Η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) για την εκταμίευση της δόσης των 8,5 δισ. ευρώ προς την Ελλάδα σηματοδοτεί και το τέλος μια μακράς διαπραγμάτευσης, η οποία ξεπέρασε σε διάρκεια κατά πολλούς μήνες τον αρχικό προγραμματισμό.
Από δημοσιονομικής πλευράς και μέχρι τη λήξη του προγράμματος, το καλοκαίρι του 2018, ο κύκλος των προσαρμογών και των μέτρων ολοκληρώθηκε. Πλέον απομένει η εφαρμογή τους και φυσικά η διασφάλιση της επίτευξης των στόχων.
Η επόμενη αξιολόγηση, που θα γίνει το φθινόπωρο, αφορά άλλου τύπου μέτρα, τα σημαντικότερα από τα οποία είναι η αλλαγή της εργατικής νομοθεσίας σε σχέση με τις απεργίες, η μεταρρύθμιση των οικογενειακών επιδομάτων, το άνοιγμα ορισμένων κλειστών επαγγελμάτων και η ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης και του εκσυγχρονισμού της δημόσιας διοίκησης.
Εκκρεμότητες της β’ αξιολόγησης
Μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους και ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση θα επανέλθουν στο τραπέζι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μετά τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου, εκτιμούν στις Βρυξέλλες
Ωστόσο, η β’ αξιολόγηση άφησε πίσω της για πολιτικούς λόγους που αφορούν τους Ευρωπαίους δανειστές δύο πολύ σημαντικά ζητήματα, τα οποία θα μονοπωλήσουν το ενδιαφέρον και τους επόμενους μήνες.
Πρόκειται για τη λήψη των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους και την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Τα δύο αυτά ζητήματα είναι αλληλένδετα γιατί η ελάφρυνση του χρέους θα οδηγήσει αυτόματα στην ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση.
Είναι προφανές ότι η επίλυσή τους θα έδινε στην ελληνική οικονομία τεράστια ώθηση, δεδομένου ότι θα μείωνε δραστικά τους κινδύνους για τη χώρα, αυξάνοντας τις επενδύσεις και επιτρέποντας τη βιώσιμη έξοδο στις αγορές κρατικών ομολόγων με χαμηλό επιτόκιο.
Η προσοχή τους επόμενους μήνες θα είναι στραμμένη σε αυτά τα δύο θέματα, ενώ η εκτίμηση που επικρατεί στις Βρυξέλλες είναι ότι θα επανέλθουν στο τραπέζι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μετά τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου.