Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Aνησυχητικές διαστάσεις λαμβάνει η παιδική φτώχεια στην Ελλάδα η οποία εξακολουθεί να κινείται ανοδικά ακόμη και στις χρονιές που η γενική τάση είναι πτωτική για τους δείκτες της φτώχειας. «Πρωταθλητές» είναι τα παιδιά και στις στερήσεις, καθώς τουλάχιστον το ένα στα τέσσερα δεν μπορεί να καλύψει βασικές ανάγκες, όπως η θέρμανση ή η σίτιση κάθε δεύτερη ημέρα με κρέας ή ψάρι.
Τα στοιχεία που ανακοίνωσε χθες η Ελληνική Στατιστική Αρχή δείχνουν ότι ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών ανέρχεται σε 26,6%, σημειώνοντας αύξηση κατά 1,1 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το 2014 (σ.σ.: εισοδήματα 2013). Ο κίνδυνος αυτός είναι υψηλότερος κατά 5,2 ποσοστιαίες μονάδες από το αντίστοιχο ποσοστό του συνολικού πληθυσμού το οποίο διαμορφώθηκε στο 21,4% για τη συγκεκριμένη χρονιά.
Προκύπτει επομένως αύξηση της παιδικής φτώχειας σε μια χρονιά που το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας εμφανίστηκε να υποχωρεί από το 22,1% το 2014 στο 21,4% το 2015. Η πτώση αυτή αποδίδεται ουσιαστικά στο «κοινωνικό μέρισμα» που διανεμήθηκε το 2014 ύψους περίπου 500 εκατ. ευρώ, ποσό που κατέληξε ως άμεση εισοδηματική ενίσχυση στα ασθενέστερα εισοδηματικά στρώματα της χώρας. Όταν το 2017 θα ανακοινωθούν από την Ελληνική Στατιστική Αρχή τα στοιχεία της φτώχειας τα οποία θα στηριχθούν στα εισοδήματα του 2015 ή του 2016, είναι εξαιρετικά πιθανό να καταγραφεί περαιτέρω άνοδος της φτώχειας για όλες τις παιδικές ηλικίες.
Και αυτό διότι:
1. Το 2015, λόγω των πολιτικών εξελίξεων αλλά και των διαπραγματεύσεων για την υπογραφή του 3ου μνημονίου, δεν καταβλήθηκε κοινωνικό μέρισμα. Δόθηκε μόνο το πακέτο για την καταπολέμηση της «ανθρωπιστικής κρίσης» το οποίο όμως είχε προϋπολογισμό μόλις 100 εκατ. ευρώ έναντι 500 εκατ. ευρώ το 2014. Υπήρξε βέβαια αύξηση των δαπανών για το ΕΚΑΣ (λόγω σταθεροποίησης των εισοδηματικών κριτηρίων κατά την περσινή χρονιά η οποία οδήγησε σε αύξηση του αριθμού των δικαιούχων), ωστόσο και πάλι καταγράφηκε πτώση στις δαπάνες για τα επιδόματα που περιορίζουν τα ποσοστά της φτώχειας.
2. Το 2016 περιλαμβάνει το πρώτο στάδιο κατάργησης του ΕΚΑΣ, επιδόματος που λειτουργεί εξαιρετικά αποτελεσματικά όσον αφορά στην καταπολέμηση της φτώχειας στις μεγαλύτερες ηλικίες. Επίσης, η χρονιά θα κλείσει με αύξηση του αριθμού των μερικώς απασχολούμενων (σ.σ.: σύμφωνα με την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ η μερική απασχόληση ενέχει μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας), ενώ η εφαρμογή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος θα ξεκινήσει μόνο πιλοτικά μέσα στο έτος. Επίσης, μέσα στη χρονιά έχουν αυξηθεί οι έμμεσοι φόροι που χτυπούν οριζόντια όλα τα εισοδήματα.
Με βάση τα στοιχεία της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών 2015, o πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό ανέρχεται στο 35,7% του συνολικού πληθυσμού, παρουσιάζοντας μικρή μείωση σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι υψηλότερος στην περίπτωση των ατόμων ηλικίας 18-64 ετών (39,4%). Μεταξύ των σημαντικών ευρημάτων τα οποία προέκυψαν κατά τη φετινή έρευνα, η ΕΛΣΤΑΤ αξιολογεί ως τα σημαντικότερα τα εξής:
* Ο πληθυσμός ηλικίας 18-64 ετών που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού εκτιμάται για τους Έλληνες σε 37,4% και για τους αλλοδαπούς που διαμένουν στην Ελλάδα σε 64,3%.
* Ο πληθυσμός ηλικίας 18-64 ετών που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού εκτιμάται για τους αλλοδαπούς που διαμένουν στην Ελλάδα, αλλά γεννήθηκαν σε χώρα εκτός Ελλάδας σε 63,4%.
* Το ποσοστό του πληθυσμού που ενώ δεν βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, διαβιεί σε νοικοκυριά με υλική στέρηση αλλά χωρίς χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 8,4%.
