Skip to main content

Πού συμφωνούν και πού διαφωνούν κυβέρνηση – θεσμοί – τράπεζες

Από την έντυπη έκδοση 

Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]

Δεν θα είναι απλή η συμφωνία για τον νόμο προστασίας της πρώτης κατοικίας που θα αντικαταστήσει τον νόμο Κατσέλη, σχολίαζαν τραπεζικές πηγές, οι οποίες επισημαίνουν πως οι διαφορές μεταξύ τραπεζών, κυβέρνησης και θεσμών είναι και διαφορές στη φιλοσοφία αντιμετώπισης του όλου θέματος.

Οι τράπεζες δεν επιθυμούν μια οριζόντια ρύθμιση που θα θέτει ως μοναδικό κριτήριο την αξία της πρώτης κατοικίας, η οποία πάντως σύμφωνα με τα όσα βλέπουν το φως της δημοσιότητας κινείται μεταξύ 100-120 χιλ. ευρώ.

Στην κλίμακα αυτήν, όπως παρατηρούν έγκυροι τραπεζικοί παράγοντες, συγκαταλέγεται η συντριπτική πλειονότητα των δανειοληπτών είτε με βάση το ύψος του δανείου είτε με βάση την αξία της α’ κατοικίας.

Αυτό λοιπόν που δεν επιθυμούν οι τράπεζες και το εξηγούν σε όλους τους τόνους, τόσο στους θεσμούς όσο και στην κυβέρνηση, είναι μια οριζόντια νομοθετική πρόβλεψη η οποία, χωρίς ουσιαστικούς άλλους περιορισμούς, θα επιτρέπει στον δανειολήπτη να τις αγνοεί.

Και επειδή οι διαπραγματεύσεις σε φάση προεκλογικής περιόδου δεν αποτελούν εύκολη υπόθεση, η εκτίμηση είναι πως δύσκολα θα μπορούσε το θέμα αυτό να έχει επιλυθεί προτού η Κομισιόν συντάξει την έκθεσή της στις 27 Φεβρουαρίου. Έτσι, καθόλου δεν αποκλείεται να υπάρξει κάποια ακόμη παράταση. Σημειώνεται πως η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα αποτελέσει τη βάση για τη μεταμνημονιακή αξιολόγηση των θεσμών.

Οι κυβερνητικές πλειοψηφίες

Ένα άλλο θέμα πάντως που τόσο οι θεσμοί όσο και οι τράπεζες βάζουν στο τραπέζι των συζητήσεων είναι αν και κατά πόσον στις κοινοβουλευτικές επιτροπές, μετά τις πολιτικές εξελίξεις που έχουν λάβει χώρα, η κυβέρνηση διαθέτει πλειοψηφία για να οδηγήσει τελικώς τα σχετικά νομοθετήματα προς τη Βουλή των Ελλήνων, προϋπόθεση απαραίτητη για να ψηφιστούν.

Η καυτή ατζέντα

Οι τράπεζες ολοκλήρωσαν χθες τις επαφές τους με τα τεχνικά κλιμάκια με μια καυτή ατζέντα που αφορούσε κυρίως τα «κόκκινα» δάνεια, την επάρκεια κεφαλαίων και τη ρευστότητα.

Είναι χαρακτηριστικό πως οι πιέσεις για τον περιορισμό των «κόκκινων» δανείων αποκτούν πολιτική χροιά, αφού ταυτίζονται απόλυτα με τα μεγάλα spreads, που καθιστούν απαγορευτική μια έξοδο στις αγορές.

Συγχρόνως όλη αυτή η κατάσταση έχει διαμορφώσει πολύ δύσκολες συνθήκες και στο Χρηματιστήριο, με τις κεφαλαιοποιήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων να χάνουν κρίσιμα επίπεδα και να κατέρχονται όλο και χαμηλότερα, παρά την επιχειρούμενη στήριξη.

Σύνθετος δείκτης για δανειολήπτες

Οι τράπεζες λοιπόν δεν επιζητούν ένα νέο όριο προστασίας της πρώτης κατοικίας, αλλά έναν σύνθετο δείκτη, που θα καταγράφει εάν ο δανειολήπτης μπορεί ή όχι να ενταχθεί σε μια τέτοια προστασία. Επιζητούν επίσης να θέτουν αυτές τα κριτήρια, μιας και γνωρίζουν περισσότερα γύρω από τους πελάτες τους. Συγχρόνως επιζητούν ολιστικές λύσεις που θα περιλαμβάνουν συνολικές ρυθμίσεις χρεών για τους δανειολήπτες, οι οποίες θα επιτρέπουν τελικώς μια διαφορετική προσέγγιση για το ιδιωτικό χρέος.

Άλλωστε στόχος είναι η δημιουργία μιας πλατφόρμας επιλογής για τα φυσικά πρόσωπα στη λογική του εξωδικαστικού συμβιβασμού, που σημαίνει συζήτηση και διαπραγμάτευση κυρίως με τις τράπεζες.

Η κυβέρνηση αλλά και οι τράπεζες φαίνεται να επιμένουν στο κυπριακό μοντέλο, το οποίο προβλέπει επιδότηση δόσης του δανείου για τα πιο αδύναμα νοικοκυριά. Όμως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει γενικώς αορίστως και χωρίς κριτήρια.

Τα «κόκκινα» στεγαστικά δάνεια κινούνται από 35% έως 50% στο συνολικό στεγαστικό χαρτοφυλάκιο των συστημικών τραπεζών και είναι τα μόνα που οι τράπεζες δεν μπορούν στην παρούσα φάση να διαχειριστούν. Κατ’ αυτήν την έννοια τα πιστωτικά ιδρύματα και οι θεσμοί πιέζουν για την άμεση αντιμετώπισή τους.

Είναι απολύτως βέβαιο πάντως πως η κυβέρνηση θα πιέσει για όση περισσότερη προστασία μπορεί να εξασφαλίσει για τους ιδιώτες στο πλαίσιο της προεκλογικής περιόδου στην οποία φαίνεται να έχει εισέλθει η χώρα.