Από την έντυπη έκδοση
Της Άννας Δόγα
[email protected]
Νέες επιβαρύνσεις φέρνουν για τις ελληνικές τράπεζες οι ευρωπαϊκοί εποπτικοί κανόνες. Παράλληλα με την προετοιμασία για τα stress tests που ήδη γίνεται από τις τράπεζες, το εποπτικό πλαίσιο γίνεται βαρύτερο και φέρνει νέες απαιτήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενισχύοντας την πίεση.
Η υιοθέτηση του νέου λογιστικού προτύπου 9 θα προκαλέσει την ανάγκη για πρόσθετες προβλέψεις και για τις ελληνικές τράπεζες που έχουν και μεγάλο όγκο προβληματικών δανείων εκτιμάται ότι το ύψος αυτών των νέων προβλέψεων θα είναι σημαντικό αλλά διαχειρίσιμο, όπως αναφέρουν θεσμικά όργανα.
Παράλληλα, σε πιο μεσοπρόθεσμη βάση, η υποχρέωση των τραπεζών να έχουν ένα συγκεκριμένο επίπεδο κεφαλαίων, στο οποίο να συνυπολογίζονται τίτλοι που απλώς θα μπορούν να «κουρευτούν», εάν χρειαστεί να εφαρμοστούν οι κανόνες εξυγίανσης, που άρχισαν να ισχύουν πρόσφατα, θα οδηγήσουν σταδιακά σε εκδόσεις από πλευράς ελληνικών τραπεζών που μετά τα LMEs, δηλαδή τις προαιρετικές δημόσιες προσφορές για αγορά ομολόγων που έγιναν στην ανακεφαλαιοποίηση του 2015, δεν έχουν τέτοιους τίτλους.
Όσον αφορά το λογιστικό πρότυπο 9 (IFRS 9), όπως εξηγούν τραπεζικά στελέχη, οι ελληνικές τράπεζες, καθώς έχουν πολύ περισσότερα προβληματικά/ αναδιαρθρωμένα δάνεια από ευρωπαϊκές, σίγουρα θα έχουν μεγαλύτερη επίπτωση από τον μέσο όρο του κλάδου.
Το αποτέλεσμα από το IFRS 9 θα αποσβεστεί σε 5 χρόνια, οπότε δεν περιμένουμε να έχει άμεσα σημαντική αρνητική επίπτωση στα εποπτικά κεφάλαια, επισημαίνουν στη «Ν» τραπεζικά στελέχη, προσθέτοντας ότι με την ισχύ του προτύπου θα ελέγχεται η εφαρμογή του από τους ορκωτούς λογιστές.
Το ΙFRS 9 περιλαμβάνει τις αρχές αναγνώρισης και αποτίμησης, απομείωσης, διαγραφής και αντιστάθμισης κινδύνου χρηματοοικονομικών μέσων και έχει υποχρεωτική ημερομηνία έναρξης ισχύος για τις ετήσιες λογιστικές περιόδους που ξεκινούν μετά την 1η Ιανουαρίου 2018.
Με το λογιστικό πρότυπο 9 επιχειρείται να αντιμετωπιστεί μια από τις βασικές ανησυχίες που προέκυψαν ως αποτέλεσμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, δηλαδή το γεγονός ότι το υφιστάμενο μοντέλο απομείωσης χρηματοοικονομικών μέσων (όπως προβλέπεται από το ΔΛΠ 39) καθυστερεί την αναγνώριση πιστωτικών ζημιών μέχρι να υπάρξει αντικειμενική απόδειξη απομείωσης αξίας του περιουσιακού στοιχείου ως αποτέλεσμα ενός ή περισσοτέρων γεγονότων που συνέβησαν μετά την αρχική αναγνώρισή του (ζημιογόνο γεγονός – loss event). Το μοντέλο του ΔΛΠ 39 σχεδιάστηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να περιορίσει την ικανότητα μιας οντότητας να δημιουργεί κρυφά αποθεματικά τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την εξομάλυνση των αποτελεσμάτων σε περιόδους αρνητικών συγκυριών. Παρ’ όλα αυτά, όπως επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος σε ειδική μελέτη για το θέμα αυτό, στην πράξη το μοντέλο πραγματοποιηθεισών ζημιών (incurred loss model) χρησιμοποιήθηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται καθυστέρηση στην αναγνώριση πιστωτικών ζημιών από χρηματοοικονομικά μέσα. Πιο συγκεκριμένα, παρόλο που το ΔΛΠ 39 δεν υποχρέωνε μια οικονομική οντότητα να περιμένει έως την αθέτηση υποχρέωσης προκειμένου να αναγνωρίσει πρόβλεψη απομείωσης, αυτό ήταν που συχνά συνέβαινε στην πράξη.