* Το ποσοστό του πληθυσμού που δεν βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας και διαβιεί σε νοικοκυριά χωρίς υλική στέρηση αλλά με χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 4,8%.
* Το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας αλλά διαβιεί σε νοικοκυριά χωρίς υλική στέρηση και χωρίς χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 7,0%.
* Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 860.117 σε σύνολο 4.195.840 και τα μέλη τους σε 2.293.172 στο σύνολο των 10.723.089 ατόμων του πληθυσμού.
* Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 26,6%, σημειώνοντας αύξηση κατά 1,1 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το 2014, ενώ είναι υψηλότερος κατά 5,2 ποσοστιαίες μονάδες από το αντίστοιχο ποσοστό του συνολικού πληθυσμού.
* Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών ανέρχεται σε 13,7% παρουσιάζοντας μείωση σε σχέση με το 2014.
* Ο πληθυσμός που διαβιεί σε νοικοκυριά που δεν εργάζεται κανένα μέλος ή εργάζεται λιγότερο από 3 μήνες συνολικά το έτος, ανέρχεται σε 1.111.300 άτομα ή σε 18,7% του πληθυσμού ηλικίας 18-59 ετών, ενώ το προηγούμενο έτος (2014) ανερχόταν σε 1.165.800 άτομα
* Ο πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού ανέρχεται σε 3.828.500 άτομα ή σε 35,7% του συνόλου του πληθυσμού, σημειώνοντας μικρή μείωση κατά 0,3 ποσοστιαία μονάδα (κατά το έτος 2014 ήταν 3.884.700 άτομα που αντιστοιχούσαν στο 36,0% του πληθυσμού)
Οι εισοδηματικές ανισότητες
Το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού της χώρας (βάσει των εισοδημάτων του 2014) είναι 6,5 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο του εισοδήματος του φτωχότερου 20%
του πληθυσμού. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, διεύρυνση παρατηρήθηκε στη φετινή έρευνα στις εισοδηματικές ανισότητες των ατόμων ηλικίας κάτω των 65 ετών (οι πλουσιότεροι έχουν 7,4 φορές μεγαλύτερο εισόδημα συγκριτικά με αυτό των φτωχότερων) ενώ αντίθετα στις ηλικίες άνω των 65 ετών, οι ανισότητες κινήθηκαν στα ίδια επίπεδα. Σύμφωνα με τη φετινή έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ:
* το 25% του πληθυσμού με το χαμηλότερο εισόδημα κατέχει το 8,9% του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, δηλαδή ποσοστό μειωμένο κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το 2014
* το 25% του πληθυσμού με το υψηλότερο εισόδημα κατέχει το 47,2% του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, δηλαδή ποσοστό μειωμένο κατά 0,4 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το 2014 (σ.σ.: εισοδήματα 2013)
* το 50% του πληθυσμού με μεσαία εισοδήματα (2ο και 3ο τεταρτημόριο) κατέχουν το 43,9% του εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, δηλαδή ποσοστό υψηλότερο κατά 0,5 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το 2014.
Οι διαστάσεις της στέρησης
Το ποσοστό του πληθυσμού που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες, με αποτέλεσμα να στερείται τουλάχιστον τέσσερις από τις εννέα συνολικά διαστάσεις της υλικής στέρησης ανέρχεται σε 22,2% το 2015, ενώ το ποσοστό αυτό ήταν 21,5% το 2014, 20,3% το 2013 και 19,5% το 2012. Οι επτά κυριότερες διαστάσεις βάσει των οποίων γίνεται η έρευνα από την ΕΛΣΤΑΤ είναι:
1. Δυσκολία ικανοποίησης έκτακτων οικονομικών αναγκών.
2. Αδυναμία κάλυψης εξόδων για διακοπές μίας εβδομάδας τον χρόνο.
3. Αδυναμία διατροφής που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας ή ψάρι.
4. Αδυναμία πληρωμής για ικανοποιητική θέρμανση της κατοικίας.
5. Έλλειψη βασικών αγαθών όπως πλυντήριο ρούχων, έγχρωμη τηλεόραση, τηλέφωνο ή αυτοκίνητο.
6. Αδυναμία αποπληρωμής δανείων ή αγορών με δόσεις.
7. Δυσκολίες στην πληρωμή πάγιων λογαριασμών.
Η αύξηση του ποσοστού το 2015 σε σχέση με το 2014 είναι μεγαλύτερη στην περίπτωση των παιδιών ηλικίας έως και 17 ετών (1,9 ποσοστιαία μονάδα) συγκριτικά με τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες. Η υλική στέρηση των παιδιών ηλικίας έως και 17 ετών ανέρχεται για το 2015 σε 25,7%, ενώ το 2005 ήταν 9,9%. Για τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω το ποσοστό στέρησης το 2015 έχει σημειώσει μικρή μείωση (κατά 0,3 ποσοστιαία μονάδα) και ανέρχεται σε 15,2%. Το αντίστοιχο ποσοστό το 2005 ήταν 19,4%. Στα άτομα ηλικίας 18 έως 64 ετών το ποσοστό που στερείται βασικών αγαθών και υπηρεσιών το 2015 ανέρχεται σε 23,5%.