αφετέρου είναι εξαιρετικά εύθραυστοι, καθώς εξαρτώνται σχεδόν κατά το ήμισυ από τη θετική συγκυρία στον τουρισμό.  

Ο δημοσιονομικός πρωταθλητισμός της απερχόμενης κυβέρνησης, όπως αυτός μετουσιώθηκε στα περιβόητα υπερπλεονάσματα, βαραίνει τις πλάτες της πραγματικής οικονομίας, η οποία αγκομαχά υπό το βάρος της υπερφορολόγησης.

Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημόσιου προς τον ιδιωτικό τομέα, μαζί με τα capital controls στις τράπεζες, υπενθυμίζουν ακόμη και στον πιο αισιόδοξο παρατηρητή των εξελίξεων ότι η έξοδος της Ελλάδας από την κρίση είναι μάλλον πλασματική.

Η ανεργία παραμένει σε εξόχως υψηλά επίπεδα και η χώρα παραμένει ουραγός της διεθνούς κοινότητας στον νευραλγικό τομέα της ανταγωνιστικότητας.

Το αναπτυξιακό σοκ που κατά γενική ομολογία χρειάζεται η χώρα παραμένει απλό σοκ μπροστά στα εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά των επενδύσεων σε σχέση με το ΑΕΠ και το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με διαφορά το υψηλότερο στην Ευρώπη, στερεί από το χρηματοπιστωτικό σύστημα τη δυνατότητα να χρηματοδοτεί νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

Το στοίχημα του κ. Μητσοτάκη

Η ΝΔ ίσως έχει πετύχει τον πρώτο στόχο της ήδη πριν από τις εκλογές. Η δραστική αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού, όπως αυτή αποτυπώθηκε στις αγορές κυρίως μετά το πολιτικό αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, μέσα από την πτώση του spread κατά μιάμιση ποσοστιαία μονάδα, βελτιώνει τις συνθήκες ρευστότητας για τράπεζες και επιχειρήσεις, διευκολύνοντας συγχρόνως τον νέο πρωθυπουργό στις διεκδικήσεις του απέναντι στους θεσμικούς πιστωτές για την περίοδο της μετα-προγραμματικής εποπτείας.

Όμως η νέα κυβέρνηση δεν έχει εύκολο έργο και ήρθε η ώρα να διαπιστώσει κανείς τον βαθμό προετοιμασίας της.

Πρώτον, θα κληθεί να αντιμετωπίσει τις δημοσιονομικές επιπτώσεις των προεκλογικών παροχών του ΣΥΡΙΖΑ. Τόσο η Τράπεζα της Ελλάδος όσο και η Ευρωζώνη κάνουν λόγο για δημοσιονομικό κενό το οποίο τορπιλίζει την επίτευξη του στόχου το 2019. Το γεγονός αυτό κρατά ανοιχτό, έστω ως θεωρητικό ενδεχόμενο, τη λήψη πρόσθετων μέτρων.

Δεύτερον, και μέσα σε αυτό το περιβάλλον, θα πρέπει να υλοποιήσει τις άμεσες φορολογικές ελαφρύνσεις στις οποίες έχει δεσμευθεί προεκλογικά.

Τρίτον, και σε δεύτερο χρόνο, θα μετρήσει τις δυνάμεις της επιχειρώντας να πείσει τους θεσμούς για μείωση του στόχου στα πρωτογενή πλεονάσματα κάτω από το 3,5% του ΑΕΠ, όπως αυτός προβλέπεται έως και το 2022.

Τέταρτον, θα επιδοθεί και θα κριθεί στη μάχη των διαρθρωτικών αλλαγών και των επενδύσεων, ιδιωτικών και δημόσιων.

Ο γρίφος της Ευρωζώνης

Με ενδιαφέρον αναμένεται η στάση των θεσμικών πιστωτών απέναντι στη νέα κυβέρνηση και την ατζέντα της.

Το πλαίσιο της μετα-προγραμματικής εποπτείας είναι αυστηρώς προσδιορισμένο αλλά στην πράξη ευέλικτο, όπως άφησε η Ευρωζώνη να φανεί, με κορυφαία στιγμή την ανατροπή της αρχικά δρομολογημένης ετήσιας μείωσης των συντάξεων κατά 1% του ΑΕΠ από το 2019.

Εξάλλου, είναι λογικό να δώσουν -τουλάχιστον- χρόνο σε μια νέα κυβέρνηση, συν τοις άλλοις, προκειμένου να δείξει δείγματα γραφής στον τομέα των μεταρρυθμίσεων.

Άλλωστε, η αυτοδυναμία της ΝΔ, η οποία κλείνει προς ώρας τον κύκλο των κυβερνητικών συνασπισμών που χαρακτήρισαν την Ελλάδα της κρίσης, ενισχύει την κυβερνητική σταθερότητα, μια παράμετρο την οποία λαμβάνουν ήδη υπόψη τους οι αγορές δίνοντας ψήφο εμπιστοσύνης στις πολιτικές εξελίξεις.

Επιπλέον, υπάρχουν τρία χαρακτηριστικά στην ατζέντα της ΝΔ τα οποία δυνητικά, μένει να αποδειχθεί στην πράξη, λειτουργούν ως ατού στο τραπέζι των διαβουλεύσεων με την Ευρωζώνη.

  • Πρόκειται ίσως για το πιο φειδωλό πρόγραμμα της μεταπολίτευσης στο σκέλος της παροχολογίας και των υποσχέσεων που δεν βασίζονται σε νούμερα και δεδομένα.
  • Η κεντρική ιδέα των διεκδικήσεων της νέας κυβέρνησης είναι η συνεννόηση με τους θεσμούς ως προϋπόθεση για την οποιαδήποτε μεταβολή πολιτικής στο πλαίσιο της μετα-προγραμματικής εποπτείας.
  • Οι εξαγγελίες της καθρεφτίζουν τις πιο φιλικές στις αγορές και στις επενδύσεις τοποθετήσεις που έχει συναντήσει ποτέ κανείς στην Ελλάδα.

Όμως η πολιτική των προηγούμενων 4,5 ετών κατέβασε πολύ χαμηλά τον πήχη. Γι’ αυτό και η νέα κυβέρνηση, αν πραγματικά επιθυμεί να κάνει τη διαφορά, θα πρέπει να υπερβεί πριν απ’ όλα τον ίδιο τον εαυτό της και συγκεκριμένα το κομματικό, κρατικοδίαιτο, παρελθόν της.

Η Ελλάδα έχασε πολύτιμο χρόνο από την εκδήλωση της κρίσης μέχρι σήμερα. Τώρα παίζει τη ρεβάνς στην οικονομία, την οποία είναι καταδικασμένη να κερδίσει, αν επιθυμεί να ανεβεί κατηγορία, διεκδικώντας χώρο στον διεθνή καταμερισμό της παραγωγής και εργασίας.