Το νέο λογιστικό πρότυπο για τα χρηματοοικονομικά μέσα (ΔΠΧΑ 9) καταργεί την έννοια του ζημιογόνου γεγονότος κατά ΔΛΠ 39 ως προϋπόθεση για την αναγνώριση πιστωτικών ζημιών, καθώς πλέον δεν είναι απαραίτητο να υπάρξει αντικειμενική απόδειξη απομείωσης αξίας του περιουσιακού στοιχείου προκειμένου να αναγνωριστούν πιστωτικές ζημίες. Αντ’ αυτού, η οικονομική οντότητα αναγνωρίζει πάντα αναμενόμενες πιστωτικές ζημίες και ενημερώνει σε κάθε περίοδο αναφοράς τις σχετικές προβλέψεις απομείωσης, ώστε να αντικατοπτρίζουν τις μεταβολές στον πιστωτικό κίνδυνο του περιουσιακού στοιχείου από την αρχική αναγνώρισή του (μοντέλο αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών – expected credit loss model).
Η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (EBA) εκπόνησε μια έρευνα σχετικά με την εκτίμηση των επιπτώσεων που θα έχει η εφαρμογή του προτύπου 9 σε ένα δείγμα 50 πιστωτικών ιδρυμάτων. Τη χρονική στιγμή που εκπονήθηκε η έρευνα, εκτιμήθηκε μια αύξηση των προβλέψεων απομείωσης για τα εντός και εκτός ισολογισμού στοιχεία, σε σύγκριση με τα σημερινά επίπεδα των προβλέψεων με βάση το ΔΛΠ 39, της τάξεως του 18% κατά μέσο όρο και μέχρι 30% για το 86% των πιστωτικών ιδρυμάτων του δείγματος.
Το MREL φέρνει εκδόσεις
Όσον αφορά το MREL, την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (Minimum Requirement of Own Funds and Eligible Liabilities), θα οδηγήσει τις τράπεζες σε έκδοση τίτλων που θα χρησιμεύσουν παράλληλα για ενίσχυση της ρευστότητας. Το τελικό χρονοδιάγραμμα εφαρμογής δεν είναι ακόμη ορισμένο και στην ουσία υποχρεώνει τις τράπεζες να έχουν διαρθρωμένο το παθητικό με διάφορα στοιχεία, όχι μόνο καταθέσεις και core κεφάλαια, αλλά θα πρέπει να εκδώσουν και μια σειρά άλλων πιστωτικών τίτλων ώστε να υπάρχει διαφοροποίηση των στοιχείων παθητικού, με σκοπό την προστασία των καταθετών.
Η Οδηγία για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (Bank Recovery and Resolution Directive), η περίφημη BRRD, τέθηκε σε πλήρη ισχύ από την 1 Ιανουαρίου 2016 και στοχεύει να θέσει τέλος στην πολιτική της διάσωσης των τραπεζών με δημόσιους πόρους, ελαχιστοποιώντας έτσι την έκθεση των φορολογουμένων σε ζημίες.
Καθιερώνοντας εργαλεία εξυγίανσης με ίδια μέσα, η Οδηγία διασφαλίζει ότι τις ζημιές θα επωμίζονται οι μέτοχοι και οι πιστωτές των τραπεζών, συμπεριλαμβανομένων των μη εξασφαλισμένων πιστωτών υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας.
Στο πλαίσιο αυτό, για την αποτελεσματική εφαρμογή της αναδιάρθρωσης του παθητικού και για να διασφαλιστεί ότι τα ιδρύματα έχουν εκδώσει επαρκή χρηματοοικονομικά μέσα, τα οποία δύνανται να διαγραφούν ή και να απομειωθούν προς απορρόφηση ζημιών ή/και να μετατραπούν σε μετοχικό κεφάλαιο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και συνθήκες (bail-inable instruments) χωρίς να θέσουν σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, θα πρέπει να πληρούν ανά πάσα στιγμή μια ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL). Αυτή η απαίτηση υπολογίζεται ως το ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων εκφρασμένο ως ποσοστό επί τοις εκατό του συνόλου των υποχρεώσεων και των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος.
Το MREL καθορίζεται από τις αρχές εξυγίανσης χωριστά για κάθε τράπεζα σε ατομική και ενοποιημένη βάση, δηλαδή στο επίπεδο του κάθε νομικού προσώπου, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι πιθανές ζημίες μπορούν να απορροφηθούν και ότι το κεφάλαιο μπορεί να αποκατασταθεί σε οποιοδήποτε επίπεδο εντός του ομίλου